" Οι ήττες μας δεν αποδεικνύουν
Τίποτα παραπάνω από το ότι
319205339 712219783586309 2265634222543469205 n  Είμαστε λίγοι αυτοί που παλεύουν ενάντια στο Κακό
Και από τους θεατές περιμένουμε
Τουλάχιστον να ντρέπονται"
                                               Μπρεχτ
X.Kostoulas

X.Kostoulas

Which side are you on?

Μαϊος 01, 2019

Τα γεγονότα είναι αντικειμενικά. Οι ερμηνείες τους είναι υποκειμενικές. Εξαρτώνται από το σε ποια πλευρά βρίσκεσαι. Εξαρτάται από το  “Which side are you on?”. Κάποιοι σήμερα επιμένουν να λένε ότι η Ιστορία τελείωσε και ο καπιταλισμός νίκησε οριστικά. Συνεχίζοντας τη σκέψη τους, υποστηρίζουν ότι το δίλημμα Αριστερά ή Δεξιά είναι πλέον ψευδεπίγραφο. Οι άνθρωποι αυτοί, αδυνατούν ή δε θέλουν να δουν πέρα από τη μύτη τους. Δυστυχώς γι’ αυτούς, η Ιστορία δεν έχει τελειώσει. Στην πραγματικότητα, όσο υπάρχει άνθρωπος η Ιστορία θα συνεχίσει να γράφεται.

Όσο υπάρχουν αντιθέσεις, ο άνθρωπος θα προσπαθεί να τις εξαφανίζει. Και οι αντιθέσεις όχι μόνο εξακολουθούν να υπάρχουν, αλλά εντείνονται. Είναι προφανές, για όσους έχουν στοιχειώδη λογική, ότι πάλι θα ξεσπάσει βία. Και όταν ξεσπάει βία, όλοι πρέπει να πάρουν θέση. Δεν υπάρχουν ουδέτεροι εδώ, λέει το τραγούδι. Ή θα είσαι με τους εργάτες ή θα είσαι τσιράκι των αφεντικών. Μέχρι να πάψουν να υπάρχουν αφεντικά

"Which side are you on?”

Το τραγούδι αυτό γράφτηκε από την Florence Reece, σύζυγο του Sam Reece, ενός εργάτη συνδικαλιστή της “Ένωσης Ανθρακωρύχων” του Κεντάκυ. Το 1931 ανθρακωρύχοι στην κομητεία Harlan του Kentucky κατέβηκαν σε απεργία διαμαρτυρόμενοι για τις άθλιες συνθήκες εργασίας.

Μέχρι τότε δούλευαν με μηδενικά μέτρα ασφαλείας και εξευτελιστικούς μισθούς. Έμεναν σε πρόχειρους καταυλισμούς δίπλα στα ορυχεία και τα ατυχήματα ήταν σχεδόν καθημερινό φαινόμενο. Το Συνδικάτο που οργανώθηκε από τον Sam Reece προκήρυξε απεργία. Οι ιδιοκτήτες των ανθρακωρυχείων με οπλισμένους μισθοφόρους σε συνεργασία με την αστυνομία ξεκίνησαν ένα πραγματικό ανθρωποκυνηγητό. Οι ανθρακωρύχοι πήραν τα βουνά με όπλα και έγιναν πραγματικές μάχες.

Ένας από τους διώκτες των συνδικαλιστών ήταν ο σερίφης J.H. Blair, ο οποίος ήταν αποφασισμένος να εξοντώσει τον Sam Reece. Έτσι, μαζί με άλλους οπλισμένους μισθοφόρους έστησε ενέδρα μέσα στο σπίτι του, στο οποίο βρισκόταν η γυναίκα του Florence και τα παιδιά του, περιμένοντάς τον να φανεί. Μία από αυτές τις ημέρες της τρομοκρατίας, η Florence βλέποντας τους αστυνομικούς και τους μισθοφόρους να βρίσκονται ακροβολισμένοι στο σπίτι της, έγραψε τους στίχους του «Με ποια πλευρά είστε, αγόρια;». Οι στίχοι του τραγουδιού ζητούν από τον εργάτη να πάρει θέση και να διεκδικήσει τα δικαιώματα του: «Θα είσαι ένας ψειριασμένος απεργοσπάστης ή θα γίνεις άντρας; Αποφάσισε με ποια πλευρά είσαι»

whichsideareyouon 2

Το  τραγούδι αυτό έγινε σιγά-σιγά ο ύμνος των εργατών. Το 1960 επιστρατεύτηκε στους αγώνες για τα πολιτικά δικαιώματα των Αμερικανών. Γνώρισε πολλές διασκευές και επανεκτελέσεις. Εμείς το ακούμε από την Natalie Merchant

Come all you good workers
Good news to you I’ll tell
Of how the good old union
Has come in here to dwell
Which side are you on boys?
Which side are you on?
My daddy was a miner
He’s now in the air and sun
He’ll be with you fellow workers
Until the battle’s won
Which side are you on boys?
Which side are you on?
They say in Harlan County
There are no neutrals there
You’ll either be a union man
Or a thug for J. H. Claire
Which side are you on boys?
Which side are you on?
Oh workers can you stand it?
Oh tell me how you can
Will you be a lousy scab
Or will you be a man?
Which side are you on boys?
Which side are you on?
Don’t scab for the bosses
Don’t listen to their lies
Poor folks ain’t got a chance
Unless they organize
Which side are you on boys?
Which side are you on?

Η Πρωτομαγιά ταυτίστηκε με το εργατικό κίνημα από το 1886 με τις αιματηρές διαδηλώσεις στο Σικάγο που είχαν ως αίτημα την καθιέρωση του οχτάωρου. Στην Ελλάδα, έχουμε την αντίστοιχη δική μας αιματηρή Πρωτομαγιά. Μόνο που δεν έγινε την 1η Μαΐου, αλλά λίγες μέρες αργότερα. Ήταν 9 Μαΐου του 1936 όταν κορυφώθηκε η απεργία των καπνεργατών στη Θεσσαλονίκη που είχε ως αίτημα την αύξηση των ημερομισθίων. Με το αίτημα αυτό συντάχθηκαν και άλλα εργατικά συνδικάτα και η απεργία απέκτησε πανεργατικό χαρακτήρα. Οι αστυνομικές αρχές απαγόρευσαν στην πορεία των εργατών να πλησιάσει στο κτίριο διοίκησης της πόλης. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να ξεσπάσουν σοβαρά επεισόδια μεταξύ διαδηλωτών και αστυνομικών που είχαν ως απολογισμό δώδεκα νεκρούς και δεκάδες τραυματίες.

Την επόμενη μέρα δημοσιεύεται στην εφημερίδα «Ριζοσπάστης» η εικόνα της μάνας του διαδηλωτή Τάσου Τούση, που θρηνεί πεσμένη στα γόνατα πάνω από το άψυχο σώμα του γιου της. Ο Γιάννης Ρίτσος στιγματίζεται από τη φωτογραφία αυτή και γράφει τον «Επιτάφιο». Ο Ρίτσος με την επιστροφή του από την εξορία στέλνει τον "Επιτάφιο" στο Μίκη Θεοδωράκη και το τραγούδι εκδίδεται τελικά το 1961, με τη φωνή του Γρηγόρη Μπιθικώτση.

