" Οι ήττες μας δεν αποδεικνύουν Τίποτα παραπάνω από το ότι Είμαστε λίγοι αυτοί που παλεύουν ενάντια στο Κακό Και από τους θεατές περιμένουμε Τουλάχιστον να ντρέπονται"
Ο δήμαρχος της Ραφήνας επιχείρησε να παραπλανήσει κόσμο με φωτογραφίες του Ληθαίου ποταμού των Τρικάλων, παραλείποντας να αναφέρει τις βασικότατες διαφορές του με το μεγάλο ποτάμι της Ραφήνας. Εδώ, μέσω των γεφυρών του ποταμού, ξεναγούμαστε στο αστικό κομμάτι του Ληθαίου (το μόνο εγκιβωτισμένο σε συνολικά 6 χιλιόμετρα μαζί με τις συνδέσεις οικισμών μέσω των γεφυρών) και εξηγούμε την παραπλάνηση που επιχειρήθηκε από τον δήμαρχο της Ραφήνας
Ο Ληθαίος είναι παραπόταμος του Πηνειού, έχει μήκος 36 χλμ., πηγάζει από υψόμετρο 500 μέτρων στα Αντιχάσια όρη και εκβάλλει τα νερά του στην Πηνειό, λίγο έξω από τα Τρίκαλα. Είναι ένα ποτάμι που χωρίζει την πόλη στα δύο. Επιπλέον πρόκειται για έναν από τους μεγαλύτερους ποταμούς στην Ελλάδα που διασχίζουν πόλη, με τις όχθες του να ενώνονται μεταξύ τους με συνολικά δώδεκα γέφυρες. Οι περισσότερες έχουν δημιουργηθεί για να χρησιμοποιούνται από τους πεζούς, με την κεντρική που ενώνει τον πεζόδρομο της Ασκληπιού με την κεντρική πλατεία να χρονολογείται από το 1888 και να έχει κατασκευαστεί από Γάλλους μηχανικούς. Ο πεζόδρομος της Ασκληπιού είναι το meeting point για την πόλη, με πολλά καταστήματα εστίασης και άλλα.
Η διευθέτηση του Ληθαίου και η απολύτως καμία σχέση της με τη Ραφήνα και τον φόνο του ποταμού της
Η διευθέτηση του εντός του αστικού ιστού είχε σαν αφορμή τη μεγάλη πλημμύρα του 1907. Μετά από μια δυνατή καταιγίδα τα νερά του ποταμού φούσκωσαν και πήραν μαζί τους 150 κατοίκους των Τρικάλων, οι οποίοι έχασαν την ζωή τους. Εντός της πόλης των Τρικάλων, το ποτάμι διευθετήθηκε και οι όχθες του επενδύθηκαν με σκληρά υλικά. Αυτό όμως μέσα στον αστικό ιστό, σε ένα μήκος περίπου 5,2 χιλιομέτρων (μαζί με τα τμήματα που εξυπηρετούν γέφυρες σύνδεσης με οικισμούς) από τα 36 του συνολικού του μήκους. Αν κάναμε μία αναγωγή με το ποτάμι της Ραφήνας, συνολικού μήκους 17 χιλιομέτρων, εκ των οποίων μόνο το 1,5 κινείται σε αστικό ιστό, η διευθέτηση του θα έπρεπε να περιοριστεί σε 14% (με πρότυπο τον Ληθαίο) δηλαδή σε 2.350 μέτρα το πολύ. Το ποτάμι της Ραφήνας όμως προβλέπεται από μία μελέτη που δείχνει να έχει άλλους στόχους, να εγκιβωτιστεί με ποικίλους τρόπους στο σύνολο του μήκους του. Δηλαδή σε 15 χιλιόμετρα και ακόμα 2 από τον παραπόταμο του, τον Βαλανάρη. Σύνολο δηλαδή 17 χιλιόμετρα. Συνεπώς πρόκειται για έναν χειρισμό που ΟΥΔΕΜΙΑ ΣΧΕΣΗ έχει με τον Ληθαίο ποταμό και κάθε πιθανή συσχέτιση, όπως αυτή που επιχειρήθηκε πρόσφατα από τον δήμαρχο της Ραφήνας είναι μόνο για να παραπλανήσει όσους δεν έχουν επισκεφτεί ποτέ την πόλη των Τρικάλων και παράλληλα δεν έχουν ιδέα και για το υδρογραφικό δίκτυο του ποταμού της Ραφήνας.
Να σημειώσουμε εδώ πως τα έργα του Ληθαίου δεν είναι έργα που έγιναν για την υποστήριξη της διέλευσης μεγάλων δρόμων, και ενός βαρέως τύπου συγκοινωνιακού δικτύου. Έγιναν σε εντελώς διαφορετικό πνεύμα και για την επίτευξη ενός εντελώς διαφορετικού σκοπού, από εκείνον ο οποίος καθορίζει τις παρεμβάσεις στο ποτάμι της Ραφήνας. Αν τα έργα στο αστικό τμήμα του Ληθαίου κοσμούν μία πόλη, τα έργα στο ποτάμι της Ραφήνας θα εξαφανίσουν, αν όχι την ίδια την πόλη με τη βίαια υποβάθμιση του κλίματος της, σίγουρα θα ταπεινώσουν έως αφανισμού το βιοτικό της επίπεδο.
Οι γέφυρες του Ληθαίου.
Μέσα στο δομημένο περιβάλλον από το οποίο διέρχεται ο Ληθαίος. 12 γέφυρες έχουν κατασκευαστεί τα τελευταία σχεδόν 300 χρόνια για τη σύνδεση των δύο τμημάτων της πόλης, που τη χωρίζει το ποτάμι. Διαβάζουμε για τις γέφυρες του Ληθαίου, στον ιστότοπο του δήμου Τρικκαίων. Παρακαλούμε διαβάζοντας την ανάρτηση, να έχετε στον νου σας την πόλη της Ραφήνας και συνδυάζοντας την με τις εικόνες, κρίνετε αν μπορεί κανείς να συγκρίνει τις δύο εντελώς ανόμοιες, μορφολογικά και λειτουργικά, περιπτώσεις.
Η κεντρική γέφυρα των Τρικάλων
1. Η Κεντρική Γέφυρα
Η κομψότατη και ιστορική μεταλλική γέφυρα αποτελεί σημείο αναφοράς για την πόλη των Τρικάλων. Κατασκευάστηκε το 1886 από Γάλλους μηχανικούς και αποτέλεσε ξεχωριστό έργο για την εποχή του με την αρχιτεκτονική της αρμονία και την αισθητική της με αποτέλεσμα να ανάγεται σε ένα μνημείο διαχρονικής αξίας, ενώνοντας την παλαιά με την νέα πόλη. Η σιδερένια γέφυρα στο διάβα της ζωής της έζησε πολλά γεγονότα και αποτελεί σημείο αναφοράς για την πόλη ενώ είναι η μοναδική σιδερένια που απέμεινε.
