Ο Eric Cantona είναι ίσως ένας από τους τελευταίους ποδοσφαιριστές που υπηρέτησαν την παλιά σχολή του ποδοσφαίρου. Αυτή την πλευρά που πέρα και πάνω από οικονομικούς και καριερίστικους υπολογισμούς, έβαζε την αγάπη για το άθλημα και το πάθος για τη διάκριση. Ο Cantona πρόσφερε θέαμα και πάθος, αν και πολλές φορές έκανε κακό στην καριέρα του από τον εκρηκτικό παρορμητισμό του, όπως συνέβη στην περίπτωση που ανέβηκε στις εξέδρες του γηπέδου και χτύπησε έναν ρατσιστή φίλαθλο που τον έβριζε. Είναι αλήθεια πως ήταν παρορμητικός,απρόβλεπτος και ασυμβίβαστος. Κάποιοι τον αποκάλεσαν κακό παιδί, κάποιοι άλλοι τρομερό παιδί. Οι οπαδοί της Manchester United όμως, τον αποκαλούν ακόμη και σήμερα βασιλιά. Γιατί ο βασιλιάς Eric ήταν αυτός που συνέβαλε όσο κανένας άλλος στην αναγέννηση της Manchester τη δεκαετία του ’90 και ένας από τους πιο μεγάλους παίκτες που έχουν φορέσει τη φανέλα του μεγάλου συλλόγου. Είναι χαρακτηριστικό πως οι οπαδοί της Manchester, σε μεγάλη ψηφοφορία, τον ανέδειξαν ως τον κορυφαίο ποδοσφαιριστή που αγωνίστηκε ποτέ με τα χρώματα του συλλόγου τους, βάζοντάς τον πάνω και από τους Βobby Charlton και George Best
Ο Cantona όμως, ήταν ιδιαίτερη περίπτωση ανθρώπου. Ακολουθώντας τους ρυθμούς της καρδιάς του, σε αντίθεση με τις σύγχρονες μηχανές παραγωγής χρήματος τύπου Κριστιάνο Ρονάλντο, αποσύρθηκε νωρίς από την ενεργό δράση γιατί, όπως δήλωσε αρκετά χρόνια αργότερα: "Αγαπούσα το παιχνίδι αλλά δεν είχα πλέον τη διάθεση και το πάθος να πηγαίνω νωρίς για ύπνο, να μη βγαίνω με τους φίλους μου, να μην πίνω όσο θέλω και να μην κάνω όλα τα υπόλοιπα πράγματα που μου αρέσει να κάνω σ’ αυτή τη ζωή".
Ο Cantona είχε δει πως το ποδόσφαιρο, από παιχνίδι, είχε εξελιχθεί σε μια τεράστια μπίζνα. Και δεν είχε καμία όρεξη να γίνει μέρος αυτής. Την πλούσια ενεργητικότητά του, θα τη διοχέτευε αλλού. Και πράγματι, ανέπτυξε πλούσια καλλιτεχνική, πολιτική και φιλανθρωπική στάση. Τον Οκτώβριο του 2018, σε ένα κείμενό του στο The Player’ς Tribune τοποθετήθηκε με ένα μοναδικό τρόπο πάνω στο θέμα της μετανάστευσης και της προσφυγιάς, εξιστορώντας την πορεία της δικής του οικογένειας. Εκεί, μίλησε για την ιστορία του παππού του που, μαζί με άλλους 100.000 Ισπανούς του Δημοκρατικού Στρατού, κυνηγημένους από τον νικητή του Ισπανικού Εμφύλιου και μετέπειτα δικτάτορα της Ισπανίας για σαράντα χρόνια Φράνκο, βρήκαν ασφαλές καταφύγιο στη Γαλλία, η οποία τους υποδέχτηκε και τους υιοθέτησε. Και αναρωτήθηκε τι θα είχε συμβεί αν η Γαλλία έιχε κλείσει τα σύνορα γι αυτούς, όπως κάνουν τώρα οι ευρωπαϊκές χώρες στους σύγχρονους πρόσφυγες
Παράλληλα, ασχολήθηκε με την υποκριτική. Το 2009 μάλιστα, πρωταγωνίστησε στην ταινία "Looking for Eric" του ταγμένου στο κοινωνικό σινεμά Κen Loach. Στην ταινία αυτή, ο Cantona υποδύεται τον εαυτό του, ο οποίος με ένα σκηνοθετικό εύρημα εμφανίζεται στη ζωή ενός ανθρώπου που τον έχει ίνδαλμα και του οποίου η ζωή έχει πάρει την κατηφόρα. Εκεί, ο Cantona, σε ρόλο πνεύματος παραδίδει στον ήρωα της ταινίας μαθήματα ζωής
Δε θα μπορούσε λοιπόν ο Eric Cantona να μην τοποθετηθεί πάνω στην ανάληψη του Παγκοσμίου Κυπέλλου από το Κατάρ. Και αυτό το έκανε από πολύς νωρίς, σπάζοντας την ομερτά που έχει εξαπλωθεί εδώ και δεκαετίες στο χώρο του ποδοσφαίρου. Μια ομερτά που κηρύσσει υποκριτικά τo “No politica” , εννοώντας όμως ως politica μόνο την πολιτική που απειλεί τα κέρδη των αφεντικών του ποδοσφαίρου. Και τα αφεντικά του ποδοσφαίρου είχαν αποφασίσει για τους δικούς τους λόγους να δώσουν στο Κατάρ τη διοργάνωση του Μουντιάλ του 2022
Ενώ όλοι υποψιάζονται τη μέθοδο με την οποία το Κατάρ κατόρθωσε να εξασφαλίσει τη διοργάνωση των αγώνων, μόνο ο Eric Cantona τόλμησε, από το 2014 ήδη, να τοποθετηθεί πάνω στο θέμα αυτό.