Μέρα Μαγιού μου μίσεψες, μέρα Μαγιού σε χάνω,
άνοιξη, γιε, που αγάπαγες κι ανέβαινες απάνω

Στο λιακωτό και κοίταζες και δίχως να χορταίνεις
άρμεγες με τα μάτια σου το φως της οικουμένης

Και με το δάχτυλο απλωτό μου τάδειχνες ένα-ένα
τα όσα γλυκά, τα όσα καλά κι αχνά και ροδισμένα

Και μούδειχνες τη θάλασσα να φέγγει πέρα, λάδι,
και τα δεντρά και τα βουνά στο γαλανό μαγνάδι

Και τα μικρά και τα φτωχά, πουλιά, μερμήγκια, θάμνα,
κι αυτές τις διαμαντόπετρες που ίδρωνε δίπλα η στάμνα.

Μα, γιόκα μου, κι αν μούδειχνες τ' αστέρια και τα πλάτια,
τάβλεπα εγώ πιο λαμπερά στα θαλασσιά σου μάτια.

Και μου ιστορούσες με φωνή γλυκειά, ζεστή κι αντρίκια
τόσα όσα μήτε του γιαλού δε φτάνουν τα χαλίκια

Και μούλεες, γιε, πως όλ' αυτά τα ωραία θάναι δικά μας,
και τώρα εσβήστης κ' έσβησε το φέγγος κ' η φωτιά μας.

Οσο είμαστε στα πράγματα δεν μας χρειάζονται λεφτά και, αν πέσουμε, τα λεφτά δεν θα μας σώσουν

Μιχάλης Ρουφογάλης, διοικητής της ΚΥΠ επί χούντας απευθυνόμενος στον υπουργό του καθεστώτος Χ.Μίχαλο

 

Ο Μιχάλης Ρουφογάλης ήταν ένας από τους πρωτεργάτες του Απριλιανού πραξικοπήματος και αρχηγός των μυστικών υπηρεσιών του καθεστώτος. Το 1973 παντρεύτηκε την Ντέλα Ρουφογάλη, μοντέλο. Εκείνος 52 χρονών, εκείνη 26, τα μισά του χρόνια. Μετά την πτώση της χούντας, ο Ρουφογάλης καταδικάστηκε σε ισόβια δεσμά και πέθανε στη φυλακή το 2000. Εκείνη συνέχισε τη ζωή της. Κάνοντας όπως πάντα σοφή επιλογή, παντρεύτηκε έναν Αμερικανό επιχειρηματία και συνέχισε τη γεμάτη χλιδή ζωή της, όπως είχε συνηθίσει άλλωστε από τον προηγούμενο γάμο της. Το 2002, εξέδωσε την αυτοβιογραφία της και μέσα σε όλα τα άλλα, αναφέρεται και στην περίοδο αυτή. Με αφέλεια ή καλύτερα με έλλειψη συνείδησης, περιγράφει τη διαφθορά του καθεστώτος αλλά και τις σχέσεις του με όλους τους μεγάλους επιχειρηματίες του καιρού.

«Αρχίζω να ράβω την καινούρια μου γκαρνταρόμπα στους μετρ της ραπτικής για τους οποίους μέχρι τώρα έκανα επιδείξεις. Η ζωή μου έχει αλλάξει τελείως, το ίδιο και η συμπεριφορά όλων απέναντί μου. Μου φέρονται με έκδηλο σεβασμό και τα κοπλιμέντα τους είναι υπερβολικά. Αλλά μου αρέσει. Εγώ εξακολουθώ να φέρομαι φιλικά προς τους παλιούς γνωστούς και τους καινούριους, πλούσιους φιλοχουντικούς επιχειρηματίες που πληθαίνουν μέρα με τη μέρα μαζί με τα ραβασάκια για ρουσφέτια. Αισθάνομαι πως έχω υποχρέωση να εξυπηρετήσω τους πάντες. Ο Μιχάλης συνήθως δεν αρνείται. Γεύομαι τη δύναμη της εξουσίας, και με μαγεύει».

Στην ιδιαίτερη πατρίδα της, τη Βέροια, «έρχονται πολλοί να με δουν. Γνωστοί και άγνωστοι. Ο πατέρας μου, μου δίνει πακέτο τα σημειωματάκια με τα ρουσφέτια που ζητούσαν οι γνωστοί του όλο αυτό τον καιρό και εγώ του υπόσχομαι ότι κάτι θα προσπαθήσω να κάνω».

Τους αρραβώνες του ζεύγους τίμησαν «επιλεγμένοι εξωκυβερνητικοί παράγοντες», όπως οι επιχειρηματίες Λάτσης και Κιοσέογλου. «Την επόμενη βδομάδα καινούρια δώρα, καινούριες ανθοδέσμες, φρέσκα ψάρια απ’ όλα τα νησιά της Ελλάδας, κούτες με το καλύτερο χαβιάρι της Περσίας και παγωμένα καβούρια της Αλάσκας καταφθάνουν στο σπίτι. Δεν ξέρω τι να τα κάνω».

xounta 05

 

Στο γάμο τους, στον οποίο κουμπάρος ήταν ο δικτάτορας Γ.Παπαδόπουλος, παραβρέθηκαν «ο Παύλος Βαρδινογιάννης, ο εφοπλιστής Θεοδωρακόπουλος με το γιο του τον Τάκη, ο Κώστας Δρακόπουλος των διυλιστηρίων, ο Νίκος Ταβουλάρης των ναυπηγείων, το ζεύγος Μποδοσάκη, ο Άγγελος Κανελλόπουλος των τσιμέντων “Τιτάν” με τη γυναίκα του, ο Τομ Πάππας, ο Γ. Λύρας, ο Γιώργος Ταβλάριος, εφοπλιστής από τη Νέα Υόρκη με τη γυναίκα του και ο Γιάννης Λάτσης με τη μεγάλη του κόρη, αφού η γυναίκα του την ίδια μέρα πάντρευε την ανηψιά της σε άλλη εκκλησία»

Η πολυτελής διαβίωσης των στελεχών της χούντας αλλά και οι στενές σχέσεις τους με τους μεγαλοεπιχειρηματίες της εποχής αποτυπώνεται γλαφυρά στην περιγραφή ενός ιδιωτικού ταξιδιού της Ντέλλας με τη Δέσποινα Παπαδοπούλου, τη γυναίκα του δικτάτορα, στο Παρίσι: «Μένουμε σε μεγάλες σουΐτες στο Intercontinental. Έρχονται να μας επισκεφθούν με το τραίνο από τη Γενεύη ο Γιάννης Λάτσης και η σύζυγός του Εριέτα. Είναι πολύ φίλοι της Δέσποινας. [...] Πηγαίνουμε σε όλα τα καλά μαγαζιά της Φομπούρ Σεντ Ονορέ. Η Δέσποινα έχει αφεθεί στο γούστο μου. [...] Λόγω της παρατεταμένης κακοκαιρίας, πηγαίνουμε οδικώς στις Βρυξέλλες με λιμουζίνα που μας έστειλε ο Ωνάσης»

Αλλά και μια στιχομυθία του Ρουφογάλη με τον τότε υπουργό Μίχαλο, δεν αφήνει καμία αμφιβολία για την τυχοδιωκτική διαχείριση του δημόσιου πλούτου από τα ηγετικά στελέχη της χούντας: «Ένα βράδυ ο Χρήστος Μίχαλος, τότε υπουργός, μισοαστειευόμενος, του λέει ότι τώρα που παντρεύτηκε θα πρέπει να κάνουν καμιά δουλειά να εξασφαλίσουν το μέλλον τους, γιατί ποτέ δεν ξέρεις τι γίνεται. Ο Μιχάλης, ατάραχος, του λέει να μην ανησυχεί. “Οσο είμαστε στα πράγματα δεν μας χρειάζονται λεφτά και, αν πέσουμε, τα λεφτά δεν θα μας σώσουν”. Ξεσπάει σε γέλια. Εγώ παγώνω, μαζί μου κι ο Μίχαλος»

 Ο Μπελογιάννης ζει μες στην καρδιά μας 

Ο Μπελογιάννης ζει πα' στις κορφές

Ο Μπελογιάννης ζει κι'είναι κοντά μας

στων τραγουδιών τις λέφτερες στροφές

Στις 30 Μαρτίου του 1952 εκτελείται ο Νίκος Μπελογιάννης μαζί με άλλους τρεις συναγωνιστές του. Η εκτέλεση έγινε ημέρα Κυριακή, ημέρα που ούτε οι Γερμανοί κατακτητές δεν εκτελούσαν. Το έκαναν, όμως, οι Έλληνες. Αναδημοσιεύουμε ένα επίκαιρο άρθρο από το mavrioxia.blogspot.com για τον άνθρωπο με το γαρύφαλλο που αντιμετώπισε τους δικαστές του με απαράμιλλο θάρρος και χωρίς να χάσει ούτε στιγμή την ψυχραιμία και το χαμόγελό του

 

Η δίκη του Μπελογιάννη

Στις 22 Οκτωβρίου 1951, πέντε μέρες πριν αναλάβει η νέα κυβέρνηση Πλαστήρα-Βενιζέλου, ξεκινούσε στο έκτακτο στρατοδικείο Αθηνών μία από τις σημαντικότερες πολιτικές δίκες της μετεμφυλιακής Ελλάδας.

«Το λέγαν "Άγια Κυριακή" εκείνο το καΐκι
που στη σκλαβιά, στην κατοχή, δούλευε στη διαφυγή 
πάλευε για τη νίκη.

Αλεξάνδρεια- Ραφήνα, πήγαινε τα χρόνια εκείνα
και για μπάρκο μες στ’ αμπάρια είχε όλο παλληκάρια»

Μ.Πλέσσας– Κ.Βίρβος

Αναδημοσίευση από Μηχανή του Χρόνου

 

Το κομβικό σημείο που βρίσκεται το λιμάνι της Ραφήνας έκανε την πόλη να πρωταγωνιστήσει σε πολλές στρατιωτικές επιχειρήσεις, κατά την περίοδο της Κατοχής. Από τη Ραφήνα ξέφυγαν από τον γερμανικό κλοιό χιλιάδες Έλληνες πατριώτες και αξιωματικοί για τη Μέση ανατολή. Επίσης, από εκεί έφυγαν και 4.000 Βρετανοί στρατιώτες για την Αίγυπτο μόλις οι Γερμανοί μπήκαν στην Αθήνα. Κάποια καράβια της νηοπομπής κατέληξαν στην Κρήτη... 

Σπουδαίο ήταν το δίκτυο διαφυγής που οργανώθηκε από το λιμάνι της Ραφήνας προς τις μικρασιατικές ακτές μέσω Τσεσμέ και προς την Αίγυπτο. Τα δρομολόγια διαφυγής ξεκίνησαν τον Ιούνιο του 1941 με τα καΐκια «Παναγία», η «Αγία Παρασκευή» και η «Αγία Κυριακή», που έφταναν μέχρι τις μικρασιατικές ακτές, ακόμα και μέχρι την Αλεξάνδρεια.

 

Η «Αγία Παρασκευή» με καπετάνιο τον Κώστα Γιαγκουδάκη έκανε δρομολόγια με προορισμούς κυρίως τη Σάμο, τη Χίο και την Ικαρία. Το «Παναγία» ήταν του Ικαριώτη καπετάνιου Σταμάτη Τσατρά, ο οποίος μέσα στον Ιούνιο του ΄41 έκανε δυο δρομολόγια στον Τσεσμέ βοηθώντας τη διαφυγή Ελλήνων αξιωματικών και σπουδαίων πολιτικών. Πιθανολογείται ότι με το δικό του καΐκι διέφυγαν στις 31 Μαρτίου 1942 ο πρώην πρωθυπουργός Παναγιώτης Κανελλόπουλος με τη γυναίκα του, καθώς και ο Γιάννης Χαραλαμπόπουλος. Η «Αγία Κυριακή» ανήκε στον Καρυστινό καπετάνιο Καδή. Το καΐκι αυτό πέρασε στην ιστορία γιατί τραγουδήθηκε από τη Ρένα Κουμιώτη.... 

Το άγνωστο '21

Μαρτίου 24, 2019

 Αναδημοσίευση από mavrioxia.blogspot.com

 “...Οι λέγοντες ότι η Επανάσταση ήταν μόνον Εθνική, ή είναι αδιάβαστοι, ή δε μας λένε την αλήθεια. Σκοτώνοντας τους Τούρκους ήξερε ότι σκοτώνει το σύμμαχο των κοτζαμπάσηδων. Χωρίς τον αφανισμό πρώτα αυτουνού, δεν μπόραε να ξεπάτωνε τους άλλους. Το ότι σ' αυτό η Επανάσταση γελάστηκε, δεν πάει να πει διόλου ότι τους εφείσθη. Θα τους πέρναε εν στόματι μαχαίρας. Το ότι νόμισε ότι για τούτο είχε καιρό, αυτό την έφαγε...Η Επανάσταση απότυχε...”     Γιάννης Σκαρίμπας

Οι μισές αλήθειες και η παραχάραξη της Ιστορίας ήταν ανέκαθεν η αγαπημένη ενασχόληση της εξουσίας και των υπηρετών της προκειμένου να κρατούν το μακάριο λαό σε καταστολή και ύπνωση, βέβαιος αυτός ότι έχουν εκπληρωθεί οι στόχοι και οι προσδοκίες του και να μην αναμοχλεύει παλιές ιστορίες που μιλούν για επανάσταση, για δικαιοσύνη, για ισότητα, για ελευθερία.

Πόσα ήταν τα '21;

Τι ήταν, όμως, το '21; Ήταν ένα ή περισσότερα; Ας διαβάσουμε τι “απάντησε” σε αυτό το ερώτημα ο ιστορικός Δημήτρης Φωτιάδης

 “ Δύο ήταν τα Εικοσιένα : Το ένα του λαού και των πιο προοδευτικών ανθρώπων εκείνου του καιρού, το άλλο των κοτζαμπάσηδων και των πολιτικάντηδων. Του πρώτου οι ρίζες αντλούνε τους χυμούς τους από τα ¨Δίκαια του ανθρώπου” του Ρήγα Βελεστινλή, πάνω στ' άλλο πέφτει βαρύς ο ίσκιος της “Πατρικής Διδασκαλίας” του Μακαριωτάτου Πατριάρχη της Αγίας Πόλης Ιερουσαλήμ Κυρ Ανθίμου – ή πιο σωστά του Γρηγορίου ”

“Η ακτινοβολία του πνεύματος του και το μέγεθος των γνώσεών του, υπήρξαν αντίστροφα ανάλογα με τη διασημότητα που συνεπάγεται αυτές οι ιδιότητες. Ο όγκος του έργου του και η ποιότητά του, έκαναν το Βάρναλη να τον αποκαλεί Δάσκαλο και τον Καζαντζάκη να του αφιερώσει τον «Προμηθέα Λυόμενο».

