" Οι ήττες μας δεν αποδεικνύουν
Τίποτα παραπάνω από το ότι
319205339 712219783586309 2265634222543469205 n  Είμαστε λίγοι αυτοί που παλεύουν ενάντια στο Κακό
Και από τους θεατές περιμένουμε
Τουλάχιστον να ντρέπονται"
                                               Μπρεχτ
×

Προειδοποίηση

JUser: :_load: Αδυναμία φόρτωσης χρήστη με Α/Α (ID): 804

 Φεύγουν τα καλύτερα μας χρόνια, κάποιος μας τα κλέβει μυστικά
χρόνια που περνούν, που δε θα ξαναρθούν
κι εκείνο που βλέπω να μένει τελικά 

Είναι κάτι νύχτες με φεγγάρι, μες τα θερινά τα σινεμά
νύχτες που περνούν, που δε θα ξαναρθούν
μ’ αγιόκλημα και γιασεμιά»

 

Στις 7 Φεβρουαρίου του 2017, έφευγε από τη ζωή ο Λουκιανός Κηλαηδόνης, ένας μοναδικός καλλιτέχνης που δεν ανήκε σε ρεύματα ή σε είδη. Δεν περιοριζόταν από μουσικά στεγανά. Έκανε πάντα αυτό που του άρεσε, αδιαφορώντας για τις τάσεις και τις μόδες της εποχής. «Έκανα πάντα του κεφαλιού μου. Αδιαφορώντας για τον κόσμο [...] Δηλαδή, έλεγα αυτό θα κάνω και όσοι πιστοί προσέλθετε. [...] δεν με ενδιέφερε η μόδα. Δεν με ενδιέφερε η μόδα στο ντύσιμο, δεν με ενδιέφερε στα μαλλιά. Το ίδιο και στα τραγούδια. Το έκανα για πάρτη μου. Που λέει και ο Μπόρχες κάπου, ο μέγας Μπόρχες ο συγγραφέας, “γράφω για μένα, για μερικούς φίλους μου, και για να απαλύνω την ροή του χρόνου”»

Για να απαλύνει τη ροή του χρόνου … Λένε πως ο άνθρωπος είναι το μοναδικό πλάσμα που έχει συνείδηση του βέβαιου θανάτου του. Οι περισσότεροι άνθρωποι, βέβαια, ζουν σαν να μην πρόκειται να πεθάνουν ποτέ. Υπάρχουν και κάποιοι άλλοι, όμως, που αυτή η γνώση αποτελεί φάρο για όλη τους τη ζωή. Αυτούς τους ανθρώπους θα τους αναγνωρίσεις από τη διάχυτη μελαγχολία που αποπνέουν. Μια μελαγχολία όμως που ξέρουν πάντα να τη διαλύουν την κατάλληλη στιγμή με τη σωστή δόση χιούμορ, αυτή τη μεγάλη εφεύρεση του ανθρώπου με την οποία μπορεί να ρίχνει λίγη χρυσόσκονη πάνω στη δραματικότητα της ύπαρξής του. Τέτοιος άνθρωπος ήταν ο Λουκιανός. Με τη σωστή δόση μελαγχολίας και χιούμορ ήξερε να αντιμετωπίζει το χρόνο, αυτόν τον αενάως κινούμενο άγνωστο που σαρώνει τα πάντα στο πέρασμά του.

 A 941917 1443506629 1476.jpeg

 

 Σε μια συναυλία που έδωσε στο Λυκαβηττό το 1997 και ενώ η μπάντα έπαιζε τα «Θερινά σινεμά», ένα από τα αριστουργήματα του Λουκιανού για τη χαμένη νιότη μας, ο Λουκιανός διάβασε ένα κείμενο που έκανε πολλούς να δακρύσουν. Με ένα κείμενο 100 λέξεων έκανε έναν απολογισμό ζωής.