Οι Άγγλοι, στην προσπάθειά τους να ανακόψουν την προέλαση των Γερμανών, αποπειράθηκαν να την ανατινάξουν το 1941, όπως και τις υπόλοιπες, αλλά δεν το κατάφεραν. Παλιότερα στη θέση της υπήρχε ένα μικρό ξύλινο γεφυράκι. Αν η γέφυρα της Μαρούγκενας ήταν το σημείο, που έσμιγε η κοσμική ζωή με την εμπορική δραστηριότητα, η κεντρική γέφυρα ήταν το σημείο που χώριζε την αστική από τη λαϊκή τάξη. Σήμερα εξυπηρετεί μόνο τους πεζούς.
Το έτος 1996 η Ελληνική πολιτεία κήρυξε τη γέφυρα ιστορικό διατηρητέο μνημείο με το σκεπτικό… «ότι αποτελεί αξιόλογο και αντιπροσωπευτικό δείγμα μεταλλικής γέφυρας του τέλους του περασμένου αιώνα στην περιοχή, απαραίτητο για την μελέτη της ιστορίας και της εξέλιξης της Βιομηχανικής Αρχιτεκτονικής, επίσης δε, είναι σημαντικό σημείο αναφοράς άμεσα συνδεδεμένο με τις μνήμες των κατοίκων της περιοχής.»
Η γέφυρα του αγίου Κωνσταντίνου
2. Η γέφυρα του αγίου Κωνσταντίνου
Το γεφύρι του Αγίου Κωνσταντίνου υπολογίζεται ότι κατασκευάστηκε τον 18ο αιώνα και ήταν πέτρινο. Πήρε το όνομά του από τη γειτονική εκκλησία του Αγίου Κωνσταντίνου. Δίπλα υπήρχαν τα μεγάλα τούρκικα λουτρά που επικοινωνούσαν με το περίφημο Κουρσούμ τζαμί. Ήταν δίτοξο με συνολικό μήκος 30 μέτρων και ύψος 5,5 μέτρα. Μετά την προσάρτηση της Θεσσαλίας το 1881 το γεφύρι διαπλατύνθηκε με προσθήκη πεζοδρομίων και μεταλλικών στηθαίων. Ανατινάχθηκε από τους Άγγλους το 1941. Με τη διευθέτηση της κοίτης του ποταμού εξαφανίστηκαν και τα τελευταία ίχνη του. Το 1949 στη θέση του φτιάχτηκε ξύλινο γεφύρι και το 1960 έγινε η σημερινή τσιμεντένια πεζογέφυρα.
Η γέφυρα της Μαρούγκενας (και όπως ήταν παλιά -κάτω)
3. Η γέφυρα της Μαρούγκενας
Πέτρινο δίτοξο γεφύρι μήκους 31 μέτρων και ύψους περίπου 7 μέτρων. Κατασκευάστηκε το 18ο αιώνα. Βρισκόταν στη θέση της σημερινής πεζογέφυρας, που ενώνει την οδό Όθωνος με την πλατεία Κιτριλάκη. Την ομορφιά του γεφυριού συμπλήρωνε η δίκρουνη βρύση της Μαρούγκενας και το ομώνυμο εξοχικό κέντρο, το οποίο υπήρξε ένα από τα πιο φημισμένα προπολεμικά στέκια της πόλης.
Θα πρέπει να αναφερθεί εδώ ότι στο χώρο της σημερινής πλατείας Κιτριλάκη, που ήταν μια μεγάλη αλάνα, είχε κατασκευαστεί στάδιο για την τέλεση των Πανελληνίων Αγώνων. Η τέλεση των αγώνων στην πόλη και η συνεπακόλουθη προοπτική φιλοξενίας ξένων παραγόντων αποτέλεσε κίνητρο για τις τοπικές αρχές, οι οποίες για πρώτη φορά μεριμνούν για την καθαριότητα της κοίτης και την αισθητική αποκατάσταση της εικόνας του ποταμού.
Πήρε το όνομά του από την παρακείμενη δίκρουνη βρύση. Τα στηθαία του αρχικά ήταν πέτρινα που το 1886 αντικαταστάθηκαν με σιδερένια, μετά από διαπλάτυνση του καταστρώματός του. Και αυτό καταστράφηκε από τους Άγγλους το 1941 με την υποχώρησή τους. Το 1946 κατασκευάστηκε ξύλινο γεφύρι, που στηριζόταν στα βάθρα του παλιού. Το 1949 έγινε η σημερινή τσιμεντένια γέφυρα.
Η γέφυρα Ασκληπιού
4. Η γέφυρα Πίχτου (ή Ασκληπιού)
Βρισκόταν 80 μέτρα πάνω από την κεντρική γέφυρα. Συνέδεε τις οδούς Βύρωνος και Αμαλίας. Κατασκευάστηκε πολύ παλιά, ίσως κατά τους βυζαντινούς χρόνους, σύμφωνα με την παράδοση. Πήρε το όνομά του από τον ιδιοκτήτη παρακείμενης οικίας (Πίχτου). Ήταν πέτρινο με έξι τοξωτά ανοίγματα, κατά τα Ρωμαϊκά πρότυπα. Είχε μήκος 35 μέτρα και ύψος 4 μέτρα. Η μεγάλη πλημμύρα του 1907 του προκάλεσε πολλές καταστροφές. Στη θέση του πάνω στα πέτρινα βάθρα στήθηκε ξύλινο γεφύρι. Το 1947 ξηλώθηκε το γεφύρι μαζί με τα βάθρα ενώ σήμερα υπάρχουν οι δύο πεζογέφυρες (1961) και (1998) και το άγαλμα του Ασκληπιού.
Η γέφυρα Γούρνας (ή Παππά)
5. Η γέφυρα Παππά (ή Γούρνας)
Ήταν πέτρινο τοξωτό γεφύρι που ένωνε την οδό Νίκου & Ρίτας Παππά (τότε Κανούτα) με την οδό Κοραή. Εικάζεται ότι και αυτό κατασκευάστηκε κατά τους βυζαντινούς χρόνους. Καταστράφηκε με τη μεγάλη πλημμύρα του 1907 και στη θέση του στήθηκε ξύλινη γέφυρα.
Η γέφυρα Γούρνας ή γέφυρα Παππά, (εκ του αρχοντικού Παππά) όπως την ξέρουν οι παλιότεροι κάτοικοι των Τρικάλων, υπήρχε ανάβρα νερού από την οποία υδρεύονταν οι Τρικαλινοί. Το 1950 έγινε σιδερένια γέφυρα τύπου Beley. Το 1972 στη θέση της φτιάχτηκε η σημερινή τσιμεντένια γέφυρα.
Η γέφυρα Πελέκη (ή αγίου Στεφάνου)
6. Η Γέφυρα Πελέκη ή αγίου Στεφάνου
Ήταν εξάτοξο πέτρινο γεφύρι όμοιο με το προηγούμενο και με αντίστοιχη χρονολογία κατασκευής. Πήρε το όνομα του ιδιοκτήτη παρακείμενης οικίας. Ονομάζεται και γέφυρα του Αγίου Στεφάνου, από τον ενοριακό ναό. Καταστράφηκε κατά την πλημμύρα του 1907 για να στηθεί αργότερα ξύλινο γεφύρι, που και αυτό ξηλώθηκε το 1947. Το 1960 έγινε η σημερινή πεζογέφυρα. Στις φωτογραφίες φαίνεται πάνω η γέφυρα και κάτω η μικρή πεζογέφυρα έναντι του Αγίου Στεφάνου.
Η γέφυρα Τρικκαίογλου
7. Η Γέφυρα Τρικκαίογλου
Ήταν πέτρινο με έξι τόξα. Συνέδεε τη συνοικία Τρικκαίογλου με το Βαρούσι και με τη συνοικία Κουτσομύλια. Σύμφωνα με μαρτυρίες κατασκευάστηκε κατά τους βυζαντινούς χρόνους. Καταστράφηκε από τις συχνές πλημμύρες, και ιδίως αυτή του 1907. Στη θέση του φτιάχτηκε σιδερένιο το 1910, που έπαθε ζημιές κατά την υποχώρηση των Άγγλων το 1941 και επισκευάστηκε από τους Ιταλούς. Το 1973 έσπασε στη μέση από το βάρος διερχόμενου φορτηγού. Το 1975 έγινε το σημερινό τσιμεντένιο γεφύρι.
Τρικαλινό χιούμορ. Η γέφυρα φάντασμα που ονομάστηκε "Καλατράβα"
8. Η γέφυρα φάντασμα (Καλατράβα)
Οι εργασίες κατασκευής της γέφυρας ξεκίνησαν στον Μάρτιο του 2008 στην περιοχή της Νέας Ζωαγοράς και θα συνέδεε τις συνοικίες Άγιος Οικουμένιος και Γαλήνη. Η Δημοτική Αρχή έχει χαρακτηρίσει το έργο ως ζωτικής σημασίας καθώς θα επιλύονταν το πρόβλημα επικοινωνίας που αντιμετώπιζαν οι κάτοικοι των δύο συνοικιών αφού δεν υπάρχει γέφυρα του Ληθαίου στη συγκεκριμένη περιοχή. Κατά το στάδιο όμως της προεντάσεως, το έτος 2010, εμφάνισε ρήγματα στο σκυρόδεμα του ενός σκέλους του πυλώνα αναρτήσεως με αποτέλεσμα να σταματήσουν αναγκαστικά οι εργασίες επί της γέφυρας και να αναζητούνται έκτοτε εναλλακτικές λύσεις προώθησης και αποπεράτωσης του έργου και απόδοσης ευθυνών στους υπευθύνους της αστοχίας. Από τότε παραμένει η… γέφυρα φάντασμά.
Η γέφυρα Γκίκα
9. Η γέφυρα Γκίκα
Την ονομασία της την οφείλει στο γεγονός ότι η χρηματοδότηση για την κατασκευή της έγινε όταν Υπουργός Δημοσίων Έργων ήταν ο Σόλων Γκίκας. Ο Σόλων Γκίκας γεννήθηκε στα Τρίκαλα. Εισήχθη στη Σχολή Ευελπίδων κι αφού εξάντλησε όλη τη στρατιωτική ιεραρχία φθάνοντας μέχρι το αξίωμα του αρχηγού ΓΕΣ, στη συνέχεια πολιτεύτηκε και διετέλεσε υπουργός Δημοσίων Έργων (1958-1963) και Υπουργός Δημ.Τάξεως (1974-1976) στις κυβερνήσεις Κων/νου Καραμανλή. Η γέφυρα κατασκευάστηκε το 1960-1961 από οπλισμένο σκυρόδεμα, έχει μήκος 170μ. και πλάτος 53μ. και είναι αμαξιτή.
Η γέφυρα στα ΚΤΕΛ
10. Η γέφυρα του ΚΤΕΛ
Η πιο διάσημη γέφυρα των Τρικάλων είναι η γέφυρα των ΚΤΕΛ. Τοπικά ήταν διάσημη αλλά απόκτησε διαστάσεις σταρ με α Social Media, ειδικά το Youtube. Δείτε και το σχετικό video για να καταλάβετε και τη θέση της γέφυρας ως προς τον Ληθαίο (το ποτάμι)
Η γέφυρα είναι αμαξιτή και κατασκευάστηκε το 1980. Είναι τσιμεντένια και έχει τρεις λωρίδες κυκλοφορίας, έχει μήκος 35μ. και πλάτος 15,50μ. Το κόστος κατασκευής της ήταν 20.000.000 δρχ. Πριν γίνει αμαξιτή το 1960, είχε μήκος 32,00μ. καιπλάτος 4,5μ. Το 1908 κατεδαφίστηκε και φτιάχτηκε η νέα μονότοξη γέφυρα.
Η γέφυρα της οδού Καρδίτσης
11. Η γέφυρα οδού Καρδίτσης
Η διαπλάτυνση της υφιστάμενης από το 1952, επί της νέας κοίτης του Ληθαίου ποταμού, γέφυρας της οδού Καρδίτσης έγινε το έτος 1984.
Η γέφυρα της οδού Αρριανού
12. Η γέφυρα Αρριανού
Η γέφυρα Αρριανού αποτελεί την απαρχή της οδού Αρριανού και παλιότερα ήταν πεζογέφυρα. Στην νέα γέφυρα ενσωματώθηκε το φράγμα εκτροπής των νερών προς την παλαιά κοίτη του Ληθαίου, που είχε κατασκευαστεί από τον ΤΟΕΒ το 1990, οι μηχανισμοί ανάρτησης και στροφής του ανακλινόμενου μεταλλικού φράγματος και η συνοδευτική πεζογέφυρα.
