" Οι ήττες μας δεν αποδεικνύουν
Τίποτα παραπάνω από το ότι
319205339 712219783586309 2265634222543469205 n  Είμαστε λίγοι αυτοί που παλεύουν ενάντια στο Κακό
Και από τους θεατές περιμένουμε
Τουλάχιστον να ντρέπονται"
                                               Μπρεχτ
X.Kostoulas

X.Kostoulas

Το ΟΧΙ του λαού

Οκτωβρίου 28, 2019

Στην ιστοσελίδα  atexnos.gr  διαβάσαμε ένα κείμενο του Ηρακλή Κακαβάνη για ένα άγνωστο ποίημα του Κώστα Βάρναλη και το αναδημοσιεύουμε.

Το ποίημα «Το ΟΧΙ του λαού» είναι ένα από τα άγνωστα ποιήματα του Κώστα Βάρναλη που βρήκα στο αρχείο του ποιητή και δημοσίευσα στο βιβλίο μου «Ο άγνωστος Βάρναλης και 19 αδημοσίευτα ποιήματα». Το ποίημα στο αρχείο είναι άτιτλο, εμπνευσμένο από το ΟΧΙ και τους αγώνες του λαού. Τον τίτλο τον έδωσε η επιμελήτρια του αρχείου Θεανώ Μιχαηλίδου. Όπως φαίνεται στη φωτογραφία που συνοδεύει την ανάρτηση στο κάτω μέρος του χειρογράφου υπάρχει η λέξη ΟΧΙ. Το πιθανότερο ότι είναι η ετυμηγορία του ποιητή για μη δημοσίευση του ποιήματος.

Το ΟΧΙ του λαού

Ποιος είναι κείνος ο λαός, που λέει στους ξένους «όχι»
και που κρατάει κατάκορφα της λεφτεριάς τη λόχη
κι όντας οι λίγοι αφέντες του, που τον διαφεντεύγουν
τον παρατάν μεσοστρατίς και ασκώνονται και φεύγουν;

Ποιος είναι κείνος ο λαός, που στάθηκε λιοντάρι,
όντας του πέσανε μαζί δυο κολοσσοί κουρσάροι
κι από τα ξένα οι αφέντες του, αντί να τον βοηθήσουν,
τα φκιάνανε με τον Οχτρό για να ξαναγυρίσουν.

Ποιος είναι κείνος ο λαός, που πάντα προδομένος
πολέμαγεν αβόηθητος, ξυπόλυτος, δεμένος
και θάμπωνε τον ουρανό, τη γη και τα πελάη
κι ο πιο μεγάλος φάνταζε μικρός σ’ αφτόνε πλάι;

Ποιος είναι κείνος ο λαός, που με καρδιά τσελίκι
πολέμαγε για λεφτεριά και πέθαινε για νίκη
μα τούχωναν μπαμπέσικα, τη μαχαιριά στην πλάτη
του ξένου η αρπάχτρα κάκητα, του ντόπιου η δόλια απάτη;


Όλ’ οι λαοί κι όλοι μικροί μεγάλοι κάθε τόπου
που αγωνιστήκανε να σώσουν την τιμή τ’ ανθρώπου
μα πιότερο ο ελληνικός, ο πρώτος μες τους πρώτους
πρώτος μέσα στους νικητές και μες τους αλυτρώτους

varnalis.oxi

(Το εικαστικό με τίτλο «Το στιλέτο» είναι του Τάσσου και δημοσιεύτηκε το Νοέμβριο του 1940 στο περιοδικό «Νεοελληνικά Γράμματα»).

Το φετινό βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας απονεμήθηκε στον Αυστριακό συγγραφέα Πέτερ Χάντκε. Προσπερνάμε το θεσμό των βραβείων Νόμπελ που μας έδωσαν απλά την αφορμή και στεκόμαστε στο ποίημα. Στο πιο διάσημο ποίημα του Χάντκε, το «Τραγούδι της παιδικής ηλικίας» (Lied Vom Kindsein). Ένα ποίημα που έγραψε ο Χάντκε για την ταινία του Wim Wenders, "Τα φτερά του έρωτα" (Der Himmel über Berlin), της οποίας το σενάριο συνυπογράφει μαζί με τον Βέντερς

Όταν το παιδί ήταν παιδί
περπατούσε κουνώντας τα χέρια του,
ήθελε το ρυάκι να είναι ποτάμι,
το ποτάμι να είναι χείμαρρος,
και αυτή η λακκούβα με νερό να είναι η θάλασσα. 


Όταν το παιδί ήταν παιδί,
δεν ήξερε ότι ήταν παιδί,
όλα ήταν ένα μέρος της ψυχής,
και όλες οι ψυχές ήταν μία.