Μιλάμε για τον Παναγή Λεκατσά. Το γίγαντα αυτό της νεοελληνικής σκέψης που μετέφρασε ολόκληρο τον Ευριπίδη, τον Πίνδαρο, τη Σαπφώ, τον Αλκαίο, το Λογγίνο, το Λεκατσά που καθιέρωσε δύο επιστήμες άγνωστες μέχρι τότε στην Ελλάδα, την Εθνολογία και τη Συγκριτική Θρησκειολογία, το Λεκατσά του οποίου το έργο «Διόνυσος» ο Τζώρτζ Τόμσον χαρακτήρισε «αριστούργημα της φιλολογίας»”

Εφημερίδα Ελευθεροτυπία 7/5/1980

Μια ενδιαφέρουσα και σχετικά άγνωστη ιστορία από τα χρόνια της Αντίστασης, τότε που ο ελληνικός λαός με ηγέτιδα δύναμη το ΕΑΜ έκανε πραγματική αντίσταση, ενώ οι ιδεολογικοί πρόγονοι των σύγχρονων υποκριτών «Μακεδονομάχων» συνεργάζονταν με τους κατακτητές

Την ιστορία αυτή αλιεύσαμε από το blog Διαδρομές και μονοπάτια της Ιθάκης σε ένα μεγάλο αφιέρωμα που κάνει στο μεγάλο Ιθακήσιο εθνολόγο Παναγή Λεκατσά. Αξίζει τον κόπο να επισκεφθείτε τη συγκεκριμένη ιστοσελίδα και να διαβάσετε το αφιέρωμα σε έναν από τους σημαντικότερους ερευνητές και μελετητές του αρχαίου κόσμου και έναν από τους βασικούς θεμελιωτές της επιστήμης της εθνολογίας και της θρησκειολογίας στην Ελλάδα. Ήταν παράλληλα μέλος του ΕΑΜ και αρθογράφος σε πολλά έντυπα της Αριστεράς. Εμείς, εδώ, αναδημοσιεύουμε το κομμάτι του αφιερώματος που αναφέρεται στην «κόντρα» του Π. Λεκατσά με το μεγάλο Έλληνα ποιητή Άγγελο Σικελιανό.

Oκτώβριος του 1943 … Στην καρδιά της Κατοχής, οι Έλληνες Γερμανοτσολιάδες τρομοκρατούν, κυνηγούν και σκοτώνουν όποιον αντιστέκεται στη ναζιστική κατοχή. Εκτός από αυτούς, όμως, το ΕΑΜ κατηγορεί και τον ΕΔΕΣ για δοσιλογισμό και συνεργασία με τις αρχές κατοχής και αρχίζουν έτσι οι συγκρούσεις μεταξύ των δύο αντιστασιακών οργανώσεων.  Στον απόηχο των συγκρούσεων αυτών, ο Άγγελος Σικελιανός γράφει το ποίημα «Το Μήνυμά της» που δημοσιεύεται στο περιοδικό Καλλιτεχνικά Νέα, τεύχος 28

Στο ποίημα αυτό, ο Σικελιανός αναπαριστά την Ελλάδα, σαν μια γριά πονεμένη μάνα να θρηνεί που τα παιδιά της σκοτώνονται άδικα μεταξύ τους και να ζητάει σπαρακτικά την ενότητα και τη συμφιλίωσή τους.

Καθότανε στη ρίζα του πλατάνου
...

η βάβω-γριά, στοιχειό καιρών και τόπων,
σκυφτή, κι έστριβ'ασάλευτη τ'αδράχτι
στα ροζωμένα χέρια η ίδια ως νάταν 
γύρω μας γη, που την λέμε Ελλάδα

«Αχ, πώς το πάθαν τούτο τα παιδιά μας;
Αδέρφια να σκοτώνουνε τ’ αδέρφια!…
Τα παιδιά μου να σφάζουν τα παιδιά μου!

Μήνυμα απλό σας στέλνω, από το στόμα 
της αιώνιας Μάννας, που τη λέμε Ελλάδα…

Μήνυμα απλό Σας γράφω, από τα σπλάχνα 
της αιώνιας Μάννας, που τη λέμε Ελλάδα…
Μήνυμα απλό Σας κράζω, από τα βάθη 
του πόνου της, αδέρφια της Ελλάδας…

Σώνει η σφαγή, που τυραννάει τη Μάννα!
Σώνει η σφαγή τη Μάννα μας που σφάζει!

Κι αχ, ακούστε με, αδέρφια της Ελλάδας!»

Το ποίημα αυτό εμφανίζεται ως δώρο εξ ουρανού για την κυβέρνηση των δοσιλόγων του Ράλλη που αποφασίζει να το χρησιμοποιήσει προπαγανδιστικά προκειμένου να πλήξει την αντίσταση, υποστηρίζοντας ότι ο ποιητής δεν αναφέρεται στις ενδοαντιστασιακές συγκρούσεις, αλλά στις συγκρούσεις ανάμεσα στο ΕΑΜ και τα προδοτικά Τάγματα Ασφαλείας

Όπως γράφει ο Αλέξανδρος Αργυρίου στην Ιστορία της Ελληνικής Λογοτεχνίας: «Ο κύριος συνήγορος της ιδέας περί εμφυλίου πολέμου, Ιωάννης Ράλλης (1878-1946), ή κάποιο σαΐνι, του επιτελείου του, με το πολιτικό του αισθητήριο αντιλήφθηκε ότι το ποίημα ερχόταν ως δώρο εξ ουρανού. Έβρισκε απροσδόκητα έναν συνήγορο, τον Σικελιανό, πρόσωπο υπεράνω υποψίας και αποδεδειγμένα "εθνικό κεφάλαιο" σε όλες τις κρίσιμες περιστάσεις»

Την επόμενη μέρα, με κυβερνητική εντολή, το ποίημα δημοσιεύεται στην εφημερίδα Ακρόπολη και μετά από λίγες ημέρες το ποίημα γίνεται αφίσα και τοιχοκολλείται στο κέντρο της Αθήνας.

Κάποιοι δογματικοί έφτασαν να καταγγείλουν το Σικελιανό για εθνική μειοδοσία. Κάποιοι άλλοι, όπως ο Τάσος Βουρνάς, μίλησαν για αφέλεια του ποιητή. Πάνω σ'αυτό, ο Αλέξανδρος Αργυρίου γράφει : «Το να θεωρηθεί ότι ο πάντα αγαθής προέλευσης, Σικελιανός επιστρατευόταν να παίξει πολιτικό παιχνίδι, με το εκ βαθέων αυτό ποίημα του, είναι απερίσκεπτο. Δεν αποκλείεται ωστόσο ο ποιητής, κινούμενος, ίσως, από συγκεκριμένο περιστατικό, να αντέδρασε με το ποίημα αυτό, πιστεύοντας ότι συνέβαλε στην αποτροπή του κακού, χωρίς να είναι ικανός να προβαίνει σε πολιτικές συγκρίσεις εκείνης της ανώμαλης και δυσανάγνωστης περιόδου και να κρίνει ότι η συγκυρία των περιστάσεων ευνοεί την ενεργό παρέμβαση του επ' αγαθώ»

Το ΕΑΜ αποφασίζει να αντιδράσει. Μπορεί, όντως, το ποίημα του Σικελιανού να ήταν καλοπροαίρετο, έπαιρνε όμως άλλη σημασία όταν οι Αθηναίοι το έβλεπαν τοιχοκολλημένο σε αφίσα, δίπλα από τις άλλες αφίσες των Γερμανών που κοινοποιούσαν τις εκτελέσεις φυλακισμένων Ελλήνων ως αντίποινα των αντιστασιακών πράξεων.

