Ένα ηθικό δίλημμα που περιεχόταν στο πάλαι ποτέ μάθημα της «Ηθικής» σαν άσκηση ή σαν παράδειγμα, ήταν εκείνο που σου έδινε την επιλογή να πατήσεις ένα κουμπί και 1.000 άγνωστοι σε εσένα άνθρωποι, στην άλλη άκρη της γης, αυτοστιγμεί να πεθάνουν. Το δέλεαρ, το αντάλλαγμα που σου θα λάμβανες ήταν πλούτος, δύναμη και δόξα. Ήταν ένα δίλημμα αυθαίρετο και πέρα από κάθε λογική αλλά σε κάθε περίπτωση εξέταζε δύο πράγματα:
1. Την πίστη σου στη λογική και τη δυνατότητα σου να επεξεργαστείς πρώτα λογικά τα υπόλοιπα διλήμματα που θα σου παρουσιάζονταν στο μέλλον και
2. Τις προτεραιότητες που έχεις διαμορφώσει, μεγαλώνοντας ως άνθρωπος – μέλος μίας παγκόσμιας κοινωνίας και την αξία που δίνεις στην ανθρώπινη ζωή (και όχι μόνο τη δική σου).
Ως κριτήριο της επιλογής απάντησης κάποιος θα έβαζε και άλλες παραμέτρους, όπως την καλλιέργεια που διαθέτεις, την εμπειρία, την ανάγκη που έχεις εκείνη τη στιγμή για επιβίωση και άλλα πολλά. Αυτό που λίγοι θα προσέθεταν θα ήταν το πολιτικό – κοινωνικό σύστημα, στα πλαίσια του οποίου τίθεται το εν λόγω δίλημμα. Και όμως, η απάντηση βρίσκεται κυρίως εκεί γιατί το σύστημα δεν είναι τίποτα άλλο από δημιούργημα των ανθρώπων που ανάλογα με τις ανάγκες τους, την καλλιέργεια τους, την εμπειρία και τη θεώρηση τους για την ανθρωπότητα ως σύνολο ισότιμων μελών, με κοινούς στόχους και αφετηρίες, το κατασκευάζουν ή το διαμορφώνουν. Τη «ζούγκλα» της επικράτησης του δυνατότερου δεν χρειάζεται τίποτα από τα παραπάνω για να τη φτιάξουν οι άνθρωποι. Η πραγματική ζούγκλα είναι αποτέλεσμα φυσικής εξέλιξης και το μόνο σίγουρο είναι πως αποτελεί τόπο που ο άνθρωπος ανήκει στη βάση της τροφικής αλυσίδας. Είναι αναλώσιμος.
Ας επιστρέψουμε στην αρχή και ας δούμε λοιπόν το πόσο επίκαιρο είναι το συγκεκριμένο ηθικό δίλημμα στη χώρα μας σήμερα και τι απάντηση θα λάμβανε από τα μέλη της κοινωνίας μας. Μια κοινωνία η οποία σίγουρα είναι μία κοινωνία ανισοτήτων, μέρος μίας λίγο-πολύ ανθρωπογενούς ζούγκλας. Πρώτα όμως πρέπει να παραδεχτούμε πως η πολιτική μας ανεπάρκεια και η προτεραιοποίηση του ατομικού μας συμφέροντος (όπως μας έκαναν να σκεφτόμαστε και να λειτουργούμε από παιδιά) αποτελεί τη βάση διαιώνισης του καπιταλιστικού συστήματος στη χώρα. Σύστημα το οποίο εξελίσσεται όλο και πιο φρικαλέα με την -έστω και καθυστερημένα- αναβάθμιση του σε νεοφιλελευθερισμό. Φρόντισε γι’ αυτό το ίδιο το σύστημα διαμορφώνοντας διαχρονικά και μέσω της (μη-)εκπαίδευσης και της κοινωνικής εμπειρίας, όλων των νέων ανθρώπων κάθε εποχής, εδώ και 70 χρόνια. Απλά στην Ελλάδα δεν βιάστηκε, όπως αλλού.