«Νέα Κυψέλη, Λαχανά 85, 15 Ιουλίου 1943, το σπίτι, ο κήπος, τα καλοκαίρια, η γειτονιά, η κυρα-Μαίρη, η κυρα-Αντιγόνη, η Καίτη, η Παλάσα, ο Χρήστος, ο Παντελής, ο Μαρίνος, ο Γεράσιμος, ο Νίκος, ο Σωτήρης, η Αγγελικούλα, η Ρηνούλα, η Ρένα, η Δήμητρα, η κυρα-Λαμπρινή, η Δελβίνου, η Οστρόβου, η κυρα-Αφροδίτη, ο κυρ Αντώνης, η Ούλεν, ο φούρνος, ο Μιχαλάκης, το Σχέδιο Μάρσαλ, η Ιόνιος Σχολή, το γεφυράκι, ο Γιάννης και ο Πέτρος, η πλατεία, το «Αττικόν», του Κασίμη, η βάνα, η Μαίρη, το βουνό, ο Κορολόγος, ο Προφήτης Ηλίας, τα μεσημέρια, το πλυσταριό, οι Κόκκινοι Δαίμονες, του Τσούκνικα, η κυρία Ευγενία, ο κυρ Αργύρης, η Βεατρίκη, το πιάνο, το Ωδείο Αθηνών, η Πειραιώς, η Ομόνοια, τα Χαυτεία, η Βερανζέρου, οι λούστροι, το Λαύριο, η ωραία Ζίτσα, το «Green Park», το «Άλσος», το «Rex», οδός Κυψέλης, ο Άγνωστος Στρατιώτης, ο Βασιλικός Κήπος, οι Στύλοι του Ολυμπίου Διός, το Δέλτα, η Αεροπορία, ο Ζέφυρος, ο Μπάτης, το Έδεμ, ο Άλιμος, η ΤΑΕ, η Νέα Υόρκη, 726 St. Peter Street, το Preservation Hall, η Preservation Hall Jazz Band, η Νέα Ορλεάνη, η Media Luz, η Βουλιαγμένη, το The Fucking Fifties, το Texas, τo «Flowers», το Ψυχικό, η Νέα Κυψέλη»

 

 

Σκόρπιες λέξεις, σκόρπια ονόματα, σκόρπιες τοποθεσίες. Μια ανασκόπηση της μέχρι τότε ζωής του. Mόλις πενήντα χρονών και, όμως, ήδη ένιωθε το βάρος του παρελθόντος χρόνου και η μελαγχολία απλωνόταν διάχυτη σε κάθε λέξη. Η μελαγχολία για το πόσο γρήγορα περνάει ο χρόνος, η μελαγχολία γι’ αυτά που πέρασαν, η μελαγχολία γι’ αυτά που δε θα ξαναρθούν, η μελαγχολία γι’ αυτά που δεν προλάβαμε να κάνουμε, η μελαγχολία για τα ματαιωμένα σχέδια. Η μελαγχολία, σε τελική ανάλυση, για το αναπόδραστο του θανάτου. Αλήθεια, πόσες φορές δεν έχουμε νιώσει ότι όταν έπρεπε δεν ήμασταν εκεί; Ότι όταν έπρεπε δεν πήγαμε σε μια συναυλία, σε μια θεατρική παράσταση, σε ένα ταξίδι των ονείρων μας; Ότι όταν έπρεπε δε σταθήκαμε δίπλα σε κάποιον που μας χρειαζόταν; Ότι όταν έπρεπε δεν λέγαμε το σ’ αγαπώ; Ότι πάντα κατόπιν εορτής μετανιώνουμε για αποφάσεις που δεν πήραμε όταν έπρεπε; Και ότι δυστυχώς πρέπει να έρθουν θάνατοι για να μας υπενθυμίσουν ότι η ζωή είναι μία και τρέχει χωρίς να μας περιμένει, ενώ εμείς καθόμαστε και αναλωνόμαστε σε μικρότητες και υπολογισμούς. Ο Λουκιανός τα ήξερε όλα αυτά και γι’αυτό τραγουδούσε για «ένα γουρούνι λιγότερο»

 

«Έχει αμάξι, έχει σπίτι, 
όλα τα `χει κι όμως πλήττει
και ξαφνικά παθαίνει συγκοπή.

Ξέρει κόλπα, έχει θέσεις, 
μετοχές και καταθέσεις
και ξαφνικά παθαίνει συγκοπή.

