Η μέρα ήταν ηλιόλουστη. Θαυμάσια! Μία μέρα απ’ αυτές που όλος ο κόσμος απολαμβάνει στις πλατείες, στους δρόμους, αλλά και στην εξοχή και όπου αλλού βρίσκει απάγκιο ο ανθρώπινος νους, για να ηρεμήσει μία μέρα γιορτής.
Μαζί με τόσο κόσμο, ξεκινήσαμε λοιπόν με την αγαπημένη φίλη, να κάνουμε μία βόλτα και να εισπνεύσουμε γιορτή και χαρά, μία τέτοια μέρα που η πόλη γιόρταζε και οι άνθρωποι χαμογελούσαν. Γνωρίζαμε πως επρόκειτο για εθνική επέτειο και στο γιορτινό πνεύμα θα επισκεπτόμασταν και τις μαθητικές παρελάσεις του τόπου, που σαν γεγονός μας ξαναέφερνε στον νου τα παιδικά μας χρόνια, όταν κι εμείς -μαθητές μίας άλλη εποχής- τις ζούσαμε «από τα μέσα».
Κάτω από τη λιακάδα και ενώ πορευόμαστε για την «καρδιά της πόλης», σταθήκαμε αναγκαστικά την πρώτη μαθητική παρέλαση, περιφερειακής δημοτικής ενότητας. Υπήρχε καλή διάθεση, είδαμε και πολλούς φίλους στην αναγκαστική αλλά καθόλου καταναγκαστική, στάση μας, αλλά παρατήρησα πως η φίλη μου είχε συνοφρυωθεί κάπως. Εκτιμώντας πως επρόκειτο για στιγμιαία και μάλλον αδιάφορη ενόχληση, δεν το συζήτησα και προχωρήσαμε στο ταξίδι μας για την καρδιά της πόλης. Εκεί συναντηθήκαμε με την ήδη εξελισσόμενη παρέλαση του κέντρου, η οποία ήταν βέβαια κεντρική εκδήλωση και πολύ μεγαλύτερη σε όγκο και παλμό από την πρώτη, στην οποία είχαμε σταματήσει. Και βέβαια ξανασταματήσαμε για να την παρακολουθήσουμε και αυτή.
Ανάμεσα στις σημαίες, τις ομάδες των μαθητών, των προσκόπων, ανάμεσα στις μουσικές και τις επευφημίες διέκρινα το ίδιο συνοφρύωμα, το ίδιο σκυθρώπιασμα στο πρόσωπο της φίλης μου. Τη ρώτησα αν είναι καλά, αν κάτι συνέβη και δεν το είχα καταλάβει.
-Σου φαίνονται οι σημαίες που προηγούνται από τις ομάδες που παρελαύνουν, να έχουν μία κλίση; Να είναι κάπως χαμηλωμένες; με ρώτησε
-Δεν πρόσεξα κάτι τέτοιο, αλλά τι εννοείς;
-Να, φέτος η χρονιά είναι τόσο μελαγχολική, τόσο πένθιμη μετά τα γεγονότα του περασμένου Ιουλίου και αναλογιζόμενη διαρκώς αυτό, είχα την αίσθηση πως οι μαθητές αλλά και οι υπόλοιποι που παρελαύναν, κρατούσαν τις σημαίες κάπως χαμηλά.
-Κοίτα τις σημαίες που είναι σταθερές. Είναι σε έπαρση. Δεν είναι καν μεσίστιες. Δεν νομίζω πως θα κρατούσαν χαμηλά τις σημαίες που παρελαύνουν.
-Ναι, μάλλον έχεις δίκιο. Η εντύπωση μου ήταν.
Συμφωνήσαμε πως επρόκειτο όντως για εντύπωση της, όμως ξέραμε και οι δύο καλά πως αν και οι σημαίες και μαζί τους και οι επίσημοι, αθώοι και ένοχοι, ήταν σε πλήρη έπαρση, οι ψυχές και οι ζωές των ανθρώπων του τόπου μας εδώ και 9 μήνες, βρίσκονται σε διαρκή υποστολή. Η ζωή με τα τραύματα που δεν επουλώνονται με ψέματα και πολιτικές άγρας οίκτου και εντυπώσεων. Οι ζωές και οι ψυχές του τόπου βρίσκονται σε διαρκή υποστολή, γιατί που να βρεθεί το κουράγιο να αντιδράσουν στην κοροϊδία και τον εμπαιγμό από ένα κράτος, που σχεδιάζει ερήμην των κατοίκων το μέλλον. Σχεδιάζει δε με τρόπο που θα αφήσει κέρδος για τους ολίγους και θαμπές αναμνήσεις ζωής για τους πολλούς.
Που να βρεθεί το κουράγιο να φωνάξει κανείς, για το θράσος των υπαιτίων της καταστροφής που στήνονται εκ νέου μπροστά του με έπαρση, σε δήμο και περιφέρεια, για να του ζητήσουν και την επιδοκιμασία για την ανικανότητα τους.
Που να βρεθεί η ελπίδα, για να φωλιάσει στις τραυματισμένες ζωές (για τις χαμένες είναι ήδη αργά), όταν βλέπει πως η ίδια κεντρική εξουσία -με το δικό της τεράσιιο μερίδιο ευθύνης στην καταστροφή- στηρίζει τους βασικούς υπεύθυνους, οι οποίοι άφησαν γυμνό τον τόπο από πρόληψη και σχέδιο διαχείρισης κινδύνου. Στηρίζει τους υπεύθυνους, τους δικούς της ανθρώπους, για να τους ξαναστήσει στις θέσεις τους, φτύνοντας έτσι όλο τον κόσμο κατά πρόσωπο.
Ο τόπος ζει εποχή δεινών. Η ελπίδα και το κέφι για δουλειά για ένα καλύτερο αύριο, έχουν υποσταλεί. Οι ψυχές μας πνέουν δυστυχώς μεσίστιες.
Όσο και αν λάμπει ο ήλιος πάνω από τον τόπο, το χρώμα του ουρανού που βλέπουμε μένει ακόμα γκρίζο.
Αναζητείται επειγόντως λύση