Ήταν ένα ήσυχο απόγευμα Δευτέρας. Ήσυχο βέβαια, αν εξαιρούσε κανείς τον πολύ δυνατό αέρα που είχε αρχίσει να σηκώνεται
Ο κύριος Χ. βρισκόταν έξω, στο μπαλκόνι του σπιτιού του και καθάριζε ένα έπιπλο, ενώ ο δυνατός αέρας είχε αρχίσει να τον εκνευρίζει. Η τηλεόραση από το σαλόνι αλλά και το fb έπαιζαν εικόνες από τη φωτιά στην Κινέτα “ Τίποτα δε θ' αφήσουν όρθιο, θα τα κάψουν όλα” μονολόγησε για μια στιγμή και συνέχισε τη δουλειά του βρίζοντας παράλληλα τον αέρα που του χαλούσε την ηρεμία
Κάποια στιγμή, κοιτάζοντας προς τον Βουτζά, είδε τα πρώτα σημάδια καπνού. “Κοίτα να δεις, σύμπτωση” είπε και μια ελάχιστη υποψία ανησυχίας πέρασε από το μυαλό του. Φρόντισε, όμως, να τη διώξει γρήγορα, δεν ήθελε άλλες σκοτούρες εκείνη τη στιγμή.