Έτσι κι αλλιώς, όμως, ακόμη και αν ο Σικελιανός μιλούσε για τις ενδοαντιστασιακές συγκρούσεις και όχι για τα Τάγματα Ασφαλείας, για το ΕΑΜ το ιδεολόγημα περί εμφυλίου ήταν ακατανόητο καθώς το ΕΑΜ θεωρούσε ότι οι υπόλοιπες οργανώσεις είτε ήταν ενδοτικές είτε έκαναν ζημιά στην Αντίσταση μη δεχόμενες να συνεργαστούν με αυτό.

Το ΕΑΜ, λοιπόν, ένιωθε ότι έπρεπε να δώσει απάντηση σε αυτό το ποίημα με ένα άλλο ποίημα, που έπρεπε - όσο δύσκολο και αν φαινόταν αυτό - να είναι το ίδιο ή πιο δυνατό από το αντίστοιχο ποίημα του Σικελιανού. Για το σκοπό αυτό, λοιπόν, επιλέχθηκε ο Παναγής Λεκατσάς που είχε αποδείξει πολλές φορές την ικανότητά του στο λόγο, αλλά και στο να μιμείται αλλότριο ύφος, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Τάσος Βουρνάς στο περιοδικό Διαβάζω.

 Λεκατσάς 8

Πράγματι, ο Λεκατσάς έγραψε αυτό το ποίημα–απάντηση. Γραμμένο στο ύφος του Σικελιανού, είχε το ίδιο μέτρο, την ίδια στιχουργική μορφή και τον ίδιο τίτλο. Επιβλητικό και δυνατό, προκάλεσε δέος με τη δύναμη του λόγου και των εικόνων του. 

Στο ποίημα αυτό, ο Λεκατσάς είδε κι αυτός την Ελλάδα. Όμως ούτε γριά ήτανε, ούτε άσχημη, ούτε λυπημένη, όπως την είχε περιγράψει ο Σικελιανός. Απεναντίας, ήτανε νέα, όμορφη και περήφανη και καλούσε τα παιδιά της να τσακίσουν τους εχθρούς της και τους  προδότες.

Σ' είδα - μα όχι γριά σακατεμένη
στη ρίζα ενός πλατάνου με τη ρόκα -
μα στ'αδούλωτα επάνω τα βουνά σου
θριαμβική μεγαλόχαρη παρθένα
απ'τα κόκκαλα πάλι των Ελλήνων 
ν'ανεβαίνεις, κι ορθή μ'αβίαστο βλέμμα
τις στεριές να μετράς ολόγυρά σου 
και τα πέλαγα, ω μάνα μας Ελλάδα

 «Όλοι σ’ άρματα γύρω μου, της νιότης 
κι οι πρωτόλουβοι ανθοί κι οι μεστωμένοι, 
κάθε μάννα προβάδισε το γιο της, 
η παιδούλα μού στέλνει το γονιό της
κι η μονάχη αδελφή τον αδελφό της.
Απ’ τα απάτητα επάνω Ακροκεραύνεια
ως τα βράχια της Κρήτης ένα κύμα.

Όποιος άξιος μού ακούει το κάλεσμά μου 

και βοηθάει τα μαχόμενα παιδιά μου.

Μα όσοι οχτροί μου κι επίβουλοι, όποιοι νάναι
και δικοί μου και ξένοι, που τροχάνε
το μαχαίρι από πίσω, αδερφωμένοι
με τον ξένο κι οχτρό οι καταραμένοι
και τους γυιούς μου χτυπάν που πολεμάνε 
ω στ’ αθάνατο ορκίζομαι όνομά σας !

«Στον καημό που με πνίγει στα αίματά σας, 
μα τον πόνο της μάνας, μα το δάκρυ
του ορφανού που με καίει απ’ άκρη σ’ άκρη, 
ΑΠΟ ΤΟΥΤΟ ΤΟ ΧΕΡΙ ΝΑ ΣΥΡΘΟΥΝΕ
ΣΤΑ ΝΩΠΑ ΜΝΗΜΑΤΑ ΣΑΣ ΝΑ ΣΦΑΓΟΥΝΕ»

Κι ήταν το χέρι εκείνο τ’ άγιο χέρι
της παρθένας αδούλωτης Ελλάδας.»

Το ποίημα αυτό, το 1944, συμπεριλήφθηκε στο Αναγνωστικό για την Ε΄ και ΣΤ΄ τάξη του Δημοτικού Σχολείου Ελεύθερη Ελλάδα που συντάχθηκε από τον Μιχάλη Παπαμαύρου με τη συνεργασία και άλλων εκπαιδευτικών και εκδόθηκε από την ΠΕΕΑ.

Αναδημοσίευση από mavrioxia.blogspot.com

Τα πρώτα δάνεια που ζήτησε και έλαβε το ελληνικό κράτος πριν ακόμη συσταθεί - το 1824 και 1825 - είναι γνωστά ως  δάνεια της ανεξαρτησίας. Αν δούμε, όμως, με προσοχή τους όρους κάτω από τους οποίους δόθηκαν τα δάνεια αυτά, μπορούμε αβίαστα να καταλήξουμε στο συμπέρασμα πως όχι μόνο δάνεια ανεξαρτησίας δεν ήτανε, αλλά μάλλον συμβόλαια εξάρτησης και υποταγής στους ξένους δανειστές-"προστάτες" αποδείχτηκαν.

Ας δούμε, όμως, αναλυτικά τις λεπτομέρειες των δανείων αυτών, στηριζόμενοι στο βιβλίο "Ιστορία των Εθνικών Δανείων" του καθηγητή Δημόσιας Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας Α.Ανδρεάδη, που εκδόθηκε το 1904.

Πρώτο δάνειο

Τον Απρίλιο του 1823, ο αγώνας των Ελλήνων βρισκόταν μπροστά σε ένα αξεπέραστο εμπόδιο. Σύμφωνα με την επιτροπή που όρισε η Β' Εθνοσυνέλευση για να συντάξει προϋπολογισμό, τα έσοδα, που προέρχονταν από φορολογία, δασμούς, λάφυρα και ιδιωτικές εισφορές, δεν μπορούσαν να αντισταθμίσουν τα έξοδα που απαιτούσε ο αγώνας. Αποφασίστηκε, λοιπόν, ο εξωτερικός δανεισμός.

Έτσι, τον Ιούνιο του 1823 η κυβέρνηση εξουσιοδότησε τους Ι.Ορλάνδο, Α.Λουριώτη και Α.Ζαίμη να διαπραγματευθούν τη σύναψη δανείου. Πράγματι, τον Ιανουάριο του 1824, οι Ορλάνδος και Λουριώτης κατέφθασαν στο Λονδίνο (εν τω μεταξύ, η εξουσιουδότηση προς το  Ζαίμη αποσύρθηκε καθώς αυτός είχε, εν τω μεταξύ, ταχθεί εναντίον της κυβέρνησης).

Ύστερα από διαπραγματεύσεις, στις οποίες πήραν μέρος και μέλη του Φιλελληνικού Κομιτάτου, εγκρίθηκε δάνειο ύψους 800.000 λιρών, με περίοδο αποπληρωμής 36 χρόνια και επιτόκιο 5%.

Το δάνειο αυτό, όμως, εξεδόθη στο 59% της ονομαστικής του αξίας και, κατά συνέπεια, το πραγματικό ποσό ήταν μόλις 472.000 λίρες. Αν λάβουμε υπόψη ότι οι τραπεζίτες που εξέδοσαν το δάνειο κράτησαν προκαταβολικά τους τόκους δύο ετών (80.000 λίρες),  τα χρεώλυτρα επίσης δύο ετών (16.000 λίρες) και την προμήθειά τους, το πραγματικό κεφάλαιο που απέμεινε ήταν μόνο 348.800 λίρες.

