«Κι αν πράγματι ο κόσμος είχε δίκιο, αν αυτή η μουσική στα καφενεία, αν αυτές οι μαζικές διασκεδάσεις, αν αυτοί οι άνθρωποι που είναι ικανοποιημένοι με τόσα λίγα, έχουν δίκιο, τότε εγώ έχω άδικο, τότε είμαι τρελός, τότε είμαι πράγματι ο λύκος της στέπας, όπως συχνά αποκαλούσα τον εαυτό μου, το ζώο που χάθηκε σ' ένα κι ακατανόητο κόσμο, και δεν μπορεί να βρει μια πατρίδα, αέρα και τροφή».
Ο Λύκος της Στέπας εκδόθηκε το 1927 και είναι το μυθιστόρημα που έκανε παγκόσμια γνωστό τον Έρμαν Έσσε. Ήρωας του μυθιστορήματος είναι ο Χάρυ Χάλερ που ζει μόνος του σε ένα νοικιασμένο δωμάτιο. Κατά τη διάρκεια της ζωής του προσπάθησε, κάτω από την πίεση της φυσικής ανάγκης του ανθρώπου για συντροφικότητα, να ζήσει όπως όλοι οι άλλοι άνθρωποι. Δυστυχώς, δεν μπόρεσε να προσαρμοστεί στις απαιτήσεις και αποφάσισε να ζήσει μόνος του, όπως ένας λύκος της στέπας. Νιώθει ξένος σ’ έναν ξένο κόσμο
Ο Χάρυ είναι άνθρωπος του πνεύματος και της υψηλής αισθητικής, αγαπά την κλασσική μουσική, διαβάζει υψηλή λογοτεχνία και φιλοσοφία, όλα αυτά τα προϊόντα του ανθρώπινου πολιτισμού που ανέβασαν τον άνθρωπο πάνω από το επίπεδο ενός ζώου.
Μαζί με αυτά, όμως, η κοινωνικοποίηση του ανθρώπου δημιούργησε και τον αστικό καθωσπρεπισμό, την αστική υποκρισία και τους κοινωνικούς συμβιβασμούς, πράγματα που ο Χάρυ δεν μπορεί να αντέξει
«Ένα πράγμα μίσησα, σιχάθηκα και καταράστηκα με όλο μου το είναι: αυτή την ικανοποίηση, αυτή την υγεία, την άνεση, αυτή την καλλιεργημένη αισιοδοξία του αστού, αυτή την παχιά και ωφέλιμη εκτροφή του μετρίου, του φυσιολογικού και του μέσου όρου …
… Ο αστός είναι έτσι απ' τη φύση του, ένα πλάσμα με αδύναμο ζωτικό ένστικτο, φοβισμένο, που φοβάται ακόμα και στον εαυτό του να παραδοθεί. Βλέπουμε ότι έχει ισχυρές παρορμήσεις, τόσο για να γίνει άγιος όσο και άθλιος, αλλά λόγω κάποιας αδυναμίας ή αδράνειας δεν κατάφερε να πάρει φόρα και να βγει στο ελεύθερο σύμπαν και παρέμεινε δεμένος στην τροχιά του μητρικού πλανήτη της αστικής κοινωνίας
… αυτό που λέμε αστική ζωή, που είναι ένα βασικό χαρακτηριστικό στην ανθρώπινη φύση, δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια προσπάθεια να εξισωθούν και να εξισορροπηθούν οι αναρίθμητες αντιθέσεις της ανθρώπινης συμπεριφοράς.
Αυτό μπορούμε να το καταλάβουμε καλά, αν πάρουμε το παράδειγμα της αντίθεσης ανάμεσα στην άγια και τη βέβηλή μορφή ζωής. Ο άνθρωπος μπορεί να δοθεί εξ ολοκλήρου στην πνευματική σφαίρα, να πλησιάσει τη θεία ζωή και ν’ αφιερωθεί στο ιδεώδες της αγιότητας. Έχει όμως και την ολότελα αντίθετη δυνατότητα, να παραδοθεί στις ορμές του, στην απαίτηση των αισθήσεων, και να σταφεί ολοκληρωτικά στο κυνηγητό της απόλαυσης.
Ο ένας δρόμος οδηγεί στην αγιότητα, στο μάρτυρα του πνεύματος, στην αυτοπροσφορά στο Θεό. Ο άλλος δρόμος οδηγεί στη βέβηλη ζωή, στο μάρτυρα των ορμών, στην αυτοπροσφορά, στην ακολασία.
Ο αστός λοιπόν προσπαθεί να ζήσει στο μέσο αυτών των δύο ακροτήτων. Δεν παραδίνεται ούτε στην κραιπάλη, ούτε στην άσκηση. Δε γίνεται μάρτυρας ούτε επιδοκιμάζει την εξόντωσή του. Αντίθετα, το ιδανικό του αστού δεν είναι προσφορά και θυσία, αλλά διατήρηση του εγώ. Η προσπάθειά του δε στρέφεται ούτε στην αγιότητα ούτε στο αντίθετό της. Το απόλυτο του είναι ανυπόφορο. Θέλει να υπηρετήσει το Θεό, αλλά συνάμα και την κραιπάλη. Αγαπά την αρετή, αλλά θέλει να ζήσει στη γη καλά και άνετα. Με λίγα λόγια, προσπαθεί να ζήσει άνετα ανάμεσα στα άκρα, σε μια μετρημένη και άνετη ζωή, χωρίς δυνατές φουρτούνες και καταιγίδες. Κι όλα αυτά τα πετυχαίνει, αφού θυσιάσει την ένταση της ζωής και των αισθημάτων που παρέχει η ζωή του απόλυτου και των άκρων. Ο αστός δεν εκτιμά τίποτα περισσότερο παρά μόνο το εγώ. Θυσιάζοντας λοιπόν την ένταση πετυχαίνει τη διατήρηση και τη σιγουριά.
