" Οι ήττες μας δεν αποδεικνύουν
Τίποτα παραπάνω από το ότι
319205339 712219783586309 2265634222543469205 n  Είμαστε λίγοι αυτοί που παλεύουν ενάντια στο Κακό
Και από τους θεατές περιμένουμε
Τουλάχιστον να ντρέπονται"
                                               Μπρεχτ
X.Kostoulas

X.Kostoulas

Ήταν ωραίο αυτό το καλοκαίρι; ” αναρωτιέται από το 1983 ο Αργύρης Χιόνης  στην ποιητική συλλογή του «Λεκτικά Τοπία» για να δώσει μόνος του μιαν απάντηση που δεν είναι ακριβώς απάντηση. “ Ήταν ωραίο, αλλά και επικίνδυνο. Κανείς δεν ξέρει, κανείς δεν ξέρει». Δέκα χρόνια περίπου αργότερα, το 1992, ο Χάρης και ο Πάνος Κατσιμίχας μελοποιούν το ποίημά του “ Το ωραίο καλοκαίρι “. Πώς θα ένιωθε άραγε ο ποιητής αν βίωνε το φετινό καλοκαίρι, ένα καλοκαίρι που πέρα από το βάρος των ματαιωμένων προσδοκιών που κουβαλά έτσι κι αλλιώς κάθε καλοκαίρι που φτάνει στο τέλος του, φορτώθηκε επιπλέον  το βάρος του φόβου και της «κοινωνικής απόστασης» ;

Ήταν ωραίο αυτό το καλοκαίρι
ήταν ωραίο αλλά και επικίνδυνο

Μια κάτασπρη τουρίστρια τα `φτιαξε με τον ήλιο
κοιμήθηκε μαζί του μέρες μήνες
σκούρυνε, αφομοιώθηκε απʼ το τοπίο
τώρα οι δικοί της την αναζητούν μέσω του Ερυθρού Σταυρού

Ένας παππούς που έκανε αμμόλουτρα
ξεχάστηκε θαμμένος μες την άμμο
όταν τον θυμηθήκανε μετά από μέρες
σηκώσαν το καπέλο του, δεν ήταν από κάτω

Ένα παιδί δαρμένο έγινε αχινός
αν τους βαστάει τώρα ας με ξαναδείρουν, είπε
πήρανε ο μπαμπάς κι η μαμά μαχαίρι και πηρούνι
και χωρίς να τρυπηθούν, του φάγαν την καρδιά

Βαθιά, ένα καράβι έμενε ακίνητο
ακίνητο ένα καλοκαίρι
φυσούσαν άνεμοι, φουσκώναν τα πανιά
δεν έλεγε να φύγει, τι περίμενε, τι περίμενε
κανείς δεν ξέρει

Ήταν ωραίο αυτό το καλοκαίρι
ήταν ωραίο αλλά και επικίνδυνο
κανείς δεν ξέρει
ήταν ωραίο αυτό το καλοκαίρι
κανείς δεν ξέρει ...

Παλιά καλοκαίρια

Αυγούστου 11, 2020

Ποίηση Λένας Παππά, μελοποίηση Χάρη και Πάνου Κατσιμίχα

Καρπίζουν μέσα μου παλιά καλοκαίρια
ανάβουνε βλέμματα αλλοτινά
θροΐζουν αγγίγματα

Τίποτα, τίποτα δε χάθηκε στ" αλήθεια
όλα είναι εδώ, όλα είναι εδώ

Μια σπίθα μόνο ανάβει πυρκαγιές
στις θημωνιές της μνήμης
πυρκαγιές στις θημωνιές της μνήμης

Κι αν η ελπίδα το μέλλον συντηρεί
η μνήμη τρέφει το παρόν
το παρελθόν μας δικαιώνοντας

Γιατί ό,τι υπήρξε μια φορά
δε γίνεται να πάψει να έχει υπάρξει

«Άλλο ένα καλοκαίρι» , ποίημα του Τίτου Πατρίκιου

Για σκέψου να μην πρόφταινα

κι αυτό το καλοκαίρι

να δω το φως ξανά εκτυφλωτικό

να νιώσω την αφή του ήλιου στο κορμί μου

να οσμιστώ δροσερές και χαλασμένες μυρωδιές

να γευτώ γλυκόξινες και πιπεράτες γεύσεις

ν’ ακούω τα τζιτζίκια ως τα κατάβαθα της νύχτας

να καταλαβαίνω τούς δικούς μου που αγαπώ

να μην αδημονώ μ’ αυτούς που με στηρίζουν

να σκέφτομαι κι εκείνους που θέλησα να ξεχάσω

να βρίσκω φίλους που έρχονται από μακριά

ν’ αφήνω κι άλλες ζωές να μπαίνουν στη δική μου

να κολυμπάω σε θάλασσες ζεστές

ν’ αντικρίζω φρέσκα σώματα γυμνά

ν’ αναπολήσω έρωτες, να ονειρευτώ καινούργιους

ν’ αντιληφθώ τα πράγματα που αλλάζουν.

