Σήμερα θα πήγαινε στα δικαστήρια. Δεν είχε βρεθεί ποτέ σε δικαστήριο∙ ούτε για υπόθεση δική του, πόσο μάλλον για υποστήριξη άλλων. Σήμερα όμως τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Ανάμεσα στους κατηγορούμενους θα ήταν και κάποια γνωστά του παιδιά, είκοσι χρονών. Ίσως ένας από αυτούς να ήταν και ο γιος του
Τα παιδιά αυτά είχαν συλληφθεί στην εισβολή της Αστυνομίας στα Προσφυγικά της Λεωφόρου Αλεξάνδρας. Κάποια από αυτά αμύνθηκαν, κάποια άλλα όχι. Όλα συνελήφθησαν όμως με την απειλή όπλων, χτυπήθηκαν, υβρίστηκαν, δέθηκαν με χειροπέδες, ταλαιπωρήθηκαν ένα εικοσιτετράωρο άυπνοι και τώρα να που βρίσκονται κατηγορούμενοι στα δικαστήρια της Ευελπίδων με πλήθος κατηγοριών να τους βαραίνουν. Κατηγορίες καταγέλαστες και μαζικές, με την πιο αληθινή όμως, αυτή που πραγματικά τους έστειλε εκεί, να απουσιάζει από το κατηγορητήριο. Αυτή της ανυπακοής και της αψήφησης της εξουσίας και των όπλων της Αστυνομίας
Ο άνθρωπός μας μπήκε στην αίθουσα, βρήκε μία θέση και κάθισε. Άρχισε αμέσως να μετράει τις καρέκλες. Από μικρό παιδί του άρεσε να μετράει. Μετρούσε τα σκαλοπάτια που ανέβαινε, μετρούσε τα πλακάκια στον τοίχο της κουζίνας, μετρούσε τα βήματα που έκανε όταν πήγαινε πάνω-κάτω από νευρικότητα. Και δεν ήτανε λίγες αυτές οι φορές. Τις μέτρησε και τις βρήκε εξήντα. Τέσσερεις σειρές καρέκλες ήταν, από δεκαπέντε καρέκλες η κάθε μια. Οι κατηγορούμενοι μόνο ήταν εβδομηνταοχτώ. Χώρια οι συμπαραστεκόμενοι όπως αυτός, χώρια οι μάρτυρες-αστυνομικοί που βρίσκονταν κι αυτοί μέσα στην αίθουσα, όρθιοι, δίπλα-δίπλα με πολλούς από τους κατηγορούμενους.
Κάποια στιγμή μπήκαν στην αίθουσα τα μέλη του δικαστηρίου και ο πρόεδρος άρχισε να διαβάζει τα ονόματα. Εβδομήντα οχτώ ονόματα. Αρκετά από αυτά ξενικά. Αγγλία, Γαλλία Ισπανία, Τουρκία, Κογκό. Ήταν διαφόρων ηλικιών, αλλά κυρίως νέοι. Έβλεπε πολλά εικοσάχρονα παιδιά και μικροσκοπικές κοπέλες. Όλοι αυτοί ήταν κατηγορούμενοι μεταξύ πολλών άλλων αδικημάτων και για αυτό της απόπειρας πρόκλησης βαριάς σωματικής βλάβης σε αστυνομικούς. Ο άνθρωπός μας θυμήθηκε τη Δίκη του Κάφκα και δεν ήξερε αν έπρεπε να κλάψει ή να γελάσει.