Επίλογος - συμπεράσματα
Τελειώνοντας την ανάρτηση μας, επισημαίνουμε και πάλι. Τα Τρίκαλα είναι μία όμορφη πόλη, όπως κάθε πόλη την οποία διασχίζει ένα ποτάμι. Στο εξωτερικό άλλωστε, τα υδάτινα ρεύματα που διασχίζουν πόλεις, αναδεικνύονται και αποτελούν στολίδια. Στην Ελλάδα δυστυχώς αφθονούν τα αρνητικά παραδείγματα. Ο Ιλισσός, ο Κηφισσός, ο Ηριδανός, ο Ασωπός, τα 500 και πλέον ποτάμια και ποταμάκια της Αττικής βιάστηκαν και καλύφθηκαν, πάντα με την ίδια, ηλίθια δικαιολογία. Ότι πλημμυρίζουν(!) Σκεφτείτε όμως. Δεν είναι το ποτάμι που ήρθε στα σπίτια και στα εργοστάσια. Αυτά πήγαν και εγκαταστάθηκαν στο ποτάμι. Και το νερό έχει μνήμη και όπου πήγε μια φορά, θα ξαναπάει. Η λύση δεν είναι ο αφανισμός των ποταμών. Η λύση είναι ο σεβασμός του δρόμου του νερού και η χωροθέτηση των δραστηριοτήτων μας έξω από τη ζώνη που το νερό χρειάζεται. Ο Ληθαίος είναι μία τέτοια περίπτωση. Κυλάει ελεύθερος ατα πάνω από 30 από τα 36 χιλιόμετρα του. Διαμορφώνει φυσικά τοπία και ποτίζει κάπου 15.000 στρέμματα καλλιεργειών. Στο αστικό του κομμάτι έγιναν παρεμβάσεις με σεβασμό στο ποτάμι και σε καμία περίπτωση για να εξασφαλιστεί η διέλευση μεγάλων φορτηγών για να εξυπηρετηθεί ο κυκλοφοριακός φόρτος που απαιτεί ένα λιμάνι (όπως αυτό της Ραφήνας) που θέλουν να το κάνουν νέο Πειραιά. Γι΄αυτό κάθε συσχετισμός του Ληθαίου με το Μεγάλο ποτάμι της Ραφήνας είναι εκ του πονηρού και απευθύνεται σε ανθρώπους που ο προπαγανδιστής θεωρεί τουλάχιστον αφελείς.
Νιώθω πολύ άσχημα όταν μαζεύεται τόσος κόσμος μπροστά μου, με στριμώχνει και με αρχίζει στις ερωτήσεις. Και τι ερωτήσεις! «Από που είσαι;», «Πως βρέθηκες εδώ;», «Ποιος σε παράτησε εδώ;», «Σε ξήλωσαν με βία ή έφυγες μόνο σου;», «Πόνεσες όταν σε ξήλωσαν;», και άλλα πολλά, μα πάρα πολλά. Άσε δε και τη μουρμούρα που με αναστατώνει, όταν μιλάνε μεταξύ τους οι άνθρωποι: «Το είδα που το έφεραν με ένα αγροτικό», «Μπα… εδώ ήταν, δεν το έφεραν. Την περασμένη εβδομάδα το πέταξε ένας χοντρός». «Τι λες, δεν ήταν χοντρός. Είδα έναν κοντό που το έσερνε», «Όχι, άλλο είδες. Αυτό το έφερε ο χοντρός» και άλλα τέτοια, ψιθυριστά, μουρμουριστά ή και φωναχτά, όταν η διαφωνία για το ποιος με έφερε και με πέταξε εδώ, δεν κατέληγε σε συμφωνία. Βλέπετε, δεν έχω στόμα για να τους φωνάξω να με αφήσουν ήσυχο. Μας φτιάχνουν χωρίς στόμα, χωρίς φωνή, εμάς τα καλοριφέρ. Άλλωστε μας φτιάχνουν για να ζεσταίνουμε τους ανθρώπους, όχι για να τους πιάνουμε κουβέντα….
Ξέρω, μπερδευτήκατε. Λογικά θα έχετε μείνει με το στόμα ανοιχτό, να χάσκει σαν τη σπηλιά του Νταβέλη. Δεν πιστεύετε πως ένα θερμαντικό πάνελ (όπως είναι το όνομα μου σύμφωνα με τον κατασκευαστή μου) σας μιλάει και μάλιστα γκρινιάζει για την οχλαγωγία των ανθρώπων που μαζεύτηκαν γύρω του, ένα κρύο πρωινό της Άνοιξης. Πρέπει μάλλον να σας εξηγήσω τώρα, γιατί δεν αντέχω να σας βλέπω με την απορία ζωγραφισμένη στα πρόσωπα σας. Καθήστε λοιπόν αναπαυτικά και θα προσπαθήσω να σας πω την ιστορία μου, όσο πιο απλά και κατανοητά γίνεται.
Με έφτιαξαν κάτι Τούρκοι εργάτες, το 2015 νομίζω, σε ένα εργοστάσιο στο Elbantag, κοντά στην Ankara. Ο διευθυντής τους ήταν Γερμανός και από αυτόν μάθαμε εμείς τα καλοριφέρ, πως δεν λεγόμαστε radyatör, όπως μας έλεγαν αυτοί που μας έφτιαξαν, αλλά panel. Αυτός ο άνθρωπος, ο διευθυντής, είχε πολύ υψηλή μόρφωση. Τέλος πάντων. Μόλις μας έφτιαξαν, μας έβαλαν σε ένα κουτί το καθένα και περιμέναμε σε μία μεγάλη αποθήκη τη μοίρα μας, δηλαδή περιμέναμε να μας φορτώσουν και να μας πάνε σε κάποιο μέρος του κόσμου όπου θα πιάναμε δουλειά. Η δουλειά μας δεν ήταν άλλη από το να ζεσταίνουμε τον κόσμο όταν αυτός κρύωνε, τις νύχτες ή και τις μέρες του χειμώνα. Εγώ ήμουν τυχερό panel. Με έστησαν σε ένα σπίτι στη Ραφήνα, μία παραθαλάσσια πόλη της Αττικής, στην Ελλάδα. Δηλαδή προοριζόμουν για ελαφριά δουλειά και το κατάλαβα αυτό όταν με μετέφεραν με ένα φορτηγό, που ο οδηγός του μου τραγουδούσε καθώς με ξεφόρτωνε «Δεν κάνει κρύο στην Ελλάδα, κρύο δεν έκανε ποτέ».
Ελαφριά δουλειά. Ξεκούραστη. Λίγες ώρες να γεμίζεις με ζεστό νερό, να φουντώνεις και μετά να σε κόβει ο θερμοστάτης, αφού σε ένα μισάωρο έπιανε τους είκοσι βαθμούς ο χώρος. Σκεφτόμουν τα αδέλφια μου που τα έστειλαν μακριά, στη Νορβηγία και τη Σουηδία, ακόμα και στη Ρουμανία. Εκεί μάθαινα πως δεν σταματούσαν να δουλεύουν, όλη μέρα. Ενώ εγώ, μαζί με τα άλλα καλοριφέρ του κτηρίου μας (γιατί καλοριφέρ μας έλεγαν πια), ίσα που προλαβαίναμε να ανάψουμε και αμέσως κάναμε το διάλειμμα μας. Ζωή και κότα, που λένε και οι άνθρωποι. Αλλά αυτή η ζωή δεν έμελλε να κρατήσει και πολύ.