Έτσι καθώς τα πρόφτασα αυτό το καλοκαίρι

λέω να ελπίζω για προσεχή Χριστούγεννα

για κάποια επόμενη Πρωτοχρονιά

– άσε να δούμε και για παραπέρα.

Το δωμάτιο

Απριλίου 08, 2020

"Μες στο κλειστό δωμάτιο υπάρχουν όλα, αν έχεις μάτια να τα δεις, αν έχεις χέρια να τ' αγγίξεις", ποίημα της Λένας Παππά που το μελοποίησαν οι Χάρης & Πάνος Κατσιμίχας στο δίσκο «Της αγάπης μαχαιριά», που κυκλοφόρησε το 1994

Μες στο κλειστό δωμάτιο μπορείς να βρεις
ό,τι δεν τόλμησες ποτέ να ονειρευτείς
κι ό,τι μέσα σου βαθιά αγάπησες
κι όμως ποτέ δεν είδες να βγαίνει αληθινό

Όλα είναι εκεί, εκεί υπάρχουν όλα
μες στο κλειστό δωμάτιο, όλα και τίποτα
αγάλματα θεών λησμονημένων και της Ελένης το πουκάμισο
όλα είναι εκεί κι άλλα πολλά, που κάποτε φαντάστηκες

Ο φόβος του Χριστού στον κήπο της Γεσθημανή
τα βήματα της θλίψης του, της αίγλης του το φως
το αίμα των θυσιασμένων και οι χαμένοι στόχοι τους
το ψύχος το δριμύ των χωρισμών

Το διαμαντένιο αηδόνι του βασιλιά της Κίνας
σινιάλα από φάρους που σβηστήκαν
και μαγικά τοτέμ από άγνωστες φυλές
κι εφηβικά κορμιά και καλοκαίρια γαλανά
θάνατοι και φωτιές κι αόρατη ομορφιά

Μες στο κλειστό δωμάτιο υπάρχουν όλα
αν έχεις μάτια να τα δεις, αν έχεις χέρια να τ' αγγίξεις
μπορείς να βρεις κλειδί να ξεκλειδώσεις τη σιωπή τους
αρκεί να πας, ολάνοιχτος, γυρεύοντάς τα 

Σκοτεινή άνοιξη

Απριλίου 04, 2020

ποίημα του Διονύση Καρατζά

Φέτος η άνοιξη ήλθε νύχτα
σιωπηλή και μοιρασμένη σε ξένους
περαστικούς ανέμους,
καθώς το ‘λεγαν ανήσυχα
τα ασαφή φεγγάρια του χειμώνα.
Έτσι τα λόγια μας ματαιωμένα
αφόρμισαν στο σώμα μας
και πια καινούργια περιμένουμε εποχή
από τη θάλασσα κι από τα μάτια σου
κι απ’ τον στερνό μου μύθο.

ganas

 ποίημα του Μιχάλη Γκανά. Το αφηγείται ο Χάρης Κατσιμίχας με μουσική υπόκρουση το παραδοσιακό Ηπειρώτικο τραγούδι "πήγαινα το δρόμο, δρόμο". Για τους υπηρέτες του οποιουδήποτε καθήκοντος. Για τους πατεράδες μας. Αυτή η δεύτερη πατρίδα, όσο και να την περιφρονώ, πάντα θα βρίσκει τρόπο να μου θυμίζει πως υπάρχει μέσα μου. Μόνο αυτός ο τόπος έβγαλε τόση πονεμένη μουσική

 

Μια τέτοια νύχτα πριν από χρόνια
Κάποιος περπάτησε μόνος
Δεν ξέρω πόσα λασπωμένα χιλιόμετρα
Κάποιος περπάτησε μόνος

