φωτογραφία του Κώστα Μπαλάφα
Ακόμη μια σχολική χρονιά ξεκινά με τεράστιες ελλείψεις στα δημόσια σχολεία. Έπρεπε να έρθει η πανδημία του κορονοϊού για να ακουστεί το αίτημα για 15 μαθητές ανά τμήμα, ένα αίτημα που έπρεπε να υπάρχει ούτως ή άλλως και ανεξάρτητα από τις τρέχουσες συνθήκες. Πόσο μάλλον τώρα, που καλούνται οι μαθητές να στοιβάζονται σε τάξεις των 25 και περισσότερων ατόμων. Χιλιάδες είναι επίσης τα κενά στους καθηγητές, ακόμη και κάτω από αυτό το απαράδεκτο, παιδαγωγικά και υγειονομικά, στρίμωγμα των μαθητών. Και μέσα σε όλα τα άλλα, ορατός είναι ο κίνδυνος να κλείσουν ανά πάσα στιγμή τα σχολεία.
Οι μαθητές προσπαθούν να αντιδράσουν και κάνουν καταλήψεις. Αλίμονο αν δεν αντιδρούσε ο νέος. Έτσι είναι η φύση του. Να αντιδρά. Ενάντια στην εξουσία του αυταρχικού γονιού, ενάντια στην εξουσία της αυταρχικής και απρόσωπης παιδείας, ενάντια στην αυθαιρεσία και αναλγησία της όποιας εξουσίας. Ο νέος, όταν εξεγείρεται, έχει πάντα δίκιο, ακόμη και αν δεν αντιλαμβάνεται ποιο είναι ακριβώς. Είμαστε βέβαιοι πως αν η κοινωνία και τα σχολεία ήταν καλύτερα, δεν θα υπήρχαν οι καταλήψεις. Ως εκ τούτου, δεν πρόκειται εμείς να υψώσουμε το δάκτυλο, ούτε να ζητήσουμε τη βίαιη κατάλυση των καταλήψεων με αστυνομικούς και εισαγγελείς όπως κάνουν αυτοί που έχουν φέρει την παιδεία και την κοινωνία στα έσχατα όριά τους
Διαβάσαμε, όμως, μια πραγματικά συγκινητική ιστορία, από το λογαριασμό της εξαιρετικής Νίνας Γεωργιάδου και θελήσαμε να την μοιραστούμε μαζί σας . Μια ιστορία από το βιβλίο της Λότης Πέτροβιτς "Ο καιρός της σοκολάτας". Την αναδημοσιεύουμε λοιπόν όπως την απέδωσε η Νίνα
Το 1943, χρονιά της θανατηφόρας πείνας, αντί για το άγευστο νερόπλυμα που το έλεγαν σούπα, μοιράστηκε, μια μέρα στο συσσίτιο, ένα σκούρο πηχτό σιρόπι.
Τα παιδιά ξετρελάθηκαν με τη γλύκα.
Βουτούσαν τα δάχτυλά τους κι έγλειφαν αχόρταγα. Κι έτσι όπως τα παιδιά δε σκαμπάζουν εύκολα από φόβο και θάνατο, πασάλειψαν το χερούλι στην πόρτα της αίθουσας, να κολλήσουν τα χέρια της δασκάλας, να δουν την όψη της και να γελάσουν, τα πεινασμένα σκανταλιάρικα.
Μπήκε, περπατώντας αβέβαια καθώς είχε μείνει πετσί και κόκαλο. Και πριν προλάβει να κλείσει ξανά την πόρτα και να πει, «καλημέρα, παιδιά, ησυχία», τα μάτια της έγιναν δυο πλημμύρες. Έγλειψε τα δάχτυλα που κολλούσαν και μέσα στην αναπάντεχη αφωνία των παιδιών, έπεσε στα γόνατα και, κλαίγοντας, έγλειψε το πασαλειμμένο με την πηχτή γλύκα χερούλι.
“Μη σπαταλάτε τη σοκολάτα, παιδιά. Είναι αμαρτία. Σας τη μοιράσαμε όλη”.
Ολόκληρη την ιστορία, όπως την αφηγείται η Λότη Πέτροβιτς στο βιβλίο της, μπορείτε να τη διαβάσετε εδώ