«Όταν ανατέθηκε το Μουντιάλ το 1994 στις Ηνωμένες Πολιτείες, όλοι λέγανε πως δίνεται μια ευκαιρία για την ανάπτυξη του αθλήματος στη Βόρεια Αμερική και μπορεί να είχαν δίκιο. Στο Κατάρ, όμως, γιατί δόθηκε η διοργάνωση; Η μόνη λογική εξήγηση είναι επειδή έχει μεγάλο πλούτο … Το Κατάρ είναι μια πλούσια χώρα και αγόρασε ένα Μουντιάλ. Αυτό συνέβη και είναι πολύ μεγάλο λάθος, καθώς οι κλιματολογικές συνθήκες μόνο για ποδόσφαιρο δεν είναι».
Σύμφωνα με τον Guardian, μέχρι τον Φεβρουάριο του 2020, περισσότεροι από 6.500 μετανάστες-εργάτες είχαν χάσει τη ζωή τους στο Κατάρ από το 2010, όταν και ανατέθηκε στη χώρα το Μουντιάλ. Οι άνθρωποι αυτοί είχαν μεταναστεύσει στο Κατάρ από φτωχότερες γειτονικές χώρες, δουλεύοντας για την ανέγερση των εγκαταστάσεων που θα φιλοξενούσαν τους αγώνες ποδοσφαίρου κάτω από απάνθρωπες συνθήκες. Σύμφωνα μάλιστα με το γερμανικό δίκτυο ZDF, το νούμερο αυτό μπορεί να αγγίζει σήμερα ακόμη και τους 15.000.
Μιλώντας στην Daily Mail, o Eric Cantona μίλησε και γι αυτό : «Για να πω την αλήθεια, δεν με νοιάζει καθόλου αυτό το Παγκόσμιο Κύπελλο. Δεν είναι πραγματικό Μουντιάλ για εμένα. Το Κατάρ δεν είναι ποδοσφαιρική χώρα. Δεν είμαι εναντίον της ιδέας να φιλοξενηθεί η διοργάνωση σε μια χώρα που μπορεί να προωθηθεί και να αναπτυχθεί το ποδόσφαιρο, όπως συνέβη σε προηγούμενες δεκαετίες με τις ΗΠΑ και με τη Νότια Αφρική. Όμως στο Κατάρ δεν υπάρχει τίποτα, μόνο το χρήμα. Όλα γίνονται για το χρήμα και μόνο για αυτό. Ο τρόπος που συμπεριφέρθηκαν και συμπεριφέρονται στους ανθρώπους που συμμετείχαν στην κατασκευή των γηπέδων είναι φρικτός. Τόσοι άνθρωποι σκοτώθηκαν. Χιλιάδες. Και εμείς θα πάμε να γιορτάσουμε το Παγκόσμιο Κύπελλο; Λυπάμαι αλλά εγώ δεν θα το παρακολουθήσω. Καταλαβαίνω ότι το ποδόσφαιρο είναι και μπίζνες, αλλά πιστεύω ότι στο συγκεκριμένο μέρος δεν θα έπρεπε να δοθεί αυτή η ευκαιρία».
Εμείς για επίλογο, επιλέξαμε να σας παρουσιάσουμε μερικές από τις πιο μαγικές στιγμές του Eric Cantona όταν έπαιζε ποδόσφαιρο. Και ήταν πολλές αυτές. Αλλά και τον μαγικό επίλογο του κειμένου του στο The Player’ς Tribune.
«Επιτρέψτε μου, λοιπόν, να κάνω την ίδια απλή ερώτηση σε όσους διευθύνουν το παγκόσμιο παιχνίδι – τους ποδοσφαιριστές, τους πράκτορες, τους χορηγούς και τις επιτροπές.…
Τι είναι το ποδόσφαιρο αν δεν είναι ελευθερία;
Τι είναι η ζωή αν δεν είναι ελευθερία;
Ποιο είναι το νόημα της ζωής;
Νομίζω ότι μπορούμε όλοι να συμφωνήσουμε ότι μπορούμε να κάνουμε περισσότερα για την ανθρωπότητα.
Τώρα ξέρετε την ιστορία μου. Προέρχομαι από οικογένεια μεταναστών, ανταρτών, στρατιωτών και εργατών. Όταν ήμουν παιδί δεν είχαμε πολλά, αλλά για μένα η αλήθεια της ζωής είναι ότι μπορούμε να βρούμε την ικανοποίηση στις μικρές στιγμές.
Ίσως ένα απλό πικνίκ με την οικογένειά μας. Τρία ζευγάρια κάλτσες τυλιγμένα σε μια μπάλα και δεμένα με ένα κορδόνι παπουτσιού. Να παίζουμε ποδόσφαιρο στον ήλιο. Μετά να ξαπλώνουμε στο γρασίδι. Να θαυμάζουμε τα πάντα και το τίποτα.
Όταν έφυγα από το ποδόσφαιρο όταν ήμουν 30 ετών, ξέρετε τι έκανα; Ήταν κάτι πολύ ιδιαίτερο για μένα. Πήγα να ζήσω στην πόλη από την οποία έπρεπε να φύγουν οι παππούδες μου το 1939. Πήγα να ζήσω στη Βαρκελώνη»