Νύχτα και συννεφιά, χωρίς άστρα
Πήγαινε το δρόμο δρόμο

Ξημερώματα, μπήκε στα Γιάννενα
Στο πρώτο χάνι έφαγε και κοιμήθηκε τρία μερόνυχτα
Ξύπνησε απ’ το χιόνι που έπεφτε μαλακά
Στάθηκε στο παράθυρο και άκουγε τα κλαρίνα
Και άκουγε τα κλαρίνα
Πότε θαμπά και πότε δίπλα του
Πότε θαμπά
Και πότε δίπλα του
Όπως τα ‘φερνε ο άνεμος

 

Βάλτε να πιούμε

Μαρτίου 22, 2020

τoυ ποιητή Κλέανδρου  Καρθαίου (1878-1955). Μελοποιήθηκε από τα «Διάφανα Κρίνα», ίσως το κατεξοχήν ποιητικό ελληνικό συγκρότημα  

Τα όνειρα που βυζάξαμε με της καρδιάς μας το αίμα
Πεταξαν και χαθήκανε μες της ζωής το ρέμα
Μα τάχα εμείς παντοτινά τ' άφταστα θα ζητούμε;
Βάλτε να πιούμε

Τα περασμένα σβήσανε, το τώρα δε θα μείνει
Τροφή των χοίρων έγιναν και οι πιο λευκοί μας κρίνοι
Μα τάχα πρέπει τους νεκρούς αιώνια να θρηνούμε;
Βάλτε να πιούμε

Αδέλφια κάτω η βάρκα μας στο μόλο μας προσμένει
Ελάτε οι ταξιδιάρηδες να πιούμε συναγμένοι
Στο περιγιάλι το φαιδρό ας γλεντοτραγουδούμε
Βάλτε να πιούμε

Τάχατε κι όποιος δε μεθά κι όποιος δεν τραγουδήσει
κι όποιος στ' αγκάθια περπατά μια μέρα δεν θ' αφήσει
τ' αγαπημένο μας νησί που έτσι γερά πατούμε
Βάλτε να πιούμε

Πες μας που πάει ο άνθρωπος τον κόσμο σαν αφήνει
πες μας που πάει ο άνεμος, που πάει η φωτιά σαν σβήνει
σκιές ονείρων είμαστε, σύννεφα που περνούμε
Βάλτε να πιούμε

Στο ξέχειλο ποτήρι μας είναι όλα εκεί γραμμένα
Καπνοί 'ναι τα μελλούμενα κι αφρός τα περασμένα
καπνός κι αφρός το γέλιο μας κι εμείς που τραγουδούμε
Βάλτε να πιούμε

Άκουσε δε βιαζόμαστε να φύγουμε βαρκάρη
μα σαν είναι ώρα γνέψε μας, δε σου ζητούμε χάρη
μα όσο να φύγεις πρόσμενε κι αν θέλεις σε κερνούμε

Βάλτε να πιούμε

Σαν σήμερα, στις 18 Μαρτίου 1996, φεύγει από τη ζωή ο Οδυσσέας Ελύτης. Ως εκ τούτου, είναι διπλά επίκαιρο το παρακάτω απόσπασμα του μεγάλου ποιητή

Το ένιωσα αυτό, πολύ περισσότερο κι από τη σκηνή στο μέτωπο που διηγήθηκα πριν, δυο μήνες αργότερα, όταν βρέθηκα στο κρεβάτι ενός νοσοκομείου των Ιωαννίνων, με όλες τις ενδείξεις τις επιστημονικές ότι δεν πρόκειται να ξανασηκωθώ. Πριν από τ’ αντιβιοτικά, ο τύφος δεν είχε άλλη σωτηρία από την αντοχή του οργανισμού σου. Έπρεπε να υπομένεις, ακίνητος υποχρεωτικά, με πάγο στην κοιλιά και μερικά κουταλάκια γάλα ή πορτοκαλόζουμο για τροφή, όλες τις ατέλειωτες μέρες που βαστούσε ο πυρετός, σαράντα ακατέβατα. Κι ο Θεός βοηθός.