Όταν το παιδί ήταν παιδί,
δεν είχε άποψη για τίποτα,
δεν είχε συνήθειες,
καθόταν συχνά σταυροπόδι,
το έσκαγε τρέχοντας,
είχε ''κορυφή'' στα μαλλιά,
και δεν έκανε καμμία γκριμάτσα όταν φωτογραφιζόταν

Όταν το παιδί ήταν παιδί,
Ήταν η ώρα για αυτά τα ερωτήματα:
Γιατί είμαι εγώ, και γιατί δεν είμαι εσύ;

Γιατί είμαι εδώ, και όχι εκεί;
Πότε ξεκίνησε ο χρόνος και πού τελειώνει το διάστημα;
Δεν είναι η ζωή κάτω από τον ήλιο απλώς ένα όνειρο;
Είναι μήπως αυτό που βλέπω και ακούω και μυρίζω
μόνο μια παραίσθηση ενός κόσμου πριν τον κόσμο;

Έχοντας υπόψη "τo κακό" και τους ανθρώπους
υπάρχει αυτό που λεμε "κακό " πραγματικά;
Πώς γίνεται να είμαι εγώ, έτσι όπως είμαι,
και να μην υπήρχα πριν γίνω αυτό που είμαι
και ότι κάποια μέρα, εγώ, όπως είμαι,
δεν θα είμαι πλέον αυτός που είμαι;

Όταν το παιδί ήταν παιδί,
δεν του άρεσε το σπανάκι, τα μπιζέλια, το ρυζόγαλο,
ούτε το κουνουπίδι στον ατμό,
αλλά τα τρώει όλα αυτά τώρα, και δεν είναι μόνο επειδή "πρέπει"

Όταν το παιδί ήταν παιδί,
ξύπνησε μια φορά σε ένα ξένο κρεβάτι,
και τώρα κάνει το ίδιο ξανά και ξανά.
Πολλοί άνθρωποι, τότε, φαινόντουσαν όμορφοι,
τώρα όμως πολύ λίγοι, από καθαρή τύχη.

Είχε πλάσει στο μυαλό του μια σαφή εικόνα του παραδείσου,
ενώ τώρα το πολύ μπορεί να μαντέψει,
δεν μπορούσε τότε ούτε να διανοηθεί τη "μηδαμινότητα"
ανατριχιάζει, όμως, σήμερα στη σκέψη αυτή.

Όταν το παιδί ήταν παιδί,
έπαιζε με ενθουσιασμό,
και, τώρα, έχει τον ίδιο ενθουσιασμό όπως και τότε,
μόνο όταν πρόκειται για τη δουλειά του

Όταν το παιδί ήταν παιδί,
Ήταν αρκετό να φάει ένα μήλο, ... ψωμί,
Και έτσι είναι ακόμα και τώρα.

Όταν το παιδί ήταν παιδί,
τα χέρια του ήταν γεμάτα μούρα,

όπως μόνο τα μούρα τα γέμιζαν
και ακόμη και τώρα έτσι κάνουν
φρέσκα καρύδια του ''έγδερναν'' τη γλώσσα
και ακόμη έτσι είναι,
για κάθε βουνοκορφή,
είχε λαχτάρα για ένα ακόμη ψηλότερο βουνό,
και για κάθε πόλη,
είχε λαχτάρα για μια ακόμα μεγαλύτερη πόλη,
και εξακολουθεί να είναι έτσι,

Έφθανε για τα κεράσια στα ψηλότερα κλαδιά των δέντρων
με ένα ενθουσιασμό που έχει ακόμη και σήμερα,
νοιώθει συνεσταλμένος σε αγνώστους,
και το νοιώθει ακόμη και τώρα.

Περίμενε το πρώτο χιόνι,
και το περιμένει έτσι ακόμη και τώρα.

Όταν το παιδί ήταν παιδί,
έριξε ένα ραβδί σαν βέλος πάνω σ ένα δέντρο,
και πάλλεται εκεί ακόμη μέχρι σήμερα.

Ο λαός των Μουνούχων

Σεπτεμβρίου 13, 2019

«Αφού η γη συγκεντρώθηκε με τον καιρό σε λιγοστούς, είτε με την βία είτε με την πονηριά, περνώντας από τα χέρια των πατεράδων στα χέρια των παιδιών, απόχτησε σε μια-δυο γενιές νομιμότητα και κάποια ιερότητα. Ήταν η ιδιοκτησία. Κανένας δε θυμόταν, πως ήταν κλεμμένη. Έτσι οι πιο δυνατοί κι οι πιο κατεργαρέοι γενήκανε οι αφεντάδες της γης κι οι αφεντάδες του λαού.  Μα ποιος ήταν ο λαός;  Όσοι, είτε από αδυναμία, είτε από κουταμάρα, δεν προλάβανε ν' αρπάξουν τίποτα ή ό,τι αρπάξανε, τους το πήραν έπειτα οι δυνατοί...»