… ο “άνθρωπος” αυτής της συμβατικής ζωής, όπως και κάθε αστικό ιδεώδες, είναι ένας συμβιβασμός, μια συνετή και πονηρή προσπάθεια, ώστε να αποτινάξει, ώστε να αποτινάξει τόσο την κακή αρχέγονη μητέρα φύση, όσο και το ενοχλητικό αρχέγονο πνεύμα και τις απαιτήσεις του και να ζήσει στη χλιαρή μεσότητα, ανάμεσα και στους δυο. Γι αυτό επιτρέπει κι ανέχεται ο αστός αυτό που ονομάζει “προσωπικότητα”, παραδίνει όμως την πραγματικότητα αυτή συνάμα στο Μολώχ του “κράτους” και παίζει συγχρόνως και με τις δυο πραγματικότητες. Γι αυτό ακριβώς ο αστός αυτόν που καίει σήμερα σαν αιρετικό κι εγκληματία, αύριο τον τιμά και του υψώνει μνημεία»
Ο Χάρυ προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα σε δύο κόσμους:
«Ο Χάρυ βρίσκει μέσα του έναν «άνθρωπο», δηλαδή έναν κόσμο με σκέψεις, αισθήματα, πολιτισμό, με πειθαρχημένη και εξιδανικευμένη φύση, και συνάμα βρίσκει και ένα «λύκο», δηλαδή ένα σκοτεινό κόσμο με ορμές, με αγριότητα, με ωμή και χωρίς εξιδανίκευση φύση»
Έτσι, όμως, δεν είναι στην πραγματικότητα κάθε άνθρωπος ;
« … [Ο άνθρωπος] δεν είναι τίποτα άλλο παρά η στενή και επικίνδυνη γέφυρα ανάμεσα στη φύση και στο πνεύμα. Η πιο βαθιά παρόρμηση τον οδηγεί προς το πνεύμα, προς το Θεό, ενώ η πιο βαθιά λαχτάρα τον πηγαίνει πίσω προς τη φύση, προς τη μητέρα ανάμεσα στις δυο δυνάμεις, αιωρείται γεμάτη άγχος και τρεμάμενη η ζωή του»
… Υπάρχουν αρκετοί άνθρωποι και καλλιτέχνες, που μοιάζουν στο χαρακτήρα με το Χάρυ. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι έχουν δυο ψυχές, δυο ουσίες. Σ ‘αυτούς συνυπάρχουν το θείο και το δαιμονικό στοιχείο, μητρικό και πατρικό αίμα, η ευαισθησία για την ευτυχία και τον πόνο σε μια εχθρική και μπερδεμένη σχέση, όπως ακριβώς συνυπήρχαν ο λύκος και ο άνθρωπος στο Χάρυ.
Ο Χάρυ ξέρει πως πέρα από το μέσο “άνθρωπο” της συμβατικής ζωής υπάρχει και ο αληθινός άνθρωπος, αλλά ο δρόμος προς αυτόν δεν είναι καθόλου εύκολος
« … φτωχέ μου Λύκε της Στέπας, έχεις να βαδίσεις ακόμα το μακρινό δρόμο της ενανθρώπησης, το γεμάτο κόπο και δυσκολίες, θα πολλαπλασιάσεις τη διπλή σου φύση και την περίπλοκη ζωή θα την κάνεις ακόμα πιο περίπλοκη … πρέπει να πάρεις τελικά με πόνο μέσα στη διευρυνόμενη ψυχή σου ολόκληρο τον κόσμο κι ίσως καμιά φορά να φτάσεις στο τέλος και την ησυχία
… δε γυρίζει πίσω κανένας δρόμος, ούτε στο λύκο, ούτε στο παιδί. Η αρχή των πραγμάτων δεν είναι αθωότητα, ούτε απλότητα. Κάθε δημιούργημα και το πιο απλό, είναι ήδη ένοχο, διασπαρμένο και βυθισμένο στο βρόμικο ρεύμα του γίγνεσθαι και ποτέ δεν μπορεί να πάει πίσω. Ο δρόμος προς την αθωότητα, στο αδημιούργητο, στο Θεό, δεν οδηγεί πίσω, αλλά μπροστά, όχι στο λύκο ή το παιδί, αλλά διαρκώς στην ενοχή, ολοένα βαθύτερα στην ενανθρώπηση
… αντί να στενέψεις τον κόσμο σου, να απλοποιήσεις την ψυχή σου, θα είσαι συνέχεια ο ίδιος κόσμος. Πρέπει να πάρεις τελικά με πόνο μέσα στη διευρυνόμενη ψυχή σου ολόκληρο τον κόσμο κι ίσως καμιά φορά να φτάσεις στο τέλος και στην ησυχία»
Όλα αυτά, όμως, έχουν ένα τίμημα και αυτό δεν είναι άλλο από την καταδίκη του Χάρυ σε απέραντη μοναξιά. Στην αρχή, αυτή η μοναξιά του φάνηκε ως θείο δώρο
«Η μοναξιά είναι ανεξαρτησία. Την είχα επιθυμήσει και την είχα αποκτήσει εδώ και πολλά χρόνια. Ήταν παγερή, ω ναι, ήταν επίσης γαλήνια, συγκλονιστικά γαλήνια και απέραντη, όπως ο ήσυχος και παγερός χώρος, όπου κινούνται τα αστέρια»
Με το πέρασμα του χρόνου όμως, κατάλαβε πως η μοναξιά δεν ήταν επιλογή
«… η μοναξιά και η ανεξαρτησία δεν ήταν επιθυμία και σκοπός του, αλλά μοίρα του και καταδίκη του»