Έτυχε να περάσω τη μεγάλη κρίση τις ημέρες ακριβώς που άρχισε η επίθεση των Γερμανών. Δεν ήταν και τόσο ρόδινα τα πράγματα. Το κρεβάτι μου βρισκότανε πλάι στο παράθυρο και κάθε φορά, θυμάμαι, που σήμαινε συναγερμός όλοι οι άλλοι άρρωστοι (το νοσοκομείο ήταν παθολογικό και δεν είχε τραυματίες) μαζί με τις νοσοκόμες και τους γιατρούς τρεχοκοπούσανε στα καταφύγια. Με τους Γερμανούς δεν ήτανε φρόνιμο να παρασταίνουν το παλικάρι. Πριν φύγουν από το θάλαμο μού άνοιγαν τα τζάμια, μήπως και σπάσουν και με χτυπήσουν τα θραύσματα. Κι απόμενα έτσι ολομόναχος μέσα στον άδειο θάλαμο, που μου φαινότανε ξαφνικά ότι μεγάλωνε, γινότανε απέραντος, με τα ξέστρωτα κρεβάτια, τα κουβαριασμένα σεντόνια, τις εφημερίδες, τα σακίδια, μια σταματημένη απότομα ζωή, ένα είδος Πομπηίας του κλειστού χώρου, απ’ όπου αναδυόμουν και επέπλεα μετέωρος, βουτηγμένος μέσα σε μια παράξενη ηρεμία. Ώσπου σε λίγο άρχιζαν οι εκρήξεις, που ολοένα πλήθαιναν και πλησίαζαν.

Αυτό πια δεν ήταν πόλεμος, ήταν μια μονομαχία. Δεν υπήρχανε στρατεύματα, όπλα, υπηρεσίες, επιτελεία. Τίποτε. Μονάχα το αόρατο εκείνο τέρας που μπουμπούνιζε από ψηλά. Κι εγώ ασάλευτος, με την πληγιασμένη ράχη και το κομμάτι τ’ ουρανού απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο. Ένα αίσθημα που δεν είχα δοκιμάσει ποτέ όσο ήμουν τριγυρισμένος από τους στρατιώτες μου αναπηδούσε τώρα μέσα μου, πολλαπλασιαζότανε, με χίλιες φωνές μου έκρενε: «πρέπει, πρέπει, πρέπει να ζήσεις, να νικήσεις, να τα βγάλεις πέρα».

Η «Πανούκλα» του Αλμπέρ Καμύ, κυκλοφόρησε το 1947 και περιγράφει την αγωνία των κατοίκων μιας πόλης που προσβάλλεται από μια φονική επιδημία. Το έργο αυτό του Καμύ θεωρήθηκε ως μια κραυγή ενάντια στον πόλεμο και το ναζισμό. Με απόσπασμα, άλλωστε, από την «Πανούκλα» έκλεισε την αγόρευσή του στη δίκη της Χρυσής Αυγής ο συνήγορος του ΠΑΜΕ Θ. Θεοδωρόπουλος. Από μόνη της, όμως, η αγωνιώδης προσπάθεια των κατοίκων της πόλης, συγκλονίζει και δίνει την ευκαιρία στον Καμύ να μιλήσει για πράγματα που τον απασχολούν και που διατρέχουν όλο το έργο του. Για το πόσο εύθραυστη είναι η ανθρώπινη ζωή, για το πόσο εύκολα μπορούν να ανατραπούν τα ανθρώπινα σχέδια όπως και για το αν υπάρχει κάποιο νόημα σε αυτή τη ζωή. Μια ζωή που φαίνεται τόσο παράλογη με δεδομένο το βέβαιο τέλος της. Μια ζωή στην οποία ο άνθρωπος γνωρίζει πως θα συναντήσει  πολλές δυστυχίες, αλλά παρόλα αυτά δεν παύει να κάνει φίλους, να ερωτεύεται, να δημιουργεί, να γελά, να ονειρεύεται και να ελπίζει

Μια άνοιξη της δεκαετίας του 1940, στο Οράν, μια παραλιακή πόλη της Αλγερίας που τότε ήταν γαλλική επαρχία, εμφανίζονται τα πρώτα κρούσματα μιας ασθένειας που όλοι θεωρούσαν πως είχε εκλείψει εδώ και αιώνες · της βουβωνικής πανώλης ή αλλιώς πανούκλας, του “Μαύρου θανάτου” όπως την αποκαλούσαν το Μεσαίωνα. Ο αριθμός των θανάτων μέρα με τη μέρα μεγάλωνε και η πόλη μπαίνει σε καραντίνα. Οι άνθρωποι της πόλης αποκλείονται από τον έξω κόσμο και ο καθένας από κει και πέρα αντιδρά με το δικό του τρόπο απέναντι την απομόνωση και τον φόβο του θανάτου.

