" Οι ήττες μας δεν αποδεικνύουν
Τίποτα παραπάνω από το ότι
319205339 712219783586309 2265634222543469205 n  Είμαστε λίγοι αυτοί που παλεύουν ενάντια στο Κακό
Και από τους θεατές περιμένουμε
Τουλάχιστον να ντρέπονται"
                                               Μπρεχτ
X.Kostoulas

X.Kostoulas

Κατά Σαδδουκαίων

Απριλίου 30, 2021

Οι Σαδδουκαίοι, για τους οποίους μιλάει ο Μιχάλης Κατσαρός στο ομώνυμο ποίημά του, ήταν η αριστοκρατία του Ναού, του οποιουδήποτε Ναού. Αυτή η διαχρονική αριστοκρατία που έχει μια εκπληκτική μαεστρία να μιλάει στο όνομα μιας διδασκαλίας, που η ίδια την καταπατά συστηματικά. Μια εκπληκτική μαεστρία, επίσης, να δημιουργεί ένα τυπικό, το οποίο να καταφέρνει να εξουδετερώνει την ουσία της διδασκαλίας αυτής. Και φυσικά, να αποκομίζει κέρδη από όλο αυτό

Nικηφόρου Βρεττάκου, «Ένας στρατιώτης μουρμουρίζει στο αλβανικό μέτωπο»

Ο Νικηφόρος Βρεττάκος πολέμησε στο Αλβανικό Μέτωπο και έγραψε γι ‘ αυτό. Έγραψε για τη σκληρότητα του πολέμου και για την αγωνία του πολεμιστή. Αυτός, ο κατεξοχήν ανθρωπιστής ποιητής, που δεν ήτανε φτιαγμένος για πόλεμο, πολέμησε. «Σαν ήμουνα μικρός καθρεφτιζόμουνα στα ρυάκια της πατρίδας μου, δεν ήμουν πλασμένος για τον πόλεμο» γράφει στο ποίημά του «Ένας στρατιώτης μουρμουρίζει στο αλβανικό μέτωπο». Πολέμησε για τη γη του, για τους ανθρώπους του, για την Ελευθερία. Κι αν αυτός ο αγώνας των απλών ανθρώπων προδόθηκε από τους εξουσιαστές και τους ξένους προστάτες τους, αυτό δεν αναιρεί την αξία του. Κι αν η πραγματική ελευθερία έχει έρθει ποτέ σ’ αυτό τον τόπο, αυτό είναι θέμα μιας άλλης συζήτησης.

Ποιος θα μας φέρει λίγον ύπνο εδώ που βρισκόμαστε;
Θα μπορούσαμε τότες τουλάχιστο
να ιδούμε πως έρχεται τάχατε η μάνα μας
βαστάζοντας στη μασχάλη της ένα σεντόνι λουλακιασμένο
με μια ποδιά ζεστασιά και κατηφέδες από το σπίτι μας.
Ένα φθαρμένο μονόγραμμα στην άκρη του μαντηλιού: ένας κόσμος χαμένος.

Τριγυρίζουμε πάνω στο χιόνι με τις χλαίνες κοκκαλιασμένες.
Ποτέ δεν βγήκε ο ήλιος σωστός απ' τα υψώματα του Μοράβα,
ποτέ δεν έδυσε ο ήλιος αλάβωτος απ' τ' αρπάγια της Τρεμπεσίνας.
Τρεκλίζω στον άνεμο χωρίς άλλο ρούχο,
διπλωμένος με το ντουφέκι μου, παγωμένος και ασταθής.

(Σαν ήμουνα μικρός καθρεφτιζόμουνα στα ρυάκια της πατρίδας μου
δεν ήμουν πλασμένος για τον πόλεμο).