«Μα αυτή ήταν η πρακτική των ναζί» σκεφτόταν. «Συλλογική ευθύνη και μαζικές εκτελέσεις ανθρώπων, όχι απαραίτητα γι αυτά που έκαναν, αλλά κυρίως γι αυτό που ήταν. Για το ότι δεν δέχονταν την τάξη πραγμάτων που προσπαθούσαν να επιβάλλουν»
Η διαδικασία πάντως στην αίθουσα κυλούσε ομαλά. Ο πρόεδρος ήταν άνετος και καλοδιάθετος, το ίδιο και οι κατηγορούμενοι. Δεν έλειψαν μάλιστα και κάποιες στιγμές γέλιου. Μετά την ανάγνωση των ονομάτων των κατηγορουμένων ακολούθησε και η ανάγνωση των ονομάτων των μαρτύρων αστυνομικών. Εκεί διαπιστώθηκε ότι πολλοί από αυτούς απουσίαζαν. Μαζί με το γεγονός πως κάποιοι από τους κατηγορούμενους δεν γνώριζαν ελληνικά και δεν υπήρχε ο κατάλληλος διερμηνέας γι αυτούς, αποφασίστηκε τελικά η αναβολή της δίκης με συνοπτικές διαδικασίες
Η διαδικασία έλαβε τέλος και ο άνθρωπός μας σηκώθηκε κι αυτός μαζί με τους υπόλοιπους παρευρισκόμενους και βγήκε έξω από την αίθουσα εν μέσω μαζικών συνθημάτων. Οι κατηγορούμενοι μαζί με τους υποστηρικτές τους συγκεντρώθηκαν έξω από το κτήριο και συνέχισαν να φωνάζουν συνθήματα. Φαινόταν πως το διασκέδαζαν ή τουλάχιστον πως δεν φοβόντουσαν. Τους κοίταζε έναν-έναν και απορούσε. "Πού έβρισκαν αυτά τα παιδιά τόσο θάρρος και τόση βεβαιότητα; Να ήταν μήπως το νεαρό της ηλικίας τους;" Μα πότε αυτός είχε υπάρξει βέβαιος; Πάντοτε, όσο θυμάται τον εαυτό του, αμφέβαλλε και πάντοτε έφευγε και αποτραβιόταν καταλήγοντας σαν μοναχικός λύκος. Θυμάται όταν διάβαζε το Λύκο της Στέπας, πόσο του άρεσε να ταυτίζεται με τον ήρωα. Και να που τώρα, βρισκόταν εκεί, μέσα σε μια θάλασσα συλλογικής και άφοβης βεβαιότητας που τον κυρίευε και ανέλπιστα τον γοήτευε.
Η κακοκαιρία όμως δε θα αργούσε να ξεσπάσει. Λίγο πιο πέρα, πολλά πράσινα πάνοπλα ανθρωποειδή είχαν παραταχθεί και είχαν πάρει θέση μάχης. Ποτέ του δεν τους είχε χωνέψει. Είχε πνιγεί πολλές φορές φορές από τα δακρυγόνα τους. Τους είχε ακούσει να μιλούν χυδαία και βρώμικα στον κόσμο και ειδικά στις γυναίκες. Τους είχε δει πόσο βάρβαρα χτυπούσαν όσους συνελάμβαναν, όταν αυτοί ήταν δεμένοι και ακινητοποιημένοι. Τον ίδιο όμως, δεν τον είχαν χτυπήσει ποτέ. Και πάντοτε, όταν αυτός περνούσε από δίπλα τους, ακόμη και όταν τους κοιτούσε με μια υπέρμετρη υπεροψία, είχε μια περίεργη βεβαιότητα πως αυτοί δε θα άπλωναν ποτέ το χέρι τους πάνω του. Νόμιζε πως το φιλήσυχο ύφος του θα τους απέτρεπε. Νόμιζε πως αυτά τα ανθρωποειδή ήταν σαν τα ζώα που μπορούσαν να οσμίζονται από μακριά αν κάποιος αποτελεί κίνδυνο ή όχι. Δεν ήξερε όμως ότι ήταν κατώτεροι από τα ζώα
Και ενώ σκεφτόταν όλα αυτά, εν μέσω αποδοκιμασιών, άρχισαν να βγαίνουν από το κτήριο και οι μάρτυρες αστυνομικοί, προκαλώντας τους συγκεντρωμένους και κάνοντας προς αυτούς το σήμα των τριών δακτύλων. Και προς άρση παρεξηγήσεων, αυτά τα δάχτυλα που πρότασσαν με ειρωνικά χαμόγελα οι αστυνομικοί δεν ήταν τα δάκτυλα ευλογίας με τα οποία ο παπάς ευλογεί το ποίμνιό του, όχι. Οι συγκεντρωμένοι συνέχισαν να αποδοκιμάζουν και μόλις οι μάρτυρες-αστυνομικοί πέρασαν πίσω από τα πράσινα ανθρωποειδή, αυτά άρχισαν να κινούνται συντεταγμένα προς το μέρος τους. Οι περισσότεροι από τους συγκεντρωμένους άρχισαν να υποχωρούν. Ήξεραν τι θα επακολουθήσει. Όχι όμως και ο άνθρωπός μας. Δεν καταλάβαινε γιατί έπρεπε να τρέξει σαν κυνηγημένος. Και, εξάλλου, τι είχε να φοβηθεί; Αυτόν δεν υπήρχε περίπτωση να τον χτυπήσουν. Έτσι πίστευε τουλάχιστον