Ήμουν - δεν ήμουν τρία χρόνια σε εκείνο το (μάλλον πλούσιο) σπίτι στη Ραφήνα, όταν άκουσα τους ανθρώπους του σπιτιού να συζητάνε για ένα πρόγραμμα που διαφήμιζε η τηλεόραση (φτιαγμένη και αυτή στο διπλανό εργοστάσιο απ’ όπου ερχόμουν εγώ). Το πρόγραμμα λεγόταν «Εξοικονομώ» ή κάπως έτσι τέλος πάντων. Λέγανε λοιπόν οι άνθρωποι πως ήταν ευκαιρία με το πρόγραμμα να βάλουν ενδοδαπέδια θέρμανση. Άρχισαν τότε να με ζώνουν τα φίδια. Τι θα πει ενδοδαπέδια θέρμανση; Θα με βάλουν ξαπλωτό στο πάτωμα για να τους ζεσταίνω; Χαζομάρες, αφού πρέπει να ξέρουν πως ξαπλωτοί δουλεύουν μόνο οι μηχανικοί αυτοκινήτων και οι δοκιμαστές στρωμάτων. Τα καλοριφέρ δεν δουλεύουν έτσι.
Κατάλαβα το τι θα πει «ενδοδαπέδια θέρμανση» όταν ήρθαν κάτι τεχνίτες και με ξήλωσαν για να συνδέσουν στη θέση μου κάτι σωλήνες πλαστικούς. Αυτό ήταν δηλαδή; Με αγόρασες, σε ζέστανα 3 χρόνια και τώρα με πετάς; Αν αυτό δεν λέγεται αχαριστία τότε πως λέγεται ρε άνθρωπε;
Έκλαιγα όπως με έβγαζαν από το σπίτι για να με δώσουν σε έναν κύριο, βρώμικο από τα γράσα και τις σκουριές, που είχε ένα άθλιο, μισοδιαλυμένο φορτηγάκι που από τη βρώμα άκουγα και άλλα μεταλλικά αντικείμενα που είχε πάνω του, να βογκούν και να κλαίνε. Προσπάθησα να φωνάξω «Μη με πετάτε πάνω σ’ αυτό το πράγμα!!» αλλά από τη βρώμα η φωνή μου δεν έβγαινε. Έτσι στοιβαγμένα όλα τα μεταλλικά σώματα, ψυγεία, πλυντήρια, σίδερα, σωλήνες και εγώ από πάνω τους, κλαίγαμε για τη μοίρα μας που δεν τη γνωρίζαμε κιόλας, την ώρα που ο άνθρωπος με τα βρώμικα ρούχα που μας αγόρασε, έβαζε μπρος τη μηχανή του φορτηγού.
Όπως ήμασταν όλα στοιβαγμένα, ρωτούσε ψιθυριστά το ένα το άλλο αν ήξερε που μας πάει αυτός που μας είχε αγοράσει. Κάποιοι «συνεπιβάτες», οι πιο παλιοί, έλεγαν πως πάμε για σκραπ.
Τι λέξη ήταν αυτή; «Σκραπ»; Δεν είχαμε πια τα ονόματα μας. Δεν μας έλεγαν «πλυντήριο», «κουζίνα», «θερμοσίφωνα» ή «καλοριφέρ». Τώρα όλα μαζί είχαμε ένα όνομα: «Σκραπ». Δεν μου άρεσε καθόλου αυτό αλλά ο αέρας που με χτυπούσε στο πρόσωπο, καθώς το φορτηγό κινούταν και όπως ήμουν πάνω πάνω σ’ αυτή τη μακάβρια στοίβα, με παρηγορούσε κάπως και έδιωχνε τις πιο μαύρες σκέψεις μου.
Δεν ξέρω πόσα χιλιόμετρα είχαμε κάνει γιατί το φορτηγό πήγαινε αργά και αγκομαχώντας από το βάρος αλλά σε ένα σημείο του δρόμου το φορτηγό άρχισε να χοροπηδάει σε μία άσφαλτο γεμάτη λακκούβες. Όλο το σκραπ (αφού έτσι μας φώναζαν) άρχισε να βογκάει από τα χτυπήματα του φορτηγού. Εγώ ένιωθα πως μία πετούσα στον αέρα και μία έπεφτα με δύναμη πάνω σε ένα καζανάκι «Νιαγάρας» που ήταν από κάτω μου. Ο πόνος από το χτύπημα στο μαντέμι ήταν αφόρητος. Αλλά και ο «Νιαγάρας» πρέπει να υπέφερε γιατί είδα το καπάκι του να σπάει. Σχεδόν ταυτόχρονα είδα πως κι εγώ είχα ένα μεγάλο βούλιαγμα στο κάτω μέρος, εκεί που χτυπούσα πάνω στον Νιαγάρα. Απελπίστηκα.
Ενώ το μαρτύριο της μεταφοράς πάνω σε λακκούβες μεγάλωνε και έμοιαζε πως δεν θα σταματήσει ποτέ, βρέθηκα να αιωρούμαι πάνω από τον Νιαγάρα αλλά σε πιο μεγάλο ύψος από πριν. Το φορτηγό από κάτω μου προχωρούσε και ενώ έπεφτα, συνειδητοποίησα πως τώρα, αντί για τον Νιαγάρα, έπεφτα πάνω σε κάτι σωλήνες που ήταν φορτωμένοι πιο πίσω. Χτυπώντας πάνω τους και πονώντας αφόρητα, ένιωσα να κατρακυλάω και να πέφτω από το φορτηγό. Άρχισα να τσουλάω πάνω στα χόρτα και σταμάτησα πάνω σε μία μικρή κατηφοριά, όταν μία πέτρα σταμάτησε τον τρελό μου κατήφορο. Άκουσα το φορτηγό να φεύγει χωρίς να έχει καταλάβει πως «κάτι» έπεσε και σε λίγο έγινε απόλυτη ησυχία. Ούτε φορτηγό, ούτε άλλος ήχος ακουγόταν αλλά ούτε ένιωθα πόνο από τα χτυπήματα στον Νιαγάρα και επιπλέον βρισκόμουν ξαπλωμένο σε ένα αφράτο στρώμα από χόρτα, Έβγαλα έναν αναστεναγμό και έκλεισα τα μάτια μου. Είχα να κοιμηθώ έτσι ωραία από τότε που με κατασκεύασαν….
Δεν ξέρω πόσες ώρες κοιμόμουν αλλά με ξύπνησαν κάτι αγριοφωνάρες.