Ο Βάρναλης έγραψε για να υπερασπιστεί τα δίκια του λαού. Ένα λαό, όμως, που ούτε τον χάιδεψε, ούτε τον θεώρησε άμοιρο των ευθυνών του για την κατάστασή στην οποία βρισκόταν. Αντιθέτως, τον κατηγόρησε για τη μοιρολατρία και την παθητικότητά του. Στο «Λαό των Μουνούχων», των ευνουχισμένων δηλαδή, που κυκλοφόρησε το 1923 στην Αλεξάνδρεια, ο Βάρναλης μιλάει με αλληγορία για τη γέννηση του αστικού κράτους και την πάλη των τάξεων

«...Την άλλη μέρα οι Μουνούχοι ξύπνησαν αργά. Από μοχθηροί κι άπραγοι, που ήταν, ξύπνησαν κλέφτες και πατριώτες. 

H ιδέα πως μπορούσε να πεθάνουν ξαφνικά, σε ώρα απροσδιόριστη από πρωτύτερα, τους έκανε να προσκολληθούν με λύσσα στα υλικά αγαθά και να ζητάνε να τα χαρούν όσο το δυνατό περισσότερο. Από στιγμή σε στιγμή ο θάνατος μπορούσε να κρούσει τη θύρα τους. Πώς ν' αφήσουν αυτά τ' άπειρα δώρα, τ' αξετίμητα δώρα της ζωής, πρώτου προφτάσουν να τα περάσουν όλα, ή τουλάχιστο τα περισσότερα, από μέσα τους; 

Ρίχτηκαν λοιπόν αμέσως στ' άρπαγμα της Γης. Τη μαντρώνανε γρήγορα-γρήγορα με πέτρες, με πλιθιές, με παλιούρια και δήλωνε καθένας, πως αυτό το μέρος είναι «δικό του». Στην αρχή, έλεγες, θα σκοτωθούν. Τόσο πολλή ήτανε η βιασύνη, που βουτούσαν τα λιβάδια και τους δεντρότοπους. Αρματωμένοι καθότανε απάνω και ξαγρυπνούσαν μερόνυχτα για τη φύλαξη τους. Μια και σε λίγες μέρες μοιράστηκαν όλη τη γη, έλεγες, πως τώρα θα ησυχάσουν και θα ευτυχήσουν. 

 

Μα τώρα άρχισε καθένας να ματιάζει το χτήμα του γείτονα του. Τί του χρειάζεται κείνου τόσο μεγάλο; Γιατί καθενός, αν και του 'φτανε το δικό του, όμως του φαινότανε λίγο. Κι' αν δεν του φαινότανε λίγο, όμως μια και κινδύνευε να του το πάρει ο άλλος, καλύτερα να 'παιρνε αυτός τ’αλλουνού. Κ' επειδή καθένας απομονώθηκε μες τη δική του μάντρα και ζούσε μονάχα με τον εαυτό του και σκεφτόταν μονάχα τον εαυτό του, έβρισκε φυσικά, πως ο εαυτός του ήταν το κέντρο κι ο σκοπός της δημιουργίας, άρα πως άξιζε περισσότερο από τους άλλους, κι είχε περισσότερα δικαιώματα να ζήσει και να ευτυχήσει. Έτσι δίκιο ήτανε να πάρει και το χτήμα των αλλωνών... 

Αφού η γη συγκεντρώθηκε με τον καιρό σε λιγοστούς, είτε με την βία είτε με την πονηριά, περνώντας από τα χέρια των πατεράδων στα χέρια των παιδιών, απόχτησε σε μια-δυο γενιές νομιμότητα και κάποια ιερότητα. Ήταν η ιδιοκτησία. Κανένας δε θυμόταν, πως ήταν κλεμμένη. Έτσι οι πιο δυνατοί κι οι πιο κατεργαρέοι γενήκανε οι αφεντάδες της γης κι οι αφεντάδες του λαού. 

Μα ποιος ήταν ο λαός;  Όσοι, είτε από αδυναμία, είτε από κουταμάρα, δεν προλάβανε ν' αρπάξουν τίποτα ή ό,τι αρπάξανε, τους το πήραν έπειτα οι δυνατοί...»