Πολύ σύντομα όμως, ο άνθρωπός μας διαψεύστηκε πανηγυρικά. Ταυτόχρονα με κάποιες κραυγές που ακούστηκαν δίπλα του, ένιωσε δυνατά το πρώτο χτύπημα από πίσω, στο ύψος του ώμου του. Γύρισε να δει ποιος τον χτύπησε και τότε δέχτηκε και το επόμενο χτύπημα. Και το επόμενο. Όλα γίνονταν πλέον πολύ γρήγορα. Ενστικτωδώς, άπλωσε το αριστερό του χέρι να προστατεύσει το κεφάλι του και ταυτόχρονα αντιστεκόταν στις ασπίδες που τον έσπρωχναν. Δεν μπορούσε να πιστέψει πως κάποιοι υποτιθέμενοι φύλακες του νόμου και της τάξης χτυπούσαν απρόκλητα έναν σαφώς ακίνδυνο γι αυτούς άνθρωπο. « Μα τι κάνετε; Γιατί χτυπάτε;» τους ρωτούσε. Κανείς απ αυτούς δεν απαντούσε. Και όχι μόνο αυτό, αλλά ούτε την παραμικρή σύσπαση δεν έκανε το πρόσωπό τους. Χτυπούσαν σα να ήταν μηχανές, σαν τον οικοδόμο που καρφώνει πρόκες τη μία μετά την άλλη.
Δεν είμαστε σίγουροι αν ο άνθρωπός μας εκείνη τη στιγμή φοβόταν. Το πιο πιθανό είναι ότι ένιωθε φόβο, αλλά δεν είχε το χρόνο να επεξεργαστεί το αίσθημα αυτό. Αυτό που ήταν σίγουρο όμως, ήταν πως με ένα περίεργο πείσμα είχε μουλαρώσει, αποφασισμένος να μη γυρίσει την πλάτη του σ΄ αυτούς και να τρέξει σαν κυνηγημένος. Δεν καταλάβαινε για ποιο λόγο να αρχίσει να τρέχει κυνηγημένος, πόσο μάλλον από τους υπάνθρωπους που πάντοτε υποτιμούσε. Την ίδια στιγμή, ένα κορίτσι, ίσως να ήταν και η κόρη του, πιασμένο πάνω του σαν να τον προστάτευε, ούρλιαζε προς τους υπάνθρωπους. «Γιατί χτυπάτε, ρε; Γιατί χτυπάτε; Πάτε καλά;» Ούτε και αυτή όμως έπαιρνε απάντηση
Ήταν από εκείνες τις στιγμές που ο χρόνος έπαιρνε περίεργες διαστάσεις. Όλο αυτό το σκηνικό μπορεί να κράτησε ένα ή δύο λεπτά μόνο, όμως ο άνθρωπός μας είχε προλάβει να κάνει ένα σωρό σκέψεις. Του φαινόταν πως τα χτυπήματα σιγά σιγά αραίωναν, το ίδιο και τα σπρωξίματα. Ίσως, σκεφτόταν, το τσιπάκι τους να μην είναι προγραμματισμένο για μια τέτοια αντίδραση όπως η δική του. Μέχρι τώρα οι υπάνθρωποι, δύο είδη αντιδράσεων συναντούσαν. Είτε ανθρώπους που έτρεχαν κυνηγημένοι να γλιτώσουν, είτε ανθρώπους που αποφάσιζαν να τους αντιμετωπίσουν στα ίσα ανταποδίδοντας τη βία τους. Αυτό το πράγμα που συναντούσαν όμως τώρα, δεν μπορούσαν να το επεξεργαστούν. Έβλεπαν έναν άνθρωπο να κάθεται όρθιος μπροστά τους, να τρώει ξύλο, να μην υποχωρεί, να μην αντιδρά και τους ρωτάει συνεχώς γιατί το κάνουν. Ίσως, σκεφτόταν ο άνθρωπός μας, αν και άλλοι αντιδρούσαν έτσι, ίσως να βραχυκύκλωναν εντελώς τα κυκλώματα των ανθρωποειδών
Έκανε και άλλες περίεργες ή και αστείες σκέψεις εκείνη τη στιγμή. Του φαινόταν πως αυτοί που τον χτυπούσαν ήταν οι κοντοί, ενώ οι ψηλοί ήταν αυτοί που τον έσπρωχναν με τις ασπίδες. "Ίσως αυτό να είναι το σύστημά τους", σκεφτόταν. "Ίσως πάλι οι ψηλοί να αναλάβουν δράση όταν αποφασίσουν να με χτυπήσουν στο κεφάλι".