«Να, πάρε φωτογραφία. Να δες, ξήλωσαν τα καλοριφέρ. ΒΑΝΔΑΛΙΣΜΟΣ – ΒΑΝΔΑΛΙΣΜΟΣ, έτσι να γράψεις ΒΑΝΔΑΛΙΣΜΟΣ». Ήταν ένας παράξενος φαλακρός τύπος που παραληρούσε, μέσα σε ένα μεγάλο μπλε κοστούμι, ή αν το κοστούμι δεν ήταν μεγάλο, τότε αυτός ήταν ο μικρός. Φώναζε σε κάτι άλλους να με βγάλουν φωτογραφία. Σάστισα. Πρώτη μου φορά ήμουν πρωταγωνιστής σε κάτι. Νόμιζα πως είχα παραισθήσεις από το χτύπημα της πτώσης μου από το φορτηγό αλλά δεν ήταν παραίσθηση. Ήταν η πιο γλυκιά αίσθηση. Η αίσθηση της επιτυχίας και του να γίνομαι το κέντρο του ενδιαφέροντος. Επιτέλους, η ζωή μου ανταπέδιδε την υπομονή μου πάνω στο φορτηγό και τη φρικτή μου απαξίωση με τον τίτλο του σκραπ. Δεν ήμουν πια μάζα. Ήμουν ένα διακεκριμένο μέλος της κοινωνίας των θερμαντικών σωμάτων και του υπόλοιπου οικιακού εξοπλισμού. Ήθελα να ευχαριστήσω εκείνο το μεγάλο μπλε κοστούμι για το ενδιαφέρον του αλλά δεν μπορούσα γιατί αυτό ακόμα χοροπηδούσε σαν μανιακός και φώναζε «ΒΑΝΔΑΛΙΣΜΟΣ - ΒΑΝΔΑΛΙΣΜΟΣ». Οι φωτογράφοι του δεν σταματούσαν να με βγάζουν φωτογραφίες. Ανφάς, προφίλ. Τρία-τέταρτα και όπως αλλιώς δεν έχει ονειρευτεί ακόμα και το πιο διάσημο top model του μεγαλύτερου οίκου μόδας ή η πιο κόκκινη και γρήγορη Ferrari στη διασημότερη έκθεση αυτοκινήτων. Μόνο που όταν προσπάθησα να χαμογελάσω ή να ισιώσω λίγο το κάλυμμα μου πρόχειρα, οι φωτογράφοι φώναξαν ΜΗΗΗ και μου έδωσαν μια κλωτσιά για να δείχνω ακόμα πιο ταλαιπωρημένο. Απόρησα. Δεν τους αρέσει η ομορφιά και προτιμούν τη φρίκη;
Ηλίθιες απορίες. Εδώ είμαι το κέντρο του ενδιαφέροντος και θα με νοιάζει το αν θα δείχνω πιο μαύρο ή πιο ταλαιπωρημένο; Άλλωστε θα ΔΕΙΧΝΩ, δεν θα είμαι, άρα; Αντίθετα θα είμαι έκθεμα από αυτά που εκείνος ο τύπος που κολυμπάει μέσα στο μπλε κοστούμι, θα με δείχνει και θα μιλάει για μένα. Που θα δείχνει τη φωτογραφία μου παντού, Που θα με κάνει σταρ.
Έμαθα μετά πως το σταριλίκι μου δεν θα είχε μεγάλο βεληνεκές. Θα αφορούσε μία μικρή πόλη, ένα χωριό πρακτικά. Αλλά δεν με νοιάζει. Κάλλιο πρώτος στο χωριό παρά δεύτερος στην πόλη ή ακόμα χειρότερα, μηδενικό σε μία μάντρα που θα με φωνάζουν όλοι σκραπ. Άσε που δεν καταλαβαίνω και τι θα πει αυτή η λέξη. Ίσως μου εξηγήσει κάποια στιγμή ο μέντοράς μου. Ο παράξενος τύπος με το μπλε κοστούμι.
Τα ξημερώματα της Τετάρτης 15/3, στις 5 η ώρα το πρωί, συνεργεία του δήμου ανοίγουν με τη βία το Γενικό Λύκειο Ραφήνας που τελούσε υπό κατάληψη. Στην προσπάθεια αυτή, παιδιά κινδυνεύουν να τραυματιστούν και τελικά μια κοπέλα χτυπά το χέρι της, ευτυχώς όχι σοβαρά.
Την επόμενη ημέρα οι μαθητές οργανώνουν πορεία στο δημαρχείο, με τη συνοδεία δύο καθηγητών, διαμαρτυρόμενοι για τη βιαιότητα που εισέπραξαν και ζητώντας απαντήσεις από το δήμαρχο. Ο δήμαρχος, με θρασύ ύφος, γνώριμο σε όσους τον έχουν γνωρίσει από κοντά, απαξιώνει να τους απαντήσει και διώχνει τη συνοδό καθηγήτρια από το γραφείο, προσβάλλοντας την χωρίς καν να την αφήσει να μιλήσει.
Το απόγευμα της ίδιας ημέρας, ο δήμαρχος, σε μια παραληρηματική του ανάρτηση του στο facebook, διατελώντας, όπως όλα δείχνουν, σε πανικό, εξαπολύει προσωπική επίθεση σε καθηγητή του σχολείου που τον θεωρεί υποκινητή της διαμαρτυρίας των μαθητών, τον αποκαλεί «προσχηματικό» καθηγητή και αφήνει με ανέντιμο τρόπο υπονοούμενα γι αυτόν. Την ίδια ώρα, ένα μεγάλο κύμα συμπαράστασης προς τον συγκεκριμένο καθηγητή ξετυλίγεται στο διαδίκτυο που πανικοβάλλει ακόμη περισσότερο το δήμαρχο, ώστε κάνει τη μία βλακώδη κίνηση μετά την άλλη
Έτσι, το πρωί της Παρασκευής, αναρτά στο facebook φωτογραφίες από βανδαλισμούς σε σχολείο, χωρίς να αναφέρει από πού προέρχονται, ώστε να νομιστεί πως πρόκειται για το συγκεκριμένο σχολείο. Το ίδιο κάνουν και τα τοπικά Μέσα (τα προβαλλόμενα ως) ενημέρωσης
Οι μαθητές, με ψυχραιμία και σοβαρότητα που απουσιάζουν τόσο από το δήμαρχο όσο και από τα συγκεκριμένα Μέσα, καταγγέλλουν το γεγονός και δείχνουν φωτογραφίες από το χώρο του σχολείου τους , αποδεικνύοντας πως το διατηρούν καθαρό και σε πλήρη τάξη. Την ίδια στιγμή, οι μαθητές ανακοινώνουν γενική συνέλευση τη Δευτέρα το πρωί.
Η συνέχεια αναμένεται με μεγάλο ενδιαφέρον, καθώς βλέπουμε τους μικρούς να συμπεριφέρονται ως μεγάλοι και τους μεγάλους ως πολύ πολύ μικροί
Λίγες ώρες μετά το τραγικό δυστύχημα, άρχισε μια απίστευτη επικοινωνιακή διαχείριση από τα παπαγαλάκια του συστήματος. Μια διαχείριση που συνεχίζεται αμείωτη και που υπερβαίνει κατά πολύ όσα έχουμε συνηθίσει αγγίζοντας τα όρια της ύβρης.
Η Μαρία Σαράφογλου στον ΑΝΤΕΝΝΑ, δημοσιογράφος ούσα, δεν είχε λέει ποτέ της ακούσει για τις κραυγές αγωνίας των εργαζομένων σχετικά με την έλλειψη των απαραίτητων μέτρων ασφαλείας καθώς και για τα εξώδικα που έχουν αποστείλει για το λόγο αυτό προς το υπουργείο Υποδομών και Μεταφορών, τη Ρυθμιστική Αρχή Σιδηροδρόμων και την Hellenic Train .