 Σαν σήμερα, στις 18 Ιουνίουτου 2010, φεύγει από τη ζωή, σε ηλικία 88 ετών, ο Πορτογάλος συγγραφέας, ποιητής, σεναριογράφος και δημοσιογράφος Ζοσέ Σαραμάγκου, που τιμήθηκε το 1998 με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Αφιερώνουμε το παρακάτω ποίημά του στους οπαδούς του νεοφιλελευθερισμού και, ειδικότερα, στο μέλλοντα πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη, ο οποίος βέβαια, αν δεν υπήρχε ο κρατισμός, η οικογενειοκρατία και το ρουσφετολογικό κράτος που καμώνεται πως καταγγέλλει, δεν ξέρουμε πού θα βρισκόταν σήμερα. Αν θα είχε δουλειά και αν θα πληρωνόταν με μισθό μεγαλύτερο του βασικού

Aς ιδιωτικοποιηθούν τα πάντα,
ας ιδιωτικοποιηθεί η θάλασσα και ο ουρανός,
ας ιδιωτικοποιηθεί το νερό και ο αέρας,
ας ιδιωτικοποιηθεί η Δικαιοσύνη και ο Νόμος,
ας ιδιωτικοποιηθεί και το περαστικό σύννεφο,
ας ιδιωτικοποιηθεί το όνειρο,
ειδικά στην περίπτωση που γίνεται την ημέρα και με τα μάτια ανοιχτά.

Και σαν κορωνίδα όλων των ιδιωτικοποιήσεων,
ιδιωτικοποιήστε τα Κράτη,
παραδώστε επιτέλους την εκμετάλλευση υμών των ιδίων
σε εταιρίες του ιδιωτικού τομέα με διεθνή διαγωνισμό.
Διότι εκεί ακριβώς βρίσκεται η σωτηρία του κόσμου…

Και μια και μπήκατε στον κόπο, ιδιωτικοποιήστε στο φινάλε και την πουτάνα την μάνα που σας γέννησε.

 

Αργύρης Χιόνης (1943 - 2001)

Θα ’ρθει μια μέρα που τα δέντρα θα μισήσουν την αχαριστία των ανθρώπων και θα σταματήσουν να παράγουν ίσκιο, θροΐσματα κι οξυγόνο. Θα πάρουνε τις ρίζες τους και θα φύγουν. Μεγάλες τρύπες θα μείνουνε στη γη εκεί που ήταν πριν τα δέντρα. Όταν οι άνθρωποι καταλάβουνε τι έχασαν, θα πάνε και θα κλάψουνε πικρά πάνω απ’ αυτές τις τρύπες. Πολλοί θα πέσουν μέσα. Τα χώματα θα τους σκεπάσουν. Κανείς δεν θα φυτρώσει.

 Στις 29   Απριλίου του 1933 πεθαίνει ο Κωνσταντίνος Καβάφης, σε ηλικία 70 ετών. Ένα από τα πιο γνωστά του ποιήματα, ίσως το πιο γνωστό, είναι η «Ιθάκη». Ένας ύμνος στην αξία του ταξιδιού, ένας ύμνος στο πιο μεγάλο ανθρώπινο ταξίδι, την ίδια τη ζωή. Μία παρότρυνση να ζούμε την κάθε στιγμή, άσχετα με τον προορισμό μας, άσχετα με το στόχο μας. Αλλά και οι στόχοι που βάζουμε, ακόμη και αν τους ξεπεράσουμε, ακόμη κι αν τελικά φτωχούς τους βρούμε, η μεγάλη τους αξία είναι ότι μας χάρισαν το πλούσιο ταξίδι

 

Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη, 
να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος, 
γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις.

Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας, 
τον θυμωμένο Ποσειδώνα μη φοβάσαι, 
τέτοια στο  δρόμο σου ποτέ σου δέν θα βρεις, 
αν μέν᾿ η σκέψις σου υψηλή, αν εκλεκτή
συγκίνησις το πνεύμα και το σώμα σου αγγίζει.

Τους  Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας, 
τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις, 
αν δεν τους κουβανείς μες στην ψυχή σου, 
αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου.

Να εύχεσαι να ῾ναι μακρύς ο δρόμος. 
Πολλά τα καλοκαιρινά πρωϊά να είναι 
που με τι ευχαρίστηση, με τι χαρά 
θα μπαίνεις σε λιμένας πρωτοειδωμένους·

να σταματήσεις σ᾿ εμπορεία Φοινικικά, 
και τες καλές πραγμάτειες ν᾿ αποκτήσεις, 
σεντέφια και κοράλλια, κεχριμπάρια κ᾿ έβενους, 
και ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής, 
όσο μπορείς πιο άφθονα ηδονικά μυρωδικά.