Τελικά το γλίτωσε το κεφάλι του ο άνθρωπός μας καθώς, κάποια στιγμή, οι υπάνθρωποι αποφάσισαν να τον αφήσουν, αυτόν και το κορίτσι, και να τρέξουν να ενωθούν με τους υπόλοιπους, οι οποίοι εδώ και ώρα είχαν πάρει στο κυνήγι τους υπόλοιπους χτυπώντας τους και ρίχνοντας δακρυγόνα. Αρκετά είχαν χάσει το χρόνο τους με τους περίεργους
Ο άνθρωπός μας είχε μείνει μόνος του, μαζί με το κορίτσι. Ή έτσι νόμιζε τουλάχιστον. Και να σκεφτεί κανείς πως ήταν από εκείνους τους ανθρώπους που το πρώτο πράγμα που τον ένοιαζε, ήταν το τι θα πει ο κόσμος. Σκόνταφτε και αντί να κοιτάξει να δει τι έπαθε, κοιτούσε πρώτα αν τον είχε δει κανείς και αν έγινε ρεζίλι. Τώρα όμως, εκείνη τη στιγμή, γι αυτόν, δεν υπήρχε κανείς γύρω του, εκτός από το κορίτσι. Και οι βόμβες κρότου-λάμψης που άκουγε να πέφτουν στο βάθος. Και οι δικοί του άνθρωποι που ένιωθε πως κινδύνευαν από τους υπερασπιστές του νόμου.
Μαζί με το κορίτσι ξεκίνησαν να δουν τι γίνεται. Σιγά-σιγά επανερχόταν στην πραγματικότητα και μπορούσε πλέον να παρατηρεί. Στο τσιμέντο κείτονταν πράγματα που είχαν πέσει από τους κυνηγημένους στην προσπάθειά τους να γλιτώσουν από τη μανία των υπανθρώπων. Αλλά και κάποιοι καφέδες, το μόνο πράγμα που πέταξαν οι κυνηγημένοι εναντίον των ανθρωποειδών. Ένας από αυτούς τους καφέδες μάλιστα είχε πετύχει και τον ίδιο, την ώρα που είχε βρεθεί σε αυτό το περίεργο σύμπλεγμα με τους υπανθρώπους.
«Κοίτα να δεις», είπε και γέλασε. «Να τρώω ξύλο από τους μπάτσους και καφέδες από τους δικούς μου». Η ατμόσφαιρα μέσα στον περίβολο των δικαστηρίων ήταν αποπνικτική από τα δακρυγόνα που είχαν πέσει. Πέρασε την πύλη και είδε πως κάποιοι υπάνθρωποι είχαν περάσει απέναντι και κυνηγούσαν κάποιους στους γύρω δρόμους, χωρίς να υπάρχει απολύτως κανένας λόγος. Δεν δίστασαν μάλιστα να ρίξουν βόμβες κρότου-λάμψης μέσα στο δρόμο της Ευελπίδων , την ώρα που περνούσαν αυτοκίνητα. Κάποιοι άλλοι υπάνθρωποι κατέβαιναν την Ευελπίδων, κυνηγώντας κάποιους άλλους, πάλι χωρίς κανένα λόγο
«Σαν τα σκυλιά που γαυγίζουν στους άγνωστους επισκέπτες , έτσι από υποχρέωση, για να δικαιολογήσουν το φαγητό τους και την αγάπη του αφεντικού τους» σκέφτηκε