Ο Προκόπης Παυλόπουλος και ο Δημήτρης στον ΣΚΑΪ ανακαλύπτουν και εκθειάζουν την άμεση ανταπόκριση του κρατικού μηχανισμού (μετά το δυστύχημα, όχι πριν). Θαυμάζουν ακόμη το σεβασμό με τον οποίο διαχειρίζεται η κυβέρνηση την κατάσταση (δεν ξέρω αν εννοούν το ξυλοφόρτωμα που ρίχνουν τα αδέσποτα σκυλιά τους στον κόσμο που ΄χει βγει στο δρόμο). Βεβαιώνουν μάλιστα πως τα δάκρυα του Πλεύρη και του Καραμανλή του Γ’ είναι πραγματικά
Ο Άρης Πορτοσάλτε διαπιστώνει πως πρέπει να πεθαίνουν νέοι άνθρωποι για να εκσυγχρονίζεται το οδικό και το σιδηροδρομικό δίκτυο της χώρας. Κάτι ανάλογο διατυπώνει και ο Παύλος Τσίμας για το ίδιο θέμα
Ο Βασίλης Χιώτης, διευθυντής του ΣΚΑΪ, δίνει οδηγίες στην κυβέρνηση για το πώς θα διαχειριστεί επικοινωνιακά το θέμα συμβουλεύοντάς την να το συγκρίνει με τη φωτιά στο Μάτι.
Ο Κώστας Πρετεντέρης ( ο γνωστός και ως great pretender) απορεί ποιος άλλος πιο ψηλά από το σταθμάρχη μπορεί να φταίει, λέγοντας ειρωνικά στη Ράνια Τζίμα που άρθρωνε τα αυτονόητα «Μήπως φταίει και ο Θεός;».
Ο Άδωνις Γεωργιάδης, σε μια αντιστροφή των ρόλων, υπερασπίζεται τον Άρη Πορτοσάλτε και το Βασίλη Χιώτη
Διαβάσαμε το απίστευτο σκονάκι που έδωσαν οι επικοινωνιολόγοι στον Καραμανλή τον Γ’ για το πώς θα αποφύγει τις ερωτήσεις των δημοσιογράφων. Μάθαμε ότι η παραίτηση του Καραμανλή του Γ’ δεν σημαίνει απώλεια της βουλευτικής του έδρας, ούτε επίσης του στερεί το δικαίωμα της υποβολής υποψηφιότητας στις επερχόμενες εκλογές. Με άλλα λόγια, μάθαμε πως είναι μια παραίτηση που δεν του κόστισε τίποτα.
Είδαμε τον Μητσοτάκη τον Β’ σε απευθείας μετάδοση να βγάζει πόρισμα για τραγικό ανθρώπινο λάθος του σταθμάρχη και δυο μέρες μετά να ζητάει συγγνώμη μέσω facebook, όχι μόνο για λογαριασμό του αλλά και για όλους όσοι κυβέρνησαν τη χώρα. Για τέτοια ειλικρινή συγγνώμη μιλάμε. Φταίμε κι εμείς, αλλά φταίνε κι οι άλλοι, άρα δε φταίει κανείς
Η προχθεσινή εκπομπή του Ράδιο Αρβύλα ήταν μια δυνατή σφαλιάρα στα παπαγαλάκια, που αποτελούν το μεγάλο δεκανίκι του σάπιου συστήματος που τους ταΐζει. Και έχει μεγάλη αξία το ότι αυτή η κλωτσιά έρχεται από τα μέσα, γιατί έτσι πονάει πιο πολύ
Ο Βάρναλης κάποτε έγραφε:
“Και συ, τσούλα των δήμιων, Επιστήμη/της Αλήθειας εσχάτη τεφροδόχα/και συ, πρόστυχη Πένα και ψοφίμι/του βούρκου λιβανίζετε την μπόχα!”
Κάποιοι άλλοι το λένε πιο απλά : “Aλήτες – Ρουφιάνοι – Δημοσιογράφοι”
«Δημοσιογραφία θα πει να δημοσιεύεις όσα ενοχλούν τους άλλους και δεν θέλουν να μαθευτούν. Όλα τα άλλα είναι δημόσιες σχέσεις», έγραφε ο Τζωρτζ Όργουελ*.
Ο αφορισμός του Όργουελ αποκτάει ιδιαίτερο σφρίγος και ορθώνεται ολοζώντανος στην εποχή μας, όπου τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης (ΜΜΕ) αποτελούν στόχο ελέγχου από τις εξουσίες,. Μικρές και μεγάλες. Ο έλεγχος των ΜΜΕ είναι ένα θέμα αμφιλεγόμενης ηθικής. Μάλιστα στην περίπτωση εκείνη που ένα μέσο θέτει εαυτόν αυτοβούλως ως υποπόδιο ή ως ποδόμακτρο του κάθε εξουσιαστή, η ηθική τόσο του ίδιου του μέσου όσο και του «ελεγκτή» του παύει να είναι αμφιλεγόμενη και είναι ξεκάθαρα εκφυλισμένη.
Η δημοσιογραφία θα έπρεπε ιδανικά να είναι ανεξάρτητη, αντικειμενική και χωρίς πολιτικές πεποιθήσεις. Αυτά είναι θεμελιώδη χαρακτηριστικά της αληθινής δημοσιογραφίας. Ο δημόσιος λόγος πάλι, δεν οφείλει να είναι άχρωμος αλλά να διαθέτει ιδεολογικό υπόβαθρο. Να έχει ιδεολογικές αναφορές και σε καμία περίπτωση να εκφράζει δουλοπρεπή προσωπολατρεία. Για να καταλάβουμε καλύτερα τη διαφορά, ένας επαγγελματίας δημοσιογράφος δημοσιολογεί αλλά δεν προπαγανδίζει ούτε λατρεύει ούτε θαυμάζει πρόσωπα, που υποτίθεται πως ελέγχει.. Ως εκπρόσωπος της αποκαλούμενης «τέταρτης εξουσίας» οφείλει να ενοχλεί τα κέντρα εξουσίας με στόχο την εδραίωση της ισονομίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης. Οφείλει να είναι παρατηρητής, σχολιαστής και κριτής. Να είναι δηλαδή η ενοχλητική για τα κέντρα εξουσίας φωνή, που κάνει διαρκώς αισθητή τη –σταθερά κριτική- παρουσία της.
Όποιος εκφράζει δημόσιο λόγο (που δημοσιολογεί) δεν μπορεί να μην έχει ιδεολογική συγκρότηση. Η έλλειψη ιδεολογικής συγκρότησης σηματοδοτεί την έλλειψη συνείδησης, αφού η συνείδηση αποτελεί το λίκνο του στοχασμού και των ιδεολογιών. Για παράδειγμα ένας φασίστας δεν διαθέτει ιδεολογία, αφού «ο φασισμός είναι λαϊκισμός, είναι δηλαδή κοινωνικό καθεστώς σπέσιαλ για μικροαστούς.»** και «….στη λεγόμενη αστική κοινωνία δεν κυριαρχούν οι αστοί αλλά οι μικροαστοί, δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς την απήχηση που είχαν στο λαό τα φασιστικά καθεστώτα» (ό.π) Καταλαβαίνουμε λοιπόν πως ένας αληθινός δημοσιογράφος που σέβεται τον εαυτό του και το λειτούργημα του, οφείλει να έχει πλήρη ιδεολογική συγκρότηση. Συγκρότηση που θα χαρακτηρίζει το έργο του, για να μην αποτελεί αυτό αλλά και ο ίδιος λαϊκιστικό φερέφωνο (λόγω έλλειψης συνείδησης) κατάλληλο μόνο για τον επηρεασμό των μικροαστικών μαζών.
Δυστυχώς σήμερα πλέον, στα γραφεία σύνταξης των μέσων κυριαρχεί και επιβάλλεται η σκιά των άμεσων χρηματοδοτήσεων ή των έμμεσων εισπράξεων δια των διαφημιστικών εσόδων. Αυτή η όζουσα ατμόσφαιρα επικρατεί σε μια περίοδο όπου τα πάντα έχουν πληγεί από την οικονομική κρίση. Τα έντυπα ΜΜΕ και η ραδιοτηλεόραση, η κυρίαρχη πηγή πληροφόρησης των πολιτών, αναζητούν με κάθε τρόπο πηγές εισοδημάτων ενώ παράλληλα ανταγωνίζονται τα ψηφιακά μέσα και την πληθώρα δωρεάν ειδήσεων. Στο κυνήγι αυτό (των εσόδων και όχι της είδησης) οργιάζει η παραπληροφόρηση και μάλιστα κορυφώνεται στην πιο αηδιαστική της μορφή, εκείνη του συστηματικού «γλειψίματος» της εξουσίας. Μίας εξουσίας που έχει φροντίσει να αναδειχθεί σε βασικό παράγοντα για την επιβίωση ενός μέσου ενημέρωσης..
Η δημοσιογραφία της «άποψης»
«Η επικρατούσα άποψη, που συμμερίζονται πολλοί δημοσιογράφοι και πολίτες σήμερα, είναι πως τα γεγονότα της πραγματικότητας, όπως εξελίσσονται καθημερινά, απουσιάζουν από τα ρεπορτάζ που ακούμε, κυρίως γιατί επικρατεί η «δημοσιογραφία της άποψης». Αυτή δια μέσου της οποίας, ο/η ίδιος/α δημοσιογράφος εκφράζει τη δική του/της άποψη για το θέμα που παρουσιάζει. Μα αυτός δεν είναι ο ρόλος του δημοσιογράφου, ούτε ο σκοπός του λειτουργήματος που προσπαθεί να φέρει εις πέρας.»***
Τα παραπάνω μας μεταφέρει η Μαρία- Χριστίνα Δουλάμη σε άρθρο της στη διαδικτυακή επιθεώρηση Huffington post. Είναι απόλυτα σωστή θέση σε ό,τι αφορά στα μέσα τα οποία αυτοαναγορεύονται σε «δημοσιογραφικά». Η δημοσιογραφία στα μέσα αυτά υποφέρει για τον απλό λόγο πως της απαγορεύεται να αναπνεύσει. Αντί της δημοσιογραφίας, στα μέσα κυριαρχεί η στρατευμένη άποψη. Στρατευμένη στην κατεύθυνση της εξασφάλισης εσόδων (διαφημιστικών ή άμεσων) και της επιβίωσης τους. Έτσι φτάνουμε στο σημείο στο οποίο τα μέσα που οφείλουν να στέκονται κριτικά απέναντι στα κέντρα εξουσίας, να χρηματοδοτούνται από αυτά τα ίδια κέντρα και τελικά τα αυτοαποκαλούμενα «δημοσιογραφικά μέσα» να μετατρέπονται σε λιβανιστήρια της εξουσίας. Της κάθε εξουσίας που τα χρηματοδοτεί για να την χαϊδεύουν (και στην πιο αηδιαστική περίπτωση να τη γλείφουν).
Η αξίωση της «αξιοπιστίας»
Τα πλαγίως εξαγορασμένα μέσα, παρότι γνωρίζουν πως ο λόγος τους είναι ελεγχόμενος από αυτούς που θα έπρεπε να ελέγχουν, αξιώνουν δάφνες αξιοπιστίας. Είναι παράλογη η αξίωση αυτή αλλά η αξιοπιστία αποτελεί το προϊόν που εμπορεύονται και φυσικά κάθε απαξίωση του προϊόντος αυτού, αποτελεί πλήγμα για τα ίδια τα μέσα. Αποτελεί ηθικό και οικονομικό πλήγμα. Το θέμα είναι πως τα ίδια αυτά μέσα έχουν κάνει την αρχή, απαξιώνοντας μόνα τους την αξιοπιστία τους. Κάποια φροντίζουν να «σκεπάσουν» τα κακώς πεπραγμένα τους με επιδερμικές δημοσιεύσεις (συνήθως εξωτερικές όπως δελτία τύπου ή ανακοινώσεις) της αντίθετης από τους χρηματοδότες τους, πλευράς. Άλλα πάλι αδιαφορούν και περνάνε σε κλιμάκωση του χαϊδέματος του υποστηρικτή τους και παράλληλα «κατακεραυνώνουν» τις αντίθετες φωνές.
Και οι δύο περιπτώσεις είναι ορατές από μερίδα του κοινού στο οποίο απευθύνονται και η συνέπεια είναι να διαβάζουμε πως ένας στους τέσσερις Έλληνες δεν πιστεύει τα μέσα, ποσοστό το οποίο έχει αυξηθεί δραματικά από τον καιρό που έγινε η μέτρηση του Reuters, από την οποία πήραμε τα δεδομένα****.
Συμπέρασμα: Όσα και αν γραφούν, από οιονδήποτε για τον εκφυλισμό της δημοσιογραφικής ενημέρωσης στην Ελλάδα και σε όλα τα επίπεδα συγκρότησης της ελληνικής διοίκησης, δεν μπορούν να απαξιώσουν περαιτέρω τα μέσα. Δεν μπορούν να τα απαξιώσουν περισσότερο από όσο τα ίδια έχουν φροντίσει –αυτοκτονικά- να απαξιώσουν τον εαυτό τους, υποβαθμίζοντας την ποιότητα των ειδήσεων που μεταφέρουν και αντικαθιστώντας τις με «απόψεις» ή εύπεπτο lifestyle, καταβαραθρώνοντας έτσι τελικά την ίδια την αξιοπιστία τους.
____
Παραπομπές:
* The Collected Essays, Journalism and Letters of George Orwell Volume 1 – An Age Like This 1945–1950 - «Why I Write» (Penguin)
** Ιστορία (κωμικοτραγική) του Νεοελληνικού κράτους 1830-1974 (1993, εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου). Βασίλης Ραφαηλίδης