 

Δε θα μου πήγαινε αυτή η προσβολή περασμένη υπό μάλης,
δε θα μου πήγαινε αυτό το ντουφέκι αν δεν ήσουν εσύ,
γλυκό χώμα που νιώθεις σαν άνθρωπος,
αν δεν ήτανε πίσω μας λίκνα και τάφοι που μουρμουρίζουν
αν δεν ήτανε άνθρωποι κι αν δεν ήταν βουνά με περήφανα
μέτωπα, κομμένα θαρρείς απ' το χέρι του θεού
να ταιριάζουν στον τόπο, στο φως και το πνεύμα του.

Η νύχτα μάς βελονιάζει τα κόκκαλα μέσα στ' αμπριά· εκεί μέσα
μεταφέραμε τα φιλικά μας πρόσωπα και τ' ασπαζόμαστε
μεταφέραμε το σπίτι και την εκκλησιά του χωριού μας
το κλουβί στο παράθυρο, τα μάτια των κοριτσιών,
το φράχτη του κήπου μας, όλα τα σύνορά μας,
την Παναγία με το γαρούφαλο, ασίκισσα,
που μας σκεπάζει τα πόδια πριν απ' το χιόνι,
που μας διπλώνει στη μπόλια της πριν απ' το θάνατο.

Μα ό,τι κι αν γίνει εμείς θα επιζήσουμε.
Άνθρωποι κατοικούν μες στο πνεύμα της Ελευθερίας αμέτρητοι,
Άνθρωποι όμορφοι μες στη θυσία τους, Άνθρωποι.
Το ότι πεθάναν, δεν σημαίνει πως έπαψαν να υπάρχουν εκεί,
με τις λύπες, τα δάκρυα και τις κουβέντες τους.
Ο ήλιος σας θα 'ναι ακριβά πληρωμένος.
Αν τυχόν δεν γυρίσω, ας είστε καλά,
σκεφτείτε για λίγο πόσο μου στοίχισε.

(Σαν ήμουνα μικρός καθρεφτιζόμουνα στα ρυάκια της πατρίδας μου
δεν ήμουν πλασμένος για τον πόλεμο).

Νικηφόρος Βρεττάκος, Τα ποιήματα, τόμος πρώτος. Σχέδιο του Επαμεινώνδα Λιώκη, Τρία φύλλα, Αθήνα 1981, σ. 118-119

Αποκαλόκαιρο. Ίσως αυτό να είναι το πραγματικό τέλος κάθε χρονιάς και η αρχή της επόμενης. Η εποχή της μεγαλύτερης εσωτερικής αναζήτησης και των μεγάλων σχεδίων - σχέδια που τα πιο πολλά βέβαια θα μείνουν για μια ακόμη φορά στο συρτάρι.

Ίσως η ιδανικότερη εποχή για να διαβάσει κανείς την «Ασκητική» του Νίκου Καζαντζάκη, αυτή τη συνταρακτική κραυγή αγωνίας του μεγάλου Έλληνα συγγραφέα για το πώς πρέπει να πορευτεί ο άνθρωπος ανάμεσα στα δύο τίποτα. Ανάμεσα στο τίποτα που προηγείται της γέννησής του και στο τίποτα που ακολουθεί το θάνατό του. Για το πώς πρέπει να πορευτεί προκειμένου να κάνει αυτό το ταξίδι με το σίγουρο τέλος, όσο το δυνατό πιο όμορφο, δίνοντας με τον τρόπο αυτό νόημα σε κάτι που εκ πρώτης όψεως στερείται νοήματος

[ … ] Σε άξαφνες φοβερές στιγμές αστράφτει μέσα μου : “ όλα τούτα είναι παιχνίδι σκληρό και μάταιο, δίχως αρχή, δίχως τέλος, δίχως νόημα”. Μα ξαναζεύουμαι, πάλι, στον τροχό της ανάγκης, κι όλο το Σύμπαν ξαναρχινάει γύρα τρογύρα μου την περιστροφή του.

Πειθαρχία, να η ανώτατη αρετή. Έτσι μονάχα σοζυγιάζεται η δύναμη με την επιθυμία και καρπίζει η προσπάθεια του ανθρώπου.

Να πώς με σαφήνεια και με σκληρότητα να καθορίζεις την παντοδυναμία του νου μέσα στα φαινόμενα και την ανικανότητα του νου πέρα από τα φαινόμενα – πρι να κινήσεις για τη λύτρωση. Αλλιώς δεν μπορείς να λυτρωθείς.

[ … ] Γλίτωσε από την απλοϊκή άνεση του νου που βάνει τάξη κι ελπίζει να υποτάξει τα φαινόμενα. Γλίτωσε από τον τρόμο της καρδιάς που ζητάει κι ελπίζει να βρει την ουσία.

Νίκησε το στερνό, τον πιο μεγάλο πειρασμό, την ελπίδα

Φοβάμαι

Οκτωβρίου 12, 2020

Ο όψιμος αντιφασισμός των τελευταίων ημερών θυμίζει τον ανάλογο όψιμο αντιχουντισμό που εκδηλώθηκε αμέσως μετά την πτώση της χούντας. Άνθρωποι που ενώ βάδισαν πλάι-πλάι με τους χρυσαυγίτες για πολλά χρόνια του πολιτικού τους βίου όπως ο Μάκης Βορίδης ή άνθρωποι που χαρακτήριζαν τη Χρυσή Αυγή ως ένα "γνήσιο ακτιβιστικό κίνημα" όπως ο "σοσιαλιστής" Ανδρέας Λοβέρδος πανηγυρίζουν τώρα για τη "νίκη της Δημοκρατίας" απέναντι στο ναζιστικό κόμμα. Και πόσοι άλλοι ακόμη, απλοί καθημερινοί άνθρωποι όπως θα έλεγε κανείς. Όπως ακριβώς συνέβη μετά την πτώση της χούντας. Αυτούς τους ανθρώπους φοβήθηκε ο Μανώλης Αναγνωστάκης, ο άνθρωπος που δεν φοβήθηκε τους Γερμανούς, δεν φοβήθηκε το εκδικητικό μετεμφυλικό κράτος της Δεξιάς, δεν φοβήθηκε τη χούντα. Τους καιροσκόπους υπηρέτες κάθε σημαίας-ευκαιρίας φοβήθηκε ο μεγάλος ποιητής. Αυτούς που γέμιζαν τα στάδια στις κακόγουστες φιέστες της χούντας και μετά βρέθηκαν να γεμίζουν τα ίδια στάδια, τραγουδώντας Θεοδωράκη. Γι' αυτούς έγραψε το Νοέμβρη του 1983 το ποίημά του "Φοβάμαι" 

Φοβάμαι
τους ανθρώπους που εφτά χρόνια
έκαναν πως δεν είχαν πάρει χαμπάρι
και μια ωραία πρωία –μεσούντος κάποιου Ιουλίου–
βγήκαν στις πλατείες με σημαιάκια κραυγάζοντας
«Δώστε τη χούντα στο λαό».
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που με καταλερωμένη τη φωλιά
πασχίζουν τώρα να βρουν λεκέδες στη δική σου.
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που σου 'κλειναν την πόρτα
μην τυχόν και τους δώσεις κουπόνια
και τώρα τους βλέπεις στο Πολυτεχνείο
να καταθέτουν γαρίφαλα και να δακρύζουν.

φωτογραφία του Κώστα Μπαλάφα

Ακόμη μια σχολική χρονιά ξεκινά με τεράστιες ελλείψεις στα δημόσια σχολεία. Έπρεπε να έρθει η  πανδημία του κορονοϊού για να ακουστεί το αίτημα για 15 μαθητές ανά τμήμα, ένα αίτημα που έπρεπε να υπάρχει ούτως ή άλλως και ανεξάρτητα από τις τρέχουσες συνθήκες. Πόσο μάλλον τώρα, που καλούνται οι μαθητές να στοιβάζονται σε τάξεις των 25 και περισσότερων ατόμων. Χιλιάδες είναι επίσης τα κενά στους καθηγητές, ακόμη και κάτω από αυτό το απαράδεκτο, παιδαγωγικά και υγειονομικά, στρίμωγμα των μαθητών. Και μέσα σε όλα τα άλλα, ορατός είναι ο κίνδυνος να κλείσουν ανά πάσα στιγμή τα σχολεία.