Σε πόλεις Αιγυπτιακές πολλές να πας, 
να μάθεις και να μάθεις απ᾿ τους σπουδασμένους. 
Πάντα στο νου σου νάχης την Ιθάκη. 
Το φθάσιμον εκεί ειν᾿ ο προορισμός σου.

Αλλά μη βιάζης το ταξείδι διόλου. 
Καλλίτερα χρόνια πολλά να διαρκέσει. 
Και γέρος πια ν᾿ αράξης στο νησί, 
πλούσιος με όσα κέρδισες στον δρόμο, 
μη προσδοκώντας πλούτη να σε δώση η Ιθάκη.

Η Ιθάκη σ᾿ έδωσε τ᾿ ωραίο ταξίδι. 
Χωρίς αυτήν δεν θάβγαινες στον δρόμο. 
Άλλα δεν έχει νά σε δώσει πιά.

Κι αν πτωχική την βρης, η Ιθάκη δεν σε γέλασε. 
Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα, 
ήδη θα το κατάλαβες οι Ιθάκες τι σημαίνουν.

 Οι πόνοι της Παναγιάς - Κώστας Βάρναλης (1927)

 

Πού να σε κρύψω, γιόκα μου, να μη σε φτάνουν οι κακοί;
Σε ποιο νησί του Ωκεανού, σε ποια κορφήν ερημική;
Δε θα σε μάθω να μιλάς και τ’ άδικο φωνάξεις
Ξέρω πως θάχεις την καρδιά τόσο καλή, τόσο γλυκή,
που με τα βρόχια της οργής ταχιά θενά σπαράξεις.

Συ θα ‘χεις μάτια γαλανά, θα ‘χεις κορμάκι τρυφερό,
θα σε φυλάω από ματιά κακή και από κακό καιρό,
από το πρώτο ξάφνιασμα της ξυπνημένης νιότης.
Δεν είσαι συ για μάχητες, δεν είσαι συ για το σταυρό.
Εσύ νοικοκερόπουλο, όχι σκλάβος, όχι σκλάβος ή προδότης

Τη νύχτα θα σηκώνομαι κι αγάλια θα νυχοπατώ,
να σκύβω την ανάσα σου ν’ ακώ, πουλάκι μου ζεστό
να σου ‘τοιμάζω στη φωτιά γάλα και χαμομήλι,
κ’ ύστερα απ’ το παράθυρο με καρδιοχτύπι να κοιτώ
που θα πηγαίνεις στο σκολειό με πλάκα και κοντύλι…

Κι αν κάποτε τα φρένα σου το Δίκιο, φως της αστραπής,
κι η Αλήθεια σου χτυπήσουνε, παιδάκι μου, να μη την πεις.
Θεριά οι ανθρώποι, δεν μπορούν το φως να το σηκώσουν.
Δεν είναι αλήθεια πιο χρυσή σαν την αλήθεια της σιωπής.
Χίλιες φορές να γεννηθείς, τόσες θα σε σταυρώσουν.

 Ώχου, μου μπήγεις στην καρδιά, χίλια μαχαίρια και σπαθιά.
στη γλώσσα μου ξεραίνεται το σάλιο, σαν πικρή αψιθιά!
– Ω! πώς βελάζεις ήσυχα, κοπάδι εσύ βουνίσιο …-
Βοηθάτε, ουράνιες δύναμες, κι ανοίχτε μου την πιο βαθιά
την άβυσσο, μακριά απ’ τους λύκους να κρυφογεννήσω!

Αντισταθείτε

Απριλίου 06, 2019

Η διαθήκη μου, του Μιχάλη Κατσαρού (1950) 

Αντισταθείτε, σ’ αυτόν που χτίζει ένα μικρό σπιτάκι 
και λέει: καλά είμαι εδώ. 
Αντισταθείτε, σ’ αυτόν που γύρισε πάλι στο σπίτι 
και λέει: Δόξα σοι ο Θεός . 

Αντισταθείτε,
στον περσικό τάπητα των πoλυκατοικιών 
στον κοντό άνθρωπο του γραφείου 
στην εταιρεία εισαγωγαί- εξαγωγαί 
στην κρατική εκπαίδευση 
στο φόρο 
σε μένα ακόμα που σας ιστορώ. 

Αντισταθείτε, 
σ’ αυτόν που χαιρετάει απ’ την εξέδρα ώρες
ατέλειωτες τις παρελάσεις 
σ’ αυτή την άγονη κυρία που μοιράζει 
έντυπα αγίων λίβανον και σμύρναν 
σε μένα ακόμα που σας ιστορώ. 