Ως εγγύηση για την αποπληρωμή των τόκων αυτού του δανείου δίνονταν όλα τα δημόσια έσοδα, ενώ για την πληρωμή του κεφαλαίου όλα τα εθνικά κτήματα, χώρια οι τόκοι των δύο πρώτων ετών που παρακρατήθηκαν προκαταβολικά από το αρχικό κεφάλαιο!

Τελικά, στην ελληνική κυβέρνηση παραδόθηκαν 308.000 (!) λίρες σε μετρητά, 11.900 λίρες σε πολεμοφόδια και 28.110 λίρες έμειναν στο Λονδίνο ως υπόλοιπο.

Όπως, όμως, αναφέρει και ο καθηγητής Ανδρεάδης "Δυστυχώς αι μετά τόσων περιπετειών κομισθείσαι 308,000 Λ., καθώς και σχεδόν όλα τα εκ του δευτέρου δανείου, περί ου εντός ολίγου, εκκαθαρισθέντα και εις Ελλάδα μεταβιβασθέντα, αφιερώθησαν όχι εις τον υπέρ ελευθερίας, αλλ' εις τον υπέρ ηγεμονίας και πρωτείων αγώνα, εχρησίμευσαν δε μόνον όπως περατωθώσιν οι εμφύλιοι πόλεμοι, ους αυτά ταύτα τα δάνεια κατά μέγα μέρος προεκάλεσαν"

 

Δεύτερο δάνειο

Ενώ ο πόλεμος συνεχιζόταν και ο αγώνας βρισκόταν σε μια κρίσιμη καμπή, η κυβέρνηση - το Εκτελεστικό όπως ονομαζόταν τότε - αποφάσισε τον Ιούλιο του 1824 τη σύναψη και δεύτερου δανείου. Για το σκοπό αυτό εξουσιοδότησαν ξανά τους Ορλάνδο και Λουριώτη, όπως μεταβούν στην Ευρώπη και αρχίσουν διαπραγματεύσεις για το σκοπό αυτό. 

Μετά από διαπραγματεύσεις που έγιναν στο Παρίσι και στο Λονδίνο, προτιμήθηκε τελικά το δάνειο που έδιναν οι αδελφοί Ρικάρντο στο Λονδίνο. Το δάνειο αυτό, που υπογράφηκε το Φεβρουάριο του 1825, είχε ονομαστική αξία 2.000.000 λίρες και εξεδόθη στο 55,5% της αξίας αυτής. Έτσι, απέμενε μόνο το ποσό των 1.100.000 λιρών(!). Αλλά και από αυτό το ποσό κρατήθηκαν από τους τραπεζίτες 284.000 λίρες για τόκους των δύο πρώτων ετών και προμήθειες.

Έτσι, από τα 2.000.000 λίρες απέμεναν τελικά προς διάθεση στην ελληνική κυβέρνηση μόλις 816.000 λίρες(!). Αλλά η εκμετάλλευση των τοκογλύφων και των διαπλεκομένων δε σταματάει εδώ!

Οι Ορλάνδος και Λουριώτης, αδύναμοι και άβουλοι, δεν ήταν σε θέση να διαχειρισθούν το δάνειο μόνοι τους και ζήτησαν βοήθεια. Πρόθυμοι εμφανίστηκαν οι αδελφοί Ρικάρντο και οι φίλοι τους Ellice, Hobhouse και Burdett. Η ομάδα αυτή μεταβλήθηκε σε πανίσχυρο ηγεμόνα που διαχειρίστηκε τα δανεισθέντα χρήματα κατά βούληση, παραβλέποντας πολλές φορές να συμβουλευτούν και τους Έλληνες αντιπροσώπους.

Άρχισαν, λοιπόν, οι χωρίς φειδώ παραγγελίες σε ναυπηγούς, οι προσλήψεις ξένων στρατηγών και ναυάρχων, η αθρόα εξαγορά στο Χρηματιστήριο των Ελληνικών ομολογιών, χωρίς να λαμβάνεται η παραμικρή φροντίδα να σταλούν στον αγωνιζόμενο ελληνικό λαό είτε χρήματα είτε τα πλοία που παρήγγειλαν.

Όπως έγραψε μια αγγλική εφημερίδα της εποχής: "Το ελληνικό δάνειο υπέστη την τύχη του ανθρώπου εκείνου, ο οποίος πηγαίνοντας από την Ιερουσαλήμ στην Ιεριχώ έπεσε στα χέρια ληστών, αλλά δε βρήκε τον καλό Σαμαρείτη...... Η Ελλάδα έχασε όλα τα πλεονεκτήματα που προσδοκούσε από το δάνειο. Η ελληνική υπόθεση προδόθηκε, και προδόθηκε στην Αγγλία. Χωρίς την Αγγλία και το Αγγλικό Χρηματιστήριο, θα μπορούσε να θριαμβεύσει"

 

Η  χρήση του δεύτερου δανείου

Όπως είπαμε, το δεύτερο δάνειο ύψους 2.000.000 λιρών εκδόθηκε προς 55,5% και απέφερε καθαρό ποσό 1.100.000 λιρών. Αν προσθέσουμε σε αυτό το υπόλοιπο από το πρώτο δάνειο του 1824 (18.000 λίρες) και κάποια ποσά από εράνους, το ποσό που διέθετε θεωρητικά η ελληνική κυβέρνηση στο Λονδίνο ήταν 1.150.000 λίρες.

Το ποσό αυτό μπορεί να χωριστεί στα εξής μέρη :

α) Σε ποσά που καταναλώθηκαν στο χρηματιστήριο του Λονδίνου για έκδοση, υπηρεσία και απόσβεση των δανείων. Τα ποσά αυτά ανέρχονται σε 496.000 λίρες

β) Σε ποσά που καταναλώθηκαν στην Αγγλία και τις Ηνωμένες Πολιτείες για στρατιωτικές και ναυτικές προπαρασκευές. Από τα χρήματα αυτά (392.000 λίρες) σχεδόν καμία ωφέλεια δεν είχε η Ελλάδα 

γ) Σε χρήματα που έφτασαν στα χέρια της Ελληνικής κυβέρνησης (232.000 λίρες) 

δ) Τα υπόλοιπα χρήματα (30.000 λίρες) καταναλώθηκαν για κάλυψη εξόδων των πληρεξουσίων  

Για τα πιο πάνω ποσά, ο καθηγητής Α. Ανδρεάδης έκανε τις παρακάτω εκτιμήσεις: 

α) Εξ αιτίας της κακής πίστης των τραπεζιτών του Λονδίνου και της απειρίας των Ελλήνων πληρεξουσίων μεγάλα ποσά, τα οποία έπρεπε να σταλούν επειγόντως στην Ελλάδα, έμειναν στην Αγγλία

β) Τα ποσά που δαπανήθηκαν για τη συγκρότηση στόλου, δαπανήθηκαν μάταια, καθώς και αυτά τα λίγα πλοία που έφτασαν στην Ελλάδα, έφτασαν όταν ήταν πλέον αργά.