Οι μαθητές προσπαθούν να αντιδράσουν και κάνουν καταλήψεις. Αλίμονο αν δεν αντιδρούσε ο νέος. Έτσι είναι η φύση του. Να αντιδρά. Ενάντια στην εξουσία του αυταρχικού γονιού, ενάντια στην εξουσία της αυταρχικής και απρόσωπης παιδείας, ενάντια στην αυθαιρεσία και αναλγησία της όποιας εξουσίας. Ο νέος, όταν εξεγείρεται, έχει πάντα δίκιο, ακόμη και αν δεν αντιλαμβάνεται ποιο είναι ακριβώς. Είμαστε βέβαιοι πως αν η κοινωνία και τα σχολεία ήταν καλύτερα, δεν θα υπήρχαν οι καταλήψεις. Ως εκ τούτου, δεν πρόκειται εμείς να υψώσουμε το δάκτυλο, ούτε να ζητήσουμε τη βίαιη κατάλυση των καταλήψεων με αστυνομικούς και εισαγγελείς όπως κάνουν αυτοί που έχουν φέρει την παιδεία και την κοινωνία στα έσχατα όριά τους
Διαβάσαμε, όμως, μια πραγματικά συγκινητική ιστορία, από το λογαριασμό της εξαιρετικής Νίνας Γεωργιάδου και θελήσαμε να την μοιραστούμε μαζί σας . Μια ιστορία από το βιβλίο της Λότης Πέτροβιτς  "Ο καιρός της σοκολάτας". Την αναδημοσιεύουμε λοιπόν όπως την απέδωσε η Νίνα
Το 1943, χρονιά της θανατηφόρας πείνας, αντί για το άγευστο νερόπλυμα που το έλεγαν σούπα, μοιράστηκε, μια μέρα στο συσσίτιο,  ένα σκούρο πηχτό σιρόπι. 
Τα παιδιά ξετρελάθηκαν με τη γλύκα.
Βουτούσαν τα δάχτυλά τους κι έγλειφαν αχόρταγα. Κι έτσι όπως τα παιδιά δε σκαμπάζουν εύκολα από φόβο και  θάνατο, πασάλειψαν το χερούλι στην πόρτα της αίθουσας, να κολλήσουν τα χέρια της δασκάλας, να δουν την όψη της και να γελάσουν, τα πεινασμένα σκανταλιάρικα. 
Μπήκε, περπατώντας αβέβαια καθώς είχε μείνει πετσί και κόκαλο. Και πριν προλάβει να κλείσει ξανά την πόρτα και να πει, «καλημέρα, παιδιά, ησυχία», τα μάτια της έγιναν δυο πλημμύρες. Έγλειψε τα δάχτυλα που κολλούσαν και μέσα στην αναπάντεχη αφωνία των παιδιών, έπεσε στα γόνατα και, κλαίγοντας, έγλειψε το πασαλειμμένο με την πηχτή γλύκα χερούλι.
“Μη σπαταλάτε τη  σοκολάτα, παιδιά. Είναι αμαρτία. Σας τη μοιράσαμε όλη”. 
Ολόκληρη την ιστορία, όπως την αφηγείται η Λότη Πέτροβιτς στο βιβλίο της, μπορείτε να τη διαβάσετε εδώ

Συνειρμοί της στιγμής, συνειρμοί του παντός. "Υπάρχουνε πολλοί που ναυαγήσαν μέσα στο κοστούμι τους". Ποίημα του Αργύρη Χιόνη

Ω ναι, ξέρω καλά πως δεν χρειάζεται καράβι για να ναυαγήσεις,

πως δεν χρειάζεται ωκεανός για να πνιγείς.