Αντισταθείτε πάλι σ’ όλους αυτούς που λέγονται μεγάλοι 
στον πρόεδρο του Εφετείου αντισταθείτε 
στις μουσικές τα τούμπανα και τις παράτες 
σ’ όλα τ’ ανώτερα συνέδρια που φλυαρούνε 
πίνουν καφέδες σύνεδροι συμβουλατόροι 
σ’ όλους που γράφουν λόγους για την εποχή 
δίπλα στη χειμωνιάτικη θερμάστρα 
στις κολακείες τις ευχές τις τόσες υποκλίσεις 
από γραφιάδες και δειλούς για το σοφό αρχηγό τους. 

 Τότε μπορεί βέβαιοι να περάσουμε προς την 
Ελευθερία.

«Κι αν πράγματι ο κόσμος είχε δίκιο, αν αυτή η μουσική στα καφενεία, αν αυτές οι μαζικές διασκεδάσεις, αν αυτοί οι άνθρωποι που είναι ικανοποιημένοι με τόσα λίγα, έχουν δίκιο, τότε εγώ έχω άδικο, τότε είμαι τρελός, τότε είμαι πράγματι ο λύκος της στέπας, όπως συχνά αποκαλούσα τον εαυτό μου, το ζώο που χάθηκε σ' ένα κι ακατανόητο κόσμο, και δεν μπορεί να βρει μια πατρίδα, αέρα και τροφή».

Ο Λύκος της Στέπας εκδόθηκε το 1927 και είναι το μυθιστόρημα που έκανε παγκόσμια γνωστό τον Έρμαν Έσσε. Ήρωας του μυθιστορήματος είναι ο Χάρυ Χάλερ που ζει μόνος του σε ένα νοικιασμένο δωμάτιο. Κατά τη διάρκεια της ζωής του προσπάθησε, κάτω από την πίεση της φυσικής ανάγκης του ανθρώπου για συντροφικότητα, να ζήσει όπως όλοι οι άλλοι άνθρωποι. Δυστυχώς, δεν μπόρεσε να προσαρμοστεί στις απαιτήσεις και αποφάσισε να ζήσει μόνος του, όπως ένας λύκος της στέπας. Νιώθει ξένος σ’ έναν ξένο κόσμο

Ο Χάρυ είναι άνθρωπος του πνεύματος και της υψηλής αισθητικής, αγαπά την κλασσική μουσική, διαβάζει υψηλή λογοτεχνία και φιλοσοφία, όλα αυτά τα προϊόντα του ανθρώπινου πολιτισμού που ανέβασαν τον άνθρωπο πάνω από το επίπεδο ενός ζώου.

Μαζί με αυτά, όμως, η κοινωνικοποίηση του ανθρώπου δημιούργησε και τον αστικό καθωσπρεπισμό, την αστική υποκρισία και τους κοινωνικούς συμβιβασμούς, πράγματα που ο Χάρυ δεν μπορεί να αντέξει

«Ένα πράγμα μίσησα, σιχάθηκα και καταράστηκα με όλο μου το είναι: αυτή την ικανοποίηση, αυτή την υγεία, την άνεση, αυτή την καλλιεργημένη αισιοδοξία του αστού, αυτή την παχιά και ωφέλιμη εκτροφή του μετρίου, του φυσιολογικού και του μέσου όρου …

… Ο αστός είναι έτσι απ' τη φύση του, ένα πλάσμα με αδύναμο ζωτικό ένστικτο, φοβισμένο, που φοβάται ακόμα και στον εαυτό του να παραδοθεί. Βλέπουμε ότι έχει ισχυρές παρορμήσεις, τόσο για να γίνει άγιος όσο και άθλιος, αλλά λόγω κάποιας αδυναμίας ή αδράνειας δεν κατάφερε να πάρει φόρα και να βγει στο ελεύθερο σύμπαν και παρέμεινε δεμένος στην τροχιά του μητρικού πλανήτη της αστικής κοινωνίας

… αυτό που λέμε αστική ζωή, που είναι ένα βασικό χαρακτηριστικό στην ανθρώπινη φύση, δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια προσπάθεια να εξισωθούν και να εξισορροπηθούν οι αναρίθμητες αντιθέσεις της ανθρώπινης συμπεριφοράς.