γ) Αυτά τα λίγα χρήματα που έφτασαν τελικά στην Ελλάδα, καταναλώθηκαν τελικά σε εμφύλιους πολέμους και όχι στον εθνικό αγώνα

Ρύθμιση των δανείων της Ανεξαρτησίας

Η διασπάθιση των δανείων της ανεξαρτησίας έφερε, όπως ήταν αναμενόμενο, και την αναστολή εξυπηρέτησής τους. Έτσι, το 1827, πριν ακόμη από τη δημιουργία του νέου ελληνικού κράτους, ανακοινώνεται η αδυναμία εξυπηρέτησης των δανείων και η ελληνική διοίκηση οδηγείται στην πτώχευση.

Η αναστολή αυτή παρατάθηκε για περισσότερο από εξήντα χρόνια, κατά τη διάρκεια των οποίων η Ελλάδα προσπάθησε αρκετές φορές να ρυθμίσει το χρέος της και να επιτύχει συμβιβασμό. Ο συμβιβασμός, όμως, δεν ερχόταν και η θέση της Ελλάδας επιδεινωνόταν συνεχώς καθώς το χρέος της, μέσω του ανατοκισμού, αυξανόταν συνεχώς. Παράλληλα, οι δανειστές γίνονταν όλο και πιο πιεστικοί.

Σύμφωνα με επίσημο δημοσίευμα, η κατάσταση των δανείων της Ανεξαρτησίας στις 31 Δεκεμβρίου 1878, ήταν η εξής:

α) Δάνειο 1824: 800.000 λίρες

β) Δάνειο 1825: 2.000.000 λίρες

στα οποία προστίθενται:

γ) Καθυστερούμενα τοκομερίδια δανείου 1824 από 1826-1844: 700.000 λίρες

δ) Καθυστερούμενα τοκομερίδια δανείου 1824 από 1844-1878: 1.380.000 λίρες

ε) Καθυστερούμενα τοκομερίδια δανείου 1825 από 1827-1844: 1.900.000 λίρες

στ) Καθυστερούμενα τοκομερίδια δανείου 1825 από 1846-1878: 3.250.000 λίρες

Αθροιζόμενα τα παραπάνω ποσά έφταναν τις 10.030.000 λίρες και συμφωνήθηκε να πληρωθούν μέσω νέων χρεογράφων αξίας 1.250.000 λιρών. Όμως, τελικά, παρουσιάστηκαν προς ανταλλαγή αρχικών τίτλων ομολογίες αξίας 8.353.000 (αντί για 10.030.000) και έτσι οι νέες ομολογίες που εκδόθηκαν ήταν τελικά αξίας  970.000 λιρών.

Έτσι, στο σημείο αυτό, κατά κάποιο τρόπο τελειώνει η ιστορία των δανείων της ανεξαρτησίας και αρχίζει η ιστορία των νέων ομολόγων. Ήδη όμως στο μεταξύ, η Ελλάδα έχει πτωχεύσει, το 1827, ομολογώντας αδυναμία πληρωμής των τοκοχρεωλυσίων των δανείων της ανεξαρτησίας, έχουν ακολουθήσει τα δάνεια του Όθωνα και έχει έρθει η δεύτερη πτώχευση το 1843. 

Η ζωή εν τάφω

Ιανουαρίου 16, 2019

 Σύνθετο και δύσκολο πράγμα η ανάγνωση και η συναίσθηση της Ιστορίας. Ειδικά όταν γενιές ολόκληρες έχουν διαπαιδαγωγηθεί από την κρατούσα αφήγηση, που είχε ως σκοπό τη βίαιη ομογενοποίηση του πληθυσμού. Έτσι, οποιαδήποτε διαφορετική ανάγνωση της Ιστορίας προκαλεί αντιδράσεις και κραυγές περί «προδοσίας» και «ανθελληνισμού» και χρειάζονται σαφώς ιδιαίτεροι χειρισμοί, ειδικά σε μια χώρα σαν τη δική μας όπου η λέξη «προδότης» ξεστομίζεται με το παραμικρό και η απειλή για «κρεμάλες» ανήκει στο καθημερινό λεξιλόγιο του μέσου Έλληνα. Ένας τρόπος για να αποκρούει κανείς αυτές τις αήθεις και παράλογες επιθέσεις είναι να χρησιμοποιεί τα αυθεντικά λόγια ανθρώπων που η συλλογική συνείδηση δε θα τολμούσε ποτέ να χαρακτηρίσει ως προδότες.

Ποιος για παράδειγμα, θα μπορούσε να χαρακτηρίσει ως εθνοπροδότη ή ανθέλληνα την Πηνελόπη Δέλτα ή το Στρατή Μυριβήλη; Τις αναφορές της Πηνελόπης Δέλτα στα Μυστικά του Βάλτου για το λαό που κατοικούσε στη Μακεδονία και είχε ως εθνική συνείδηση τη μακεδονική, τις είδαμε σε προηγούμενη ανάρτηση. Ας δούμε σήμερα τις αναφορές του Στρατή Μυριβήλη στο περίφημο βιβλίο του “Ζωή εν τάφω” που έγραψε ο συγγραφέας ενώ πολεμούσε στα χαρακώματα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου

Στο βιβλίο αυτό αποτυπώνεται με εξαιρετική σαφήνεια η εθνολογική συνείδηση των κατοίκων της περιοχής του Μονα­στηρίου. Ο αφηγητής, ένας ταλαιπωρημένος Έλληνας στρατιώτης, αναρρώνει σε ένα αγροτόσπιτο του Μοναστηρίου. Η σπιτονοικυρά του σπιτιού ονομάζεται Άντσω. Με αφορμή τη γυναίκα αυτή, μαθαίνουμε από το συγγραφέα για τους κατοίκους της περιοχής αυτής:

Να τώρα κι ο ακριβός θησαυρός που ξεσκάλιξα μες στη χωριάτικη τη «βάρ­βαρη» αυτή ψυχή, που ’ναι αμόλευτη και παρθενικιά σαν τ’ απάτητο χιόνι μιας βουνοκορφής. Η Άντσω έχει δυο γιους στρατιώτες. Κι οι στρατιώτες αυ­τοί είναι μες στους οχτρούς που βρί­σκονται αντίκρυ μας στα χαρακώμα­τα του Περιστεριού. Αυτοί εδώ οι χω­ριάτες, που τη γλώσσα τους την κατα­λαβαίνουν περίφημα κι οι Βουργάροι κι οι Σέρβοι, αντιπαθούνε τους πρώ­τους γιατί τους πήρανε τα παιδιά τους στο στρατό. Μισούν τους δεύτερους που τους κακομεταχειρίζουνται για Βουργάρους. Και κοιτάνε με αρκετά συμπαθητική περιέργεια εμάς τους πε­ραστικούς Ρωμιούς επειδή είμαστε οι γνήσιοι πνευματικοί υπήκοοι του Πατρίκ, δηλαδή του «Ορθοδόξου Πα­τριάρχη της Πόλης». Γιατί η ιδέα του απλώνεται ακόμα, τυλιγμένη μέσα σε μια θαμπή μυστικοπάθεια πολύ παρά­ξενη, πάνου σ’ αυτό τον απλοϊκό χρι­στιανικό κόσμο. Έπειτα οι τάφοι των παλιώ τους προεστών έχουνε πάνω στις πέτρες σκαλισμένα ελληνικά γράμματα. Τα ίδια γράμματα που ’ναι γραμμένα πάνου στα σκεβρωμένα κονίσματά τους, και στα παλιά εκκλησια­στικά βιβλία των εκκλησιώ τους. Ω­στόσο, δε θέλουν να ’ναι μήτε «Μπουλγκάρ», μήτε «Σρρπ», μήτε «Γκρρτς». Μοναχά «Μακεντόν ορτοντόξ»”

makedonortodox

Δεξιά η πρώτη έκδοση του 1924, αριστερά η «οριστική» του 1956.