Ποιος ερωτάται;
Ας βάλουμε στη θέση του ερωτώμενου, μία Ελληνίδα ή έναν Έλληνα ηλικίας πάνα από τριάντα και κάτω από εβδομήντα χρονών. Πρώτα-πρώτα όλες και όλοι θα έμπαιναν στη διαδικασία να δώσουν μία απάντηση. Κλάσμα αυτών θα πρόβαλλε αντιρρήσεις που αφορούν στην παράλογη και ακραία υποθετική, φύση του ερωτήματος. Μικρότερο ακόμα κλάσμα θα αρνούνταν να δώσει οποιαδήποτε απάντηση. Λόγω της φύσης του ερωτήματος (ακραία υποθετική) οι περισσότεροι θα απαντούσαν χαλαρά πως η ανθρώπινη ζωή δεν αποτιμάται σε χρηματικές αξίες άρα δεν θα πατούσαν κανένα κουμπί. Κάποιοι θα απαντούσαν πως θα πατούσαν το κουμπί αφού ο όλεθρος που θα επέφερε δεν θα τους άγγιζε αλλά αντίθετα οι ίδιοι θα ευτυχούσαν. Πόσο όμως αντέχουν οι απαντήσεις αυτές σε έναν έλεγχο εγκυρότητας; Καθόλου δεν αντέχουν και το διαπιστώνουμε αν μεταφέρουμε το ερώτημα σε συνθήκες που να έχουν μια μικρή έστω, συνάφεια με την πραγματικότητα.
Το δίλημμα του ψηφοφόρου
Οι ίδιοι που τους θέτουμε το φανταστικό ερώτημα είναι άνθρωποι που καλούνται κάθε τέσσερα χρόνια να απαντήσουν έμπρακτα σε ένα άλλο ερώτημα που το σύστημα φροντίζει να προβάλλει πάντα ως δίλημμα. Καλούνται να ψηφίσουν και να εκλέξουν κυβέρνηση της χώρας, μιλώντας για την Ελλάδα. Τα αποτελέσματα γνωστά. Μπορεί να μη σκοτώνουν ακαριαία χιλιάδες αγνώστους στην άλλη άκρη της γης αλλά –με τα σημερινά δεδομένα- οδηγούν σε εξαθλίωση και αργό θάνατο το μεγαλύτερο ποσοστό των υπολοίπων μελών της δικής τους κοινωνίας. Εξαιρώντας αυτούς που οι επιλογές τους συνδέονται με το προσωπικό όφελος (ρουσφέτι, παροχές κλπ) πολλοί το κάνουν χωρίς να πλουτίσουν, αλλά επειδή απλά έτσι έκριναν. Έκριναν καθοδηγούμενοι ή λιγότερο επηρεασμένοι από τα εργαλεία χειραγώγησης της κοινής γνώμης που διαθέτει το σύστημα για τη διαιώνιση του. Βεβαίως και κανένας δεν τους λέει ευθέως «διάλεξε αυτό» αλλά το κάνει με άλλους, πλάγιους τρόπους, αποτελεσματικούς σε ανθρώπους που δεν είχαν ποτέ κανέναν προβληματισμό διεκδίκησης λόγου στα όσα συμβαίνουν γύρω τους.
Ακόμα και αν εξέλιπε ο μηχανισμός της προπαγάνδας, το αντικείμενο της (όλοι εμείς) μοιάζουμε τελικά να τη χρειαζόμαστε γιατί δεν μπορούμε να κρίνουμε μόνοι μας για τη ζωή μας. Γιατί μάθαμε να αναθέτουμε σε «εργολάβους» την ίδια τη ζωή μας, χωρίς δυνατότητα ανάκλησης παρά μόνο όταν αυτό επιτρέπεται από τους ίδιους τους αναδόχους της τύχης μας.
Ακόμα και αν η δυστυχία καλύπτει την καθημερινή μας ζωή και διαμορφώνει μία σκληρή πραγματικότητα μέσω ενός σκληρού βιοπορισμού (για όσους ακόμα αυτός είναι εφικτός), η εικονική πραγματικότητα των μέσων μοιάζει πιο αληθινή και γι’ αυτό είναι πειστική. Όπως πειστικός μοιάζει και ο λόγος αυτών που διεκδικούν δάφνες ακεραιότητας ή σοβαρότητας ενώ είναι ανάξιοι ακόμα και για να θυσιάσει κανείς έστω και ένα λεπτό μαζί τους. Αυτοί, όργανα του συστήματος, είναι οι αποκαλούμενοι «αντικειμενικοί» ή πιο απλά «ισαποστάκηδες» (πιο επικίνδυνοι ακόμα και από τα κυνικά φερέφωνα) και επιδιώκουν την αδράνεια του λαού μετατρέποντας τον σε καθησυχασμένη, άβουλη μάζα. Έτσι ο άμεσα ενδιαφερόμενος, ο λαός, αδρανεί και αρκείται στο να εκφράζεται κάθε τέσσερα χρόνια, χωρίς να έχει το δικαίωμα ανάκλησης της επιλογής του εφόσον δει πως είναι λανθασμένη και παραποιημένη από τους παράγοντες που αναφέραμε πιο πάνω. Έτσι το σύστημα αναγκάζει αυτούς που δηλώνουν στο αρχικό δίλημμα πως «δεν θα πατούσαν το κουμπί» του ολέθρου τελικά να το πατήσουν με την αδράνεια τους. Παράλληλα φροντίζει να διατηρεί και τους ανθρώπους του ως εφεδρεία. Οι πελατειακές σχέσεις που αναπτύσσει είναι η καλύτερη απόδειξη αυτού είτε αφορούν σε ελεγχόμενους ψηφοφόρους είτε αφορούν σε μέσα επηρεασμού της κοινής γνώμης.