Αυτό μπορούμε να το καταλάβουμε καλά, αν πάρουμε το παράδειγμα της αντίθεσης ανάμεσα στην άγια και τη βέβηλή μορφή ζωής. Ο άνθρωπος μπορεί να δοθεί εξ ολοκλήρου στην πνευματική σφαίρα, να πλησιάσει τη θεία ζωή και ν’ αφιερωθεί στο ιδεώδες της αγιότητας. Έχει όμως και την ολότελα αντίθετη δυνατότητα, να παραδοθεί στις ορμές του, στην απαίτηση των αισθήσεων, και να σταφεί ολοκληρωτικά στο κυνηγητό της απόλαυσης.

Ο ένας δρόμος οδηγεί στην αγιότητα, στο μάρτυρα του πνεύματος, στην αυτοπροσφορά στο Θεό. Ο άλλος δρόμος οδηγεί στη βέβηλη ζωή, στο μάρτυρα των ορμών, στην αυτοπροσφορά, στην ακολασία.

Ο αστός λοιπόν προσπαθεί να ζήσει στο μέσο αυτών των δύο ακροτήτων. Δεν παραδίνεται ούτε στην κραιπάλη, ούτε στην άσκηση. Δε γίνεται μάρτυρας ούτε επιδοκιμάζει την εξόντωσή του. Αντίθετα, το ιδανικό του αστού δεν είναι προσφορά και θυσία, αλλά διατήρηση του εγώ. Η προσπάθειά του δε στρέφεται ούτε στην αγιότητα ούτε στο αντίθετό της. Το απόλυτο του είναι ανυπόφορο. Θέλει να υπηρετήσει το Θεό, αλλά συνάμα και την κραιπάλη. Αγαπά την αρετή, αλλά θέλει να ζήσει στη γη καλά και άνετα. Με λίγα λόγια, προσπαθεί να ζήσει άνετα ανάμεσα στα άκρα, σε μια μετρημένη και άνετη ζωή, χωρίς δυνατές φουρτούνες και καταιγίδες. Κι όλα αυτά τα πετυχαίνει, αφού θυσιάσει την ένταση της ζωής και των αισθημάτων που παρέχει η ζωή του απόλυτου και των άκρων. Ο αστός δεν εκτιμά τίποτα περισσότερο παρά μόνο το εγώ. Θυσιάζοντας λοιπόν την ένταση πετυχαίνει τη διατήρηση και τη σιγουριά.

… ο “άνθρωπος” αυτής της συμβατικής ζωής, όπως και κάθε αστικό ιδεώδες, είναι ένας συμβιβασμός, μια συνετή και πονηρή προσπάθεια, ώστε να αποτινάξει, ώστε να αποτινάξει τόσο την κακή αρχέγονη μητέρα φύση, όσο και το ενοχλητικό αρχέγονο πνεύμα και τις απαιτήσεις του και να ζήσει στη χλιαρή μεσότητα, ανάμεσα και στους δυο. Γι αυτό επιτρέπει κι ανέχεται ο αστός αυτό που ονομάζει “προσωπικότητα”, παραδίνει όμως την πραγματικότητα αυτή συνάμα στο Μολώχ του “κράτους” και παίζει συγχρόνως και με τις δυο πραγματικότητες. Γι αυτό ακριβώς ο αστός αυτόν που καίει σήμερα σαν αιρετικό κι εγκληματία, αύριο τον τιμά και του υψώνει μνημεία»

Ο Χάρυ προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα σε δύο κόσμους:

«Ο Χάρυ βρίσκει μέσα του έναν «άνθρωπο», δηλαδή έναν κόσμο με σκέψεις, αισθήματα, πολιτισμό, με πειθαρχημένη και εξιδανικευμένη φύση, και συνάμα βρίσκει και ένα «λύκο», δηλαδή ένα σκοτεινό κόσμο με ορμές, με αγριότητα, με ωμή και χωρίς εξιδανίκευση φύση»

Έτσι, όμως, δεν είναι στην πραγματικότητα κάθε άνθρωπος ;

« … [Ο άνθρωπος] δεν είναι τίποτα άλλο παρά η στενή και επικίνδυνη γέφυρα ανάμεσα στη φύση και στο πνεύμα. Η πιο βαθιά παρόρμηση τον οδηγεί προς το πνεύμα, προς το Θεό, ενώ η πιο βαθιά λαχτάρα τον πηγαίνει πίσω προς τη φύση, προς τη μητέρα ανάμεσα στις δυο δυνάμεις, αιωρείται γεμάτη άγχος και τρεμάμενη η ζωή του»

… Υπάρχουν αρκετοί άνθρωποι και καλλιτέχνες, που μοιάζουν στο χαρακτήρα με το Χάρυ. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι έχουν δυο ψυχές, δυο ουσίες. Σ ‘αυτούς συνυπάρχουν το θείο και το δαιμονικό στοιχείο, μητρικό και πατρικό αίμα, η ευαισθησία για την ευτυχία και τον πόνο σε μια εχθρική και μπερδεμένη σχέση, όπως ακριβώς συνυπήρχαν ο λύκος και ο άνθρωπος στο Χάρυ.