Υπάρχουνε πολλοί που ναυαγήσαν μέσα στο κοστούμι τους,

μες στη βαθιά τους πολυθρόνα,

πολλοί που για πάντα τους σκέπασε το πουπουλένιο πάπλωμά τους.

Πλήθος αμέτρητο πνίγηκαν μέσα στη σούπα τους,

σ'  ένα κουπάκι του καφέ, σ'  ένα κουτάλι του γλυκού …

Ας είναι γλυκός ο ύπνος τους εκεί βαθιά που κοιμούνται,

ας είναι γλυκός κι ανόνειρος.

Κι ας είναι ελαφρύ το νοικοκυριό που τους σκεπάζει.

Ήταν ωραίο αυτό το καλοκαίρι; ” αναρωτιέται από το 1983 ο Αργύρης Χιόνης  στην ποιητική συλλογή του «Λεκτικά Τοπία» για να δώσει μόνος του μιαν απάντηση που δεν είναι ακριβώς απάντηση. “ Ήταν ωραίο, αλλά και επικίνδυνο. Κανείς δεν ξέρει, κανείς δεν ξέρει». Δέκα χρόνια περίπου αργότερα, το 1992, ο Χάρης και ο Πάνος Κατσιμίχας μελοποιούν το ποίημά του “ Το ωραίο καλοκαίρι “. Πώς θα ένιωθε άραγε ο ποιητής αν βίωνε το φετινό καλοκαίρι, ένα καλοκαίρι που πέρα από το βάρος των ματαιωμένων προσδοκιών που κουβαλά έτσι κι αλλιώς κάθε καλοκαίρι που φτάνει στο τέλος του, φορτώθηκε επιπλέον  το βάρος του φόβου και της «κοινωνικής απόστασης» ;

Ήταν ωραίο αυτό το καλοκαίρι
ήταν ωραίο αλλά και επικίνδυνο

Μια κάτασπρη τουρίστρια τα `φτιαξε με τον ήλιο
κοιμήθηκε μαζί του μέρες μήνες
σκούρυνε, αφομοιώθηκε απʼ το τοπίο
τώρα οι δικοί της την αναζητούν μέσω του Ερυθρού Σταυρού

Ένας παππούς που έκανε αμμόλουτρα
ξεχάστηκε θαμμένος μες την άμμο
όταν τον θυμηθήκανε μετά από μέρες
σηκώσαν το καπέλο του, δεν ήταν από κάτω

Ένα παιδί δαρμένο έγινε αχινός
αν τους βαστάει τώρα ας με ξαναδείρουν, είπε
πήρανε ο μπαμπάς κι η μαμά μαχαίρι και πηρούνι
και χωρίς να τρυπηθούν, του φάγαν την καρδιά

Βαθιά, ένα καράβι έμενε ακίνητο
ακίνητο ένα καλοκαίρι
φυσούσαν άνεμοι, φουσκώναν τα πανιά
δεν έλεγε να φύγει, τι περίμενε, τι περίμενε
κανείς δεν ξέρει

Ήταν ωραίο αυτό το καλοκαίρι
ήταν ωραίο αλλά και επικίνδυνο
κανείς δεν ξέρει
ήταν ωραίο αυτό το καλοκαίρι
κανείς δεν ξέρει ...

Παλιά καλοκαίρια

Αυγούστου 11, 2020

Ποίηση Λένας Παππά, μελοποίηση Χάρη και Πάνου Κατσιμίχα

Καρπίζουν μέσα μου παλιά καλοκαίρια
ανάβουνε βλέμματα αλλοτινά
θροΐζουν αγγίγματα

Τίποτα, τίποτα δε χάθηκε στ" αλήθεια
όλα είναι εδώ, όλα είναι εδώ

Μια σπίθα μόνο ανάβει πυρκαγιές
στις θημωνιές της μνήμης
πυρκαγιές στις θημωνιές της μνήμης