Γράφει ο Καμύ: «Οι δυστυχίες, στην πραγματικότητα, είναι μια κοινή υπόθεση, αλλά δύσκολα τις πιστεύει κανείς όταν του πέσουν στο κεφάλι. Υπήρξαν στον κόσμο τόσες πανούκλες όσοι και οι πόλεμοι. Και παρόλα αυτά οι πανούκλες και οι πόλεμοι πάντα βρίσκουν τους ανθρώπους το ίδιο απροετοίμαστους. Ο γιατρός Ριέ ήταν απροετοίμαστος, όπως και οι συμπολίτες μας και έτσι πρέπει να καταλάβουμε τους δισταγμούς τους. Και μ’ αυτόν τον τρόπο επίσης πρέπει να καταλάβουμε ότι μοιράστηκε ανάμεσα στην ανησυχία και την εμπιστοσύνη. Όταν ξεσπάει ένας πόλεμος, οι άνθρωποι λένε: “Δεν θα διαρκέσει πολύ, είναι πολύ ανόητο”. Κι αναμφίβολα ένας πόλεμος είναι σίγουρα πολύ ανόητος, αλλά αυτό δεν τον εμποδίζει να διαρκέσει. Η ανοησία επιμένει πάντα και θα μπορούσε κανείς να το διακρίνει αν δεν σκέφτονταν μόνο τον εαυτό του. Απ’ αυτή την άποψη οι συμπολίτες μας ήταν σαν όλο τον κόσμο, σκέφτονταν τους εαυτούς τους και για να το πούμε κι αλλιώς ήταν ανθρωπιστές: δεν πίστευαν στις δυστυχίες. Η δυστυχία δεν είναι στα μέτρα του ανθρώπου, επομένως λέμε ότι η δυστυχία δεν είναι πραγματική, είναι ένα κακό όνειρο που θα περάσει. Αλλά δεν περνάει πάντα και από κακό όνειρο σε κακό όνειρο, είναι οι άνθρωποι που περνάνε και πρώτα - πρώτα οι ανθρωπιστές, γιατί δεν πήραν τις προφυλάξεις τους. Οι συμπολίτες μας δεν ήταν πιο ένοχοι από άλλους, ξεχνούσαν να είναι μετριόφρονες, αυτό είναι όλο και σκέφτονταν ότι όλα είναι ακόμη δυνατά για αυτούς· πράγμα που σήμαινε ότι οι δυστυχίες είναι αδύναμες. Συνέχιζαν να κάνουν επιχειρήσεις, να ετοιμάζουν ταξίδια, και να έχουν γνώμες. Πως θα μπορούσαν να σκεφτούν τη πανούκλα, που καταργεί το μέλλον, τις μετακινήσεις, τις συζητήσεις; Θεωρούσαν τους εαυτούς τους ελεύθερους και κανένας δεν θα είναι ποτέ ελεύθερος, όσο υπάρχουν δυστυχίες»

Όταν η επιδημία σταμάτησε, ο γιατρός Ριέ θα βρεθεί ανάμεσα στο πλήθος των ανθρώπων που γιόρταζαν στους δρόμους:  «Μέσα στο ωραίο κι απαλό φως που ξεχύνονταν πάνω από την πόλη, έπλεαν οι παμπάλαιες μυρωδιές, κρέας ψητό και ποτά με γλυκάνισο. Γύρω του πρόσωπα εκστατικά σηκώνονταν να κοιτάξουν προς τον ουρανό. Άνδρες και γυναίκες αρπάζονταν ο ένας τον άλλο, με πρόσωπα φλογισμένα, με κραυγές πόθου. Ναι, η πανούκλα είχε τελειώσει, και μαζί της ο τρόμος, και τα σφιχτοπλεγμένα χέρια βεβαίωναν ότι κάποτε είχε υπάρξει στ’ αλήθεια εξορία και χωρισμός, με τη βαθύτερη έννοια του όρου … κι ανάμεσα στις εκατόμβες των νεκρών, τις σειρήνες των ασθενοφόρων, τις εξαγγελίες αυτού που συνήθως ονομάζουμε πεπρωμένο, το πεισματικό ποδοβολητό του φόβου και την τρομερή επανάσταση της καρδιάς τους, δεν είχε πάψει να περνά μια πελώρια βουή, που ξυπνούσε τα τρομαγμένα  πλάσματα, που τους έλεγε πως πρέπει να ξαναβρούν την αληθινή τους πατρίδα. Και θα ήταν ευτυχισμένοι, τουλάχιστον για κάποιο διάστημα. Και πια ήξεραν πως υπάρχει κάτι που πάντοτε μπορείς να λαχταράς και καμιά φορά να το κερδίζεις: η ανθρώπινη τρυφερότητα…»