Ο Χάρυ ξέρει πως πέρα από το μέσο “άνθρωπο” της συμβατικής ζωής υπάρχει και ο αληθινός άνθρωπος, αλλά ο δρόμος προς αυτόν δεν είναι καθόλου εύκολος

« … φτωχέ μου Λύκε της Στέπας, έχεις να βαδίσεις ακόμα το μακρινό δρόμο της ενανθρώπησης, το γεμάτο κόπο και δυσκολίες, θα πολλαπλασιάσεις τη διπλή σου φύση και την περίπλοκη ζωή θα την κάνεις ακόμα πιο περίπλοκη … πρέπει να πάρεις τελικά με πόνο μέσα στη διευρυνόμενη ψυχή σου ολόκληρο τον κόσμο κι ίσως καμιά φορά να φτάσεις στο τέλος και την ησυχία

… δε γυρίζει πίσω κανένας δρόμος, ούτε στο λύκο, ούτε στο παιδί. Η αρχή των πραγμάτων δεν είναι αθωότητα, ούτε απλότητα. Κάθε δημιούργημα και το πιο απλό, είναι ήδη ένοχο, διασπαρμένο και βυθισμένο στο βρόμικο ρεύμα του γίγνεσθαι και ποτέ δεν μπορεί να πάει πίσω. Ο δρόμος προς την αθωότητα, στο αδημιούργητο, στο Θεό, δεν οδηγεί πίσω, αλλά μπροστά, όχι στο λύκο ή το παιδί, αλλά διαρκώς στην ενοχή, ολοένα βαθύτερα στην ενανθρώπηση

… αντί να στενέψεις τον κόσμο σου, να απλοποιήσεις την ψυχή σου, θα είσαι συνέχεια ο ίδιος κόσμος. Πρέπει να πάρεις τελικά με πόνο μέσα στη διευρυνόμενη ψυχή σου ολόκληρο τον κόσμο κι ίσως καμιά φορά να φτάσεις στο τέλος και στην ησυχία»

Όλα αυτά, όμως, έχουν ένα τίμημα και αυτό δεν είναι άλλο από την καταδίκη του Χάρυ σε απέραντη μοναξιά. Στην αρχή, αυτή η μοναξιά του φάνηκε ως θείο δώρο

«Η μοναξιά είναι ανεξαρτησία. Την είχα επιθυμήσει και την είχα αποκτήσει εδώ και πολλά χρόνια. Ήταν παγερή, ω ναι, ήταν επίσης γαλήνια, συγκλονιστικά γαλήνια και απέραντη, όπως ο ήσυχος και παγερός χώρος, όπου κινούνται τα αστέρια»

Με το πέρασμα του χρόνου όμως, κατάλαβε πως η μοναξιά δεν ήταν επιλογή

«… η μοναξιά και η ανεξαρτησία δεν ήταν επιθυμία και σκοπός του, αλλά μοίρα του και καταδίκη του»

 ποίημα της Ε.Βακαλό -1978

Θα σας πω πώς έγινε
Έτσι είναι η σειρά
Ένας μικρός καλός άνθρωπος αντάμωσε στο δρόμο του έναν χτυπημένο
Τόσο δα μακριά από κείνον ήτανε πεσμένος και λυπήθηκε
Τόσο πολύ λυπήθηκε που ύστερα φοβήθηκε
Πριν κοντά του να πλησιάσει για να σκύψει να τον πιάσει, σκέφτηκε καλύτερα
Τι τα θες τι τα γυρεύεις
Κάποιος άλλος θα βρεθεί από τόσους εδώ γύρω, να ψυχοπονέσει τον καημένο
Και καλύτερα να πούμε
Ούτε πως τον έχω δει
Και επειδή φοβήθηκε
Έτσι συλλογίστηκε
Τάχα δεν θα είναι φταίχτης, ποιον χτυπούν χωρίς να φταίξει;
Και καλά του κάνουνε αφού ήθελε να παίξει με τους άρχοντες
Άρχισε λοιπόν και κείνος
Από πάνω να χτυπά

Αρχή του παραμυθιού καλημέρα σας


Warning: count(): Parameter must be an array or an object that implements Countable in /srv/disk3/2763186/www/atticavoice.gr/templates/ts_news247/html/com_k2/templates/default/user.php on line 269

Youtube Playlists

youtube logo new

youtube logo new

© 2022 Atticavoice All Rights Reserved.