 

Αυτή η μικρή φράση, «Μακεντόν ορτοντόξ», αλλά τόσο σημαντική, γιατί αποδεικνύει ότι εκείνη τη στιγμή είχε ήδη γεννηθεί ένα έθνος μέσα από τη διαφοροποίησή του από τα γειτονικά έθνη, έγινε αντιληπτή και διαγράφηκε. Ενώ υπήρχε στην πρώτη έκδοση του βιβλίου το 1924, εξαφανίστηκε από μεταγενέστερες εκδόσεις από τον ίδιο το συγγραφέα, που θεώρησε πως δεν ήταν πολιτικά φρόνιμο να υπάρχει. Δεν υπάρχει, επίσης, στο ανθολόγιο των νεοελληνικών κειμένων που διδάσκεται στα σχολεία.

Δυστυχώς, αποφασίσαμε ως κράτος να στρουθοκαμηλίζουμε και να μη βλέπουμε πως στα βόρεια σύνορά μας υπάρχει ένα κράτος που οι κάτοικοί του αυτοαποκαλούνται Μακεδόνες και σταδιακά όλα τα υπόλοιπα κράτη το αποκαλούν «Μακεδονία». Έτσι, αντί να προσπαθήσουμε να επιλύσουμε με συνεννόηση ένα υπαρκτό θέμα, αποφασίσαμε ότι δεν υπάρχει και πείσαμε τους εαυτούς μας πως είμαστε τόσο δυνατοί ώστε να επιβάλλουμε την άποψή μας στη διεθνή κοινότητα. Δυστυχώς αντί να συμφωνήσουμε, όταν μπορούσαμε, στη σύνθετη ονομασία «Σλαβομακεδονία», παραστήσαμε τους σύγχρονους Μακεδονομάχους και αυτό που πετύχαμε τελικά είναι όλα τα κράτη να αποκαλούν το κράτος αυτό «Μακεδονία». Τώρα είναι πλέον αργά. Αλλά, σε τελική ανάλυση, εκεί είναι το πρόβλημά μας;

Πηγή: https://sarantakos.wordpress.com

“Εάν (οι Τούρκοι) ανέβουν σε βραχονησίδα θα την ισοπεδώσουμε”, Ναύαρχος Αποστολάκης, αρχηγός ΓΕΕΘΑ

“ … το τίμημα θα είναι βαρύ”, Χουλουσί Ακάρ Τούρκος υπουργός Άμυνας, πρώην αρχηγός του τουρκικού ΓΕΕΘΑ

Χριστουγεννιάτικα μηνύματα αγάπης έσπευσαν να ανταλλάξουν οι ηγεσίες των ελληνικών και τουρκικών ενόπλων δυνάμεων, μη θέλοντας να χαλάσουν την παράδοση.

Περίεργο ζώο ο άνθρωπος. Μπορεί, εκεί που έχει όλα όσα θα ονειρευόταν, να κάνει μια και να τα γκρεμίσει όλα. Εκεί, πάλι, που νομίζεις πως έχει φτάσει στον πάτο, πάλι σε αιφνιδιάζει δείχνοντάς σου πως υπάρχει ακόμη ανθρωπιά ακόμη και σε ανθρώπους που νομίζεις ότι έχουν αποκτηνωθεί. Μια τέτοια ιστορία θα θυμηθούμε, η οποία δυστυχώς δεν άλλαξε τον κόσμο. Απλά, έρχεται να μας υπενθυμίσει πως ο άνθρωπος αξίζει πολλά περισσότερα από όσα τον προορίζουν οι εξουσίες

Παραμονή Χριστουγέννων του 2014. Ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος, ο τρομακτικός πόλεμος των χαρακωμάτων, βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη. Στο Δυτικό Μέτωπο στη Γαλλία, το πεδίο μάχης έχει καλυφθεί με χιόνι, μετά από μια έντονη χιονόπτωση που κράτησε όλο το προηγούμενο βράδυ.

Εκείνη τη νύχτα, πριν τα Χριστούγεννα, οι Βρετανοί στρατιώτες που βρίσκονται κρυμμένοι στα χαρακώματα ακούνε μια φωνή με ξένη προφορά από την άλλη πλευρά να τους λέει «μην πυροβολείτε μετά τις 12 και δεν θα το κάνουμε ούτε εμείς». Ταυτόχρονα, από τη γερμανική πλευρά αρχίζουν να ακούγονται χριστουγεννιάτικα τραγούδια, όπως η «Άγια Νύχτα». Οι Βρετανοί απαντούν με τα δικά τους κάλαντα και οι δύο πλευρές αρχίζουν να ζητωκραυγάζουν και να χειροκροτούν.

Την επόμενη ημέρα, οι στρατιώτες αποφασίζουν να ξεμυτίσουν και να κοιτάξουν στην απέναντι πλευρά. Κάποια στιγμή, ένας Γερμανός ακούγεται να φωνάζει: «Είμαστε εντάξει! Δεν ρίχνουμε!»

img66707 4b39c75369ac2bb0949b302924031334 650 322

Σιγά-σιγά, στρατιώτες και των δύο πλευρών αρχίζουν να βγαίνουν από τα χαρακώματα και η μέρα βρίσκει Βρετανούς και Γερμανούς να ανταλλάσσουν δώρα, να βγάζουν φωτογραφίες και να παίζουν ακόμη και ποδόσφαιρο

Όπως θυμάται ο Άγγλος στρατιώτης Μπέρτι Φέλσταντ: «Τα όπλα σίγησαν και οι στρατιώτες άρχισαν να βγαίνουν από τα χαρακώματα τους. Αφήσαμε και εμείς τα όπλα και συναντήσαμε τον εχθρό. Απ’ όσο θυμάμαι, οι Γερμανοί βγήκαν πρώτοι και άρχισαν να έρχονται προς το μέρος μας. Τους αντιγράψαμε αυθόρμητα. Χαιρετηθήκαμε και αρκετοί από εμάς άρχισαν να παίζουν ποδόσφαιρο. Μην φαντάζεστε τίποτα οργανωμένο. Μια αυτοσχέδια μπάλα βρέθηκε από το πουθενά και περίπου 50 άτομα αλλάζαμε πάσες».

n CHRISMAS TRUCE 628x314

Όπως μαθεύτηκε αργότερα, παρόμοιες σκηνές επαναλήφθηκαν σε όλο το μέτωπο από τη Βόρεια Θάλασσα μέχρι τα σύνορα της Ελβετίας. Σε κάποιες περιοχές, η ανακωχή συνεχίστηκε για πάνω από μία ημέρα

Η απρόσμενη και αυθόρμητη ανακωχή των Χριστουγέννων του 1914 δεν επαναλήφθηκε τον επόμενο χρόνο καθώς οι στρατηγοί, θορυβημένοι από το γεγονός και φοβούμενοι ότι αυτό θα έκαμπτε το μαχητικό πνεύμα των στρατιωτών τους, είχαν δώσει εντολές ώστε να μην ξανασυνέβαινε ανάλογο περιστατικό

Πηγές; huffingtonpost.gr/     και    tvxs.gr


Warning: count(): Parameter must be an array or an object that implements Countable in /srv/disk3/2763186/www/atticavoice.gr/templates/ts_news247/html/com_k2/templates/default/user.php on line 269

Youtube Playlists

youtube logo new

youtube logo new

© 2022 Atticavoice All Rights Reserved.