Κι αν η ελπίδα το μέλλον συντηρεί
η μνήμη τρέφει το παρόν
το παρελθόν μας δικαιώνοντας

Γιατί ό,τι υπήρξε μια φορά
δε γίνεται να πάψει να έχει υπάρξει

«Άλλο ένα καλοκαίρι» , ποίημα του Τίτου Πατρίκιου

Για σκέψου να μην πρόφταινα

κι αυτό το καλοκαίρι

να δω το φως ξανά εκτυφλωτικό

να νιώσω την αφή του ήλιου στο κορμί μου

να οσμιστώ δροσερές και χαλασμένες μυρωδιές

να γευτώ γλυκόξινες και πιπεράτες γεύσεις

ν’ ακούω τα τζιτζίκια ως τα κατάβαθα της νύχτας

να καταλαβαίνω τούς δικούς μου που αγαπώ

να μην αδημονώ μ’ αυτούς που με στηρίζουν

να σκέφτομαι κι εκείνους που θέλησα να ξεχάσω

να βρίσκω φίλους που έρχονται από μακριά

ν’ αφήνω κι άλλες ζωές να μπαίνουν στη δική μου

να κολυμπάω σε θάλασσες ζεστές

ν’ αντικρίζω φρέσκα σώματα γυμνά

ν’ αναπολήσω έρωτες, να ονειρευτώ καινούργιους

ν’ αντιληφθώ τα πράγματα που αλλάζουν.

Έτσι καθώς τα πρόφτασα αυτό το καλοκαίρι

λέω να ελπίζω για προσεχή Χριστούγεννα

για κάποια επόμενη Πρωτοχρονιά

– άσε να δούμε και για παραπέρα.

Το δωμάτιο

Απριλίου 08, 2020

"Μες στο κλειστό δωμάτιο υπάρχουν όλα, αν έχεις μάτια να τα δεις, αν έχεις χέρια να τ' αγγίξεις", ποίημα της Λένας Παππά που το μελοποίησαν οι Χάρης & Πάνος Κατσιμίχας στο δίσκο «Της αγάπης μαχαιριά», που κυκλοφόρησε το 1994

Μες στο κλειστό δωμάτιο μπορείς να βρεις
ό,τι δεν τόλμησες ποτέ να ονειρευτείς
κι ό,τι μέσα σου βαθιά αγάπησες
κι όμως ποτέ δεν είδες να βγαίνει αληθινό

Όλα είναι εκεί, εκεί υπάρχουν όλα
μες στο κλειστό δωμάτιο, όλα και τίποτα
αγάλματα θεών λησμονημένων και της Ελένης το πουκάμισο
όλα είναι εκεί κι άλλα πολλά, που κάποτε φαντάστηκες

Ο φόβος του Χριστού στον κήπο της Γεσθημανή
τα βήματα της θλίψης του, της αίγλης του το φως
το αίμα των θυσιασμένων και οι χαμένοι στόχοι τους
το ψύχος το δριμύ των χωρισμών

Το διαμαντένιο αηδόνι του βασιλιά της Κίνας
σινιάλα από φάρους που σβηστήκαν
και μαγικά τοτέμ από άγνωστες φυλές
κι εφηβικά κορμιά και καλοκαίρια γαλανά
θάνατοι και φωτιές κι αόρατη ομορφιά

Μες στο κλειστό δωμάτιο υπάρχουν όλα
αν έχεις μάτια να τα δεις, αν έχεις χέρια να τ' αγγίξεις
μπορείς να βρεις κλειδί να ξεκλειδώσεις τη σιωπή τους
αρκεί να πας, ολάνοιχτος, γυρεύοντάς τα 


Warning: count(): Parameter must be an array or an object that implements Countable in /srv/disk3/2763186/www/atticavoice.gr/templates/ts_news247/html/com_k2/templates/default/user.php on line 269

Youtube Playlists

youtube logo new

Χρήσιμα

farmakia

HOSPITAL

youtube logo new

© 2022 Atticavoice All Rights Reserved.