Και η υποβάθμιση προχωρά και εξελίσσεται με την άδεια μας, αφού το σύστημα και οι άνθρωποι του μας καθιστούν συνενόχους. Μάλιστα όταν κάποτε επέλθει μία κρίση από τις πολλές που είναι εγγενείς στο ίδιο το σύστημα, οι «συνένοχοι» αναδεικνύονται ως κύριοι ένοχοι της κρίσης που γεννά το ίδιο το σύστημα.
Η διαφθορα
Ενώ η διαφθορά (ή η αποδοχή της διαφθοράς) στην Ελλάδα είναι καθετοποιημένη (από τον πρώτο μέχρι τον τελευταίο πολίτη κατά την ταξική διαστρωμάτωση) και διατρέχει κάθετα όλα τα κοινωνικά στρώματα, αυτοί που τελικά γίνονται οι αχθοφόροι της διαφθοράς και των ολέθριων πελατειακών σχέσεων (άχθος + φέρω = κουβαλώ το βάρος για λογαριασμό κάποιου) είναι οι -κατά δήλωση τους- ηθικοί. Αυτοί που «δεν θα πατούσαν το κουμπί» του ολέθρου για χιλιάδες αγνώστους αλλά το πατάνε καθημερινά για την υποβάθμιση και τελικά τον όλεθρο, των γειτόνων τους, των συνδημοτών τους, των συμπατριωτών τους. Μάλλον γιατί η προσήλωση στην ατομική τους «τακτοποίηση» θέλει όλους τους άλλους να είναι «ξένοι». Πιο ξένοι, ακόμα και από αυτούς που ζουν στην άλλη άκρη της γης και δεν γνωρίζουν ούτε θα συναντήσουν ποτέ αυτήν ή αυτόν που «δεν πάτησε το κουμπί του θανάτου τους».
Ξεκινούν λοιπόν οι ψηφοφόροι τη διαδικασία του ολέθρου άλλες φορές από άγνοια και άλλες από συμφέρον. Λαμβάνουν υποσχέσεις για ανταλλάγματα και τότε δεν έχουν κανέναν ενδοιασμό. Η ατομική επιδίωξη του κέρδους –όποια μορφή και αν έχει- μπαίνει πάνω από το κοινό καλό. Πάνω από αυτό που μπορούν να δουν ως «κοινό καλό». Το χειρότερο απ’ όλα είναι πως η διαδικασία έχει ξεκινήσει και είμαστε πια τόσο παραδομένοι στην αδράνεια και τις αποφάσεις που έρχονται από τα πάνω, που μοιάζει μη αναστρέψιμη πλέον
ΥΓ: Στο έγκλημα των Τεμπών οι κατ’ εξοχήν ένοχοι, δηλαδή οι τοποτηρητές του ολέθριου συστήματος που διέπει τη χώρα και τις σχέσεις των ανθρώπων της, δεν θα τιμωρηθούν ποτέ εντός των πλαισίων του ίδιου του συστήματος που τους προστατεύει. Η αστική δικαιοσύνη άλλωστε δική τους επινόηση είναι. Δική τους κατασκευή και αποτελεί την άμυνα τους. Όσοι όμως εξυπηρέτησαν το σύστημα από τα κάτω θα την πληρώσουν γιατί έφτασε η ώρα να «κάνουν κάτι και αυτοί» για το σύστημα που τους προώθησε και τους εξασφάλισε την επιβίωση σε καιρούς δύσκολους για τους πολλούς. Το σύστημα άλλωστε πάντα ζητάει θυσίες αλλά αυτοί, όταν ξεπουλήθηκαν, δεν το γνώριζαν (;)