Ο γιατρός Ριέ, όμως, δεν μπορούσε να συμμετάσχει στη γενική ευφορία γιατί γνώριζε … «...γνώριζε κάτι που αγνοούσε το χαρούμενο πλήθος, κι ας μπορεί κανείς να το βρει στα βιβλία, πως ο βάκιλος της πανούκλας δεν πεθαίνει ούτε χάνεται ποτέ, πως μπορεί να μείνει δεκάδες χρόνια ναρκωμένος στα έπιπλα και στα ρούχα, περιμένοντας υπομονετικά μέσα στα δωμάτια, τα υπόγεια, τα σεντούκια, τα μαντίλια, τα χαρτιά, και πως θα ερχόταν ίσως μια μέρα που η πανούκλα, για να βασανίσει ή για να διδάξει τους ανθρώπους, θα ξυπνούσε και πάλι τα ποντίκια της και θα τα έστελνε να ψοφήσουν μέσα σε μια ευτυχισμένη πόλη»

Έτσι τελείωσε και την αγόρευσή του στη δίκη της Χρυσής Αυγής ο δικηγόρος του ΠΑΜΕ δείχνοντας το φασισμό ως το βάκιλο της πανούκλας που δεν πεθαίνει ποτέ. Είναι και μια ευκαιρία όμως για τον Καμύ να μιλήσει για τη βέβαιη ήττα του ανθρώπου πέρα και άσχετα από τις μεμονωμένες και πρόσκαιρες νίκες του. Μια διαπίστωση, όμως, που δεν πρέπει να την αφήσουμε να  καταστρέψει τη ζωή μας. 

kami01

Για τον όρο "Μετανάστες", ποίημα του Μπέρτολτ Μπρεχτ

 

Λαθεμένο μού φαινόταν πάντα τ' όνομα που μας δίναν:
«Μετανάστες».
Θα πει, κείνοι που αφήσαν την πατρίδα τους. Εμείς, ωστόσο,
δε φύγαμε γιατί το θέλαμε,
λεύτερα να διαλέξουμε μιαν άλλη γη. Ούτε
και σε μιαν άλλη χώρα μπήκαμε
να μείνουμε για πάντα εκεί, αν γινόταν.
Εμείς φύγαμε στα κρυφά. Μας κυνηγήσαν, μας προγράψανε.
Κι η χώρα που μας δέχτηκε, σπίτι δε θα 'ναι, μα εξορία.
Έτσι, απομένουμε δω πέρα, ασύχαστοι, όσο μπορούμε πιο κοντά
στα σύνορα,
προσμένοντας του γυρισμού τη μέρα, καραδοκώντας το παραμικρό
σημάδι αλλαγής στην άλλην όχθη, πνίγοντας μ' ερωτήσεις
κάθε νεοφερμένο, χωρίς τίποτα να ξεχνάμε, τίποτα
ν' απαρνιόμαστε,
χωρίς να συχωράμε τίποτ' απ' όσα έγιναν, τίποτα δε συχωράμε.
Α, δε μας ξεγελάει τούτη η τριγύρω σιωπή! Ακούμε ίσαμ' εδώ
τα ουρλιαχτά που αντιλαλούν απ' τα στρατόπεδά τους. Εμείς
οι ίδιοι μοιάζουμε των εγκλημάτων τους απόηχος, που κατάφερε
τα σύνορα να δρασκελίσει. Ο καθένας μας,
περπατώντας μες στο πλήθος με παπούτσια ξεσκισμένα,
μαρτυράει την ντροπή που τη χώρα μας μολεύει.
Όμως κανένας μας
δε θα μείνει εδώ. Η τελευταία λέξη
δεν ειπώθηκε ακόμα.

Μπ. Μπρεχτ, Ποιήματα, μτφρ. Μάριος Πλωρίτης, Θεμέλιο


Warning: count(): Parameter must be an array or an object that implements Countable in /srv/disk3/2763186/www/atticavoice.gr/templates/ts_news247/html/com_k2/templates/default/user.php on line 269

Youtube Playlists

youtube logo new

youtube logo new

© 2022 Atticavoice All Rights Reserved.