Κατέβηκε σιγά σιγά την Ευελπίδων κοιτάζοντας δεξιά και αριστερά και βρήκε τα παιδιά που έψαχνε. Κάθισαν όλοι μαζί στην άκρη και σιγά-σιγά άρχισαν να μαζεύονται και άλλοι. Δεν ήταν φοβισμένοι, ίσα-ίσα μάλιστα. Είκοσι χρονών παιδιά, τα περισσότερα … κι αυτός θα μπορούσε να ήταν πατέρας τους … ίσως να ήταν κιόλας … μα εκείνη τη στιγμή είχε γίνει ένας από αυτούς, δεν τον ξεχώριζαν. Και σιγά-σιγά τα παιδιά άρχισαν να του μιλάνε, χωρίς αυτός να τους ρωτήσει τίποτα. Τόσες μέρες δεν του είχαν πει τίποτα, ούτε αυτός τους είχε ρωτήσει. Το είχε αποφασίσει πως δε θα ρωτούσε, μόνο όταν αυτοί ήθελαν θα του μιλούσαν από μόνοι τους
«Σπάσανε την πόρτα και μπήκανε μέσα με τα όπλα στα χέρια … Τα μάτια τους γυαλίζανε, σαν να είχανε πάρει κάτι …. κόκα, δεν ξέρω τι σκατά είχανε πάρει…. δεν ήτανε νορμάλ, ήτανε αφιονισμένοι … Πουτάνες, πέστε κάτω, μας φώναζαν σε άντρες και γυναίκες … Εσύ χοντρέ, πέσε κάτω, μπρούμυτα … Πήγαν από πάνω μου , μου έβαλαν το γόνατο στην πλάτη, μου φόρεσαν χειροπέδες και μετά μου έριξαν δυο μπουνιές στο κεφάλι … μπορεί και περισσότερες, δε θυμάμαι»
Τους κοίταζε έναν έναν και απορούσε για μια ακόμη φορά για το θάρρος και την άγνοια κινδύνου που είχαν. Τους είπε να προσέχουν, τους είπε πως οι υπάνθρωποι δεν υπολογίζουν τίποτα. Τους είπε πως δεν το έχουν σε τίποτα να σκοτώσουν άνθρωπο, τους είπε πως μπορούν να τους φορτώσουν με ψεύτικες κατηγορίες . Τα είπε όλα αυτά γιατί ένιωθε πως ήταν υποχρέωσή του. Όχι πως περίμενε να τον ακούσουν. Μα ένιωσε καλύτερα που το έκανε
Κάποια στιγμή τα παιδιά σηκώθηκαν να φύγουν. Θα πήγαιναν πίσω στη Συλλογική κουζίνα στα Προσφυγικά να μαγειρέψουν.
Έφυγε κι αυτός για τη δουλειά του, σε δυο ώρες είχε μάθημα, ήτανε δάσκαλος. Καθηγητής ήταν ο τίτλος του, αλλά προτιμούσε να τον φωνάζουν δάσκαλο. Πήγε σπίτι του, πλύθηκε, άλλαξε ρούχα, έβγαλε από πάνω του τη βρωμιά των πράσινων υπανθρώπων και των δακρυγόνων και μπήκε στην τάξη
« Ίσως κάποιο από αυτά τα παιδιά που έχω μπροστά μου να είναι γιος ενός υπανθρώπου ... ή ίσως κάποιος από αυτούς τους υπάνθρωπους να ήτανε κάποτε μαθητής μου … που δεν μπόρεσα να τον κάνω άνθρωπο»
Αλλά μόλις ξεκίνησε το μάθημα, τα ξέχασε όλα. Έκανε μάθημα και γελούσε, όπως έκανε πάντα∙ αυτή η επαφή με τα παιδιά του έδινε ζωή και νιάτα. Το αριστερό του χέρι βέβαια είχε μουδιάσει και πονούσε όταν το ακουμπούσε∙ θυμήθηκε όμως πως τα ίδια είχε πάθει όταν είχε κάνει το εμβόλιο με τον covid και γέλασε
Ο άνθρωπός μας ήταν χαρούμενος αλλά και υπερήφανος μαζί. Εδώ και κάποια χρόνια είχε πάρει μια απόφαση για τον εαυτό του. Να μην ντρέπεται γι αυτόν. Και να μη γίνει ποτέ ούτε υπάνθρωπος, ούτε όμως και ανθρωπάκι. Μόνο άνθρωπος