Γι’ αυτό σου λέω μη μου λες εμένα
για όλα αυτά τα μεγαλεία, τα παλάτια, τα λεφτά.
Γι’ αυτό σου λέω εγώ είμαι μια χαρά
να κλαις τον άλλονε λοιπόν το φουκαρά.

Εγώ, κορίτσι μου γλυκό, έχω εσένα
αντί γι’ αυτά τα μεγαλεία, τα παλάτια, τα λεφτά.
Εγώ κορίτσι μου είμαι μια χαρά
να κλαις τον άλλονε λοιπόν, τον φουκαρά».

 

 

Ο Λουκιανός, γενικά, ήταν διαφορετικός από τους περισσότερους συναδέλφους του, που έχουν αναγάγει ως μέγιστο στόχο την προάσπιση των λεγόμενων πνευματικών τους δικαιωμάτων. «… δεν είμαι κατά του να παίρνει ο κόσμος τσάμπα την μουσική, να μην παίρνω δηλαδή δικαιώματα. Εγώ γράφω για τον κόσμο. Δεν γράφω για τον Μάτσα, δεν γράφω για τον Λαμπρόπουλο. Καλά κάνουν και παθαίνουν αυτή τη ζημιά γιατί τον καιρό που το cd κόστιζε ας πούμε 1 ευρώ το πουλούσανε 17. Να τους τιμωρήσει ο Θεός. Ήμουν και υπέρ της πειρατείας της κασέτας κλπ. Η μουσική να φτάσει στον κόσμο. Αυτός είναι ο προορισμός της. Να φύγουν από τη μέση όλοι. Πώς θα ζήσω; Θα κάνω πέντε συναυλίες θα βγάλω χρήματα από εκεί. Δεν με ενδιαφέρει. Αρκεί να περνάνε τα τραγούδια στον κόσμο»

Αλλά και ο τρόπος που αντιλαμβανόταν την αλληλεπίδρασή του με τον κόσμο ήταν διαφορετικός. Ο Λουκιανός ήθελε να βγάλει τις συναυλίες από τα γήπεδα και τα θέατρα και να τις μεταφέρει σε φυσικούς χώρους. Απόδειξη αποτελεί η συναυλία που έδωσε στην παραλία της Βουλιαγμένης τον Ιούλιο του 1983, μία ιστορική συναυλία που παρακολούθησαν δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι σε ένα παρεΐστικο κλίμα, υπό το φως του φεγγαριού. Πολλοί την αποκάλεσαν “ελληνικό Woodstock”

«Ήταν μία ευτυχισμένη στιγμή, ήταν ο κόσμος σε ένα άλλο μήκος κύματος, είχε μία άλλη ξενοιασιά, μια άλλη ανάγκη. Αυτό που προσέφερε, πέρα από όλα τα άλλα, είναι ότι ήταν μία πρώτη πρόταση για να σταματήσουν οι συναυλίες να γίνονται στα γήπεδα, που ήταν ένας πολύ σκληρός χώρος για μουσική, για να ψάξουμε άλλους χώρους, έχω την εντύπωση πως η Βουλιαγμένη οδήγησε στο να γίνονται πια συναυλίες στα ποτάμια, στα κάστρα, στους λόφους»

Στον «ύμνο των μαύρων σκυλιών» ο Λουκιανός βγάζει τις κόκκινες κάρτες του σε ό,τι τον απωθεί

«Όχι λέμε στις κότες, 
όχι και στους ξενέρωτους
όχι στους κυριλέ

Όχι στους τεχνοκράτες, 
όχι και στις κυρίες τους
όχι στους λογικούς

Όχι λέμε στην πρέζα, 
όχι και στην εξάρτηση
όχι στα σκληρά

Όχι λέμε στους βλάκες, 
όχι γαμώ τους άσχετους
όχι στους χαζούς

Όχι παιδιά στις ψόφιες, 
όχι και στους κρυόκωλους
όχι στους σοβαρούς»

 

 

Ακόμη και για το θάνατό του έγραψε τραγούδι. Στην «κούφια η ώρα», ο Λουκιανός δίνει οδηγίες και για τη διαχείριση του θανάτου του από τους δικούς του ανθρώπους

«Aν ποτέ πεθάνω αν λέμε, αν / κάψτε ένα πιάνο κι ένα μπουφάν.
Καίτε ένα αμάξι κάθε δειλινό/ θέλω και τάξη, θέλω και χαμό.
Δε θέλω φιέστες ούτε φωνές/ τρεις μαζορέτες μ’ άσπρες στολές, ξανθούλες.
Και κάποια μπάντα στο πουθενά/ να παίζει "τα θερινά σινεμά".
Θέλω ένα πάρτι μες στο γκαζόν/ κάποια Τετάρτη ίσως μ’ άπειρα γκαρσόν.
Θα `χει ποτά για όλους πιείτε ένα τζιν/ δύο βότκες και δε θέλω μαύρα μόρτες θέλω μπλου-τζιν»

 

 

 

 

 

"Αλίμονο στον αυτόδουλο πολίτη, που φτασμένος στα έσχατα της απελπισιάς παραδίνεται,

για να σωθεί, στο έλεος του Θεού και  στους νόμους των Κλεφτών”

Κώστας Βάρναλης - Η αληθινή απολογία του Σωκράτη

Στις 16 Δεκεμβρίου 1974 πεθαίνει ο Κώστας Βάρναλης, ο ποιητής-λογοτέχνης-δημοσιογράφος που στράτευσε την τέχνη του στην υπηρεσία του Δίκαιου. Η γλώσσα του είναι λαϊκή, χωρίς φτιασίδια, χωρίς ίχνος διανοουμενισμού. Είναι σκληρή, σατιρική και βλάσφημη. Τσακίζει κόκκαλα, ταράζει συνειδήσεις, δε χαρίζεται σε κανέναν, ούτε καν στο λαό για χάρη του οποίου γράφει.

Όπως έγραψε ο Μενέλαος Λουντέμης: «Μύριζε από την αρχή μπαρούτι· κατέβηκε δηλαδή στο στίβο χωρίς πάρα πολλά “γυμνάσματα” και δοκιμές και περιπλανήσεις στους “λειμώνες των ασφόδελων”. Μ’ άλλα λόγια, χωρίς αυτές τις πεισιθάνατες κραυγές που έβγαζαν όλοι οι λυρικοί του καιρού του. Όχι. Η Ποίηση του Βάρναλη ήταν από την αρχή αρσενική, λάσια, μια βολίδα πού’πεσε μες στα στεκούμενα νερά του μελίπηχτου λυρισμού».

Ο Βάρναλης έγραψε για να υπερασπιστεί τα δίκια του λαού. Ένα λαό, όμως, που ούτε τον χάιδεψε, ούτε τον θεώρησε άμοιρο των ευθυνών του για την κατάστασή στην οποία βρισκόταν. Αντιθέτως, τον κατηγόρησε για τη μοιρολατρία και την παθητικότητά του

«Έτσι, στη σκοτεινή ταβέρνα
πίνουμε πάντα μας σκυφτοί·
σαν τα σκουλήκια, κάθε φτέρνα
όπου μας εύρει μας πατεί.
Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα,
προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα!»

γράφει ο Βάρναλης στους Μοιραίους. Το ποίημα αυτό πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Μαύρος Γάτος το 1922, την περίοδο που ο ποιητής χάραζε τη νέα του πορεία, αποφασίζοντας να υπηρετήσει με την τέχνη του τον αγώνα για κοινωνική δικαιοσύνη. Το 1964, μελοποιήθηκε από το Μίκη Θεοδωράκη και τραγουδήθηκε από το Γρηγόρη Μπιθικώτση

Δε χαρίζεται σε κανέναν ο Βάρναλης. Βλέπει και στηλιτεύει την υποκρισία και την κακία

«Θεριά οι ανθρώποι δεν μπορούν
το φως να το σηκώσουν
δεν είναι η αλήθεια πιο χρυσή
απ’ την αλήθεια της σιωπής
χίλιες φορές να γεννηθείς
τόσες, τόσες θα σε σταυρώσουν»

γράφει στους Πόνους της Παναγιάς. Το ποίημα αυτό εκδόθηκε το 1927. Το 1980 μελοποιήθηκε από τον Λουκά Θάνο και τραγουδήθηκε από το Νίκο Ξυλούρη σε μια συγκλονιστική ερμηνεία 

Όμως, ο Βάρναλης, πιστεύει στη δύναμη του λαού. Ελπίζει πως κάποια μέρα ο σκλαβωμένος άνθρωπος, που μέχρι τότε αγόγγυστα υπόμενε την εκμετάλλευση, θα συνειδητοποιηθεί και θα ξεσηκωθεί διεκδικώντας το δίκιο του

«Άιντε θύμα άιντε ψώνιο,

άιντε σύμβολο αιώνιο

αν ξυπνήσεις μονομιάς, θα `ρθει ανάποδα ο ντουνιάς»

γράφει ο Βάρναλης στην Μπαλάντα του κυρ-Μέντιου. Το ποίημα αυτό εκδόθηκε το 1956. Το 1974 μελοποιήθηκε από το Λουκά Θάνο και τραγουδήθηκε από το Νίκο Ξυλούρη.  

Όσο για το λαό; Ησυχία, μην τον ξυπνήσουμε

Ο Αριστείδης Γιαννόπουλος γεννήθηκε στο χωριό Μηλιές του νομού Ηλείας.

Σπούδασε Ιατρική στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και στη συνέχεια υπηρέτησε σαν στρατιωτικός γιατρός στο Πολεμικό Ναυτικό απ' όπου και αποστρατεύτηκε.

Εξακολουθεί να ασκεί την ιατρική από τη σκοπιά της Ομοιοπαθητικής Ιατρικής.

Ενδιαφέρον για τη λογοτεχνία έδειξε από τα πρώτα εφηβικά χρόνια. Οι εμπειρίες του από κοινωνικές, ατομικές και συναισθηματικές συμπεριφορές αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης για τη λογοτεχνική δημιουργία ποιητική και πεζογραφική.

 

16879368127 47c122e7a4 z

16898969388 2b38fbed62 z

16899200480 fc3d53ff93 o

16899204790 e43b3f2c54 z

16900549359 5a49ed6b3b z

16898989448 c70c9fcbc6 z

17086037621 9d165dfa12 z

17060791036 a7ab2a780c z

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

O Μιχάλης Νικολινάκος gεννήθηκε στα Χανια της Κρήτης απο γονείς Μανιάτες. Ο πατέρας του ηταν Λιμενικος αξιωματικός τα δε παιδικά του χρόνια τα εζησε σε διάφορες παραθαλάσσιες πόλεις αφού λόγω της δουλειάς του πατέρα του επρεπε συχνά να μετακομίζουν.Ετσι η Καλαμάτα, η Κέρκυρα , η Χαλκίδα και ο Γερολιμένας ηταν οι πόλεις που πέρασε τα παιδικά του χρονια .Οντας εφηβος αυτή η περιήγηση κατέληξε στον Πειραιά οπου στα Μανιάτικα  εγκαταστάθηκε με τα δυο του αδέλφια και τους γονείς του . Μετά την ληξη του πολεμου το 1946, σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών και αργότερα το 1952 φοίτησε  στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών, αφου ειχε ηδη εμπλακει με τον κινηματογράφο γυρίζοντας την πρωτη του ταινια ‘Το Στραβοξυλο’, υπήρξε δε  μαθητής του μεγάλου Δημήτρη Ροντήρη.

Ήταν ψηλός, φωτογενής, κομψός, αρρενωπός. Έγινε σύντομα γνωστός και αγαπητός σε πολλές θαυμάστριες. Θεωρήθηκε ο κατ’εξοχην ζεν πρεμιέ της εποχής της δεκαετιας του 50.

Με την ζωγραφική ξεκίνησε την ζωη του και με αυτην την εκλεισε. Χρησιμοποιούσε ολους τους τρόπους και τεχνικες της , λαδια, ακουαρέλες, μελάνια, μολύβια, κάρβουνο και χαρακτική για να αποτυπώσει την εμπνευση του. Το έργο του κρίθηκε εξπρεσιονιστικό με καθαρό όμως προσωπικό τόνο.

Υπήρξε επίσης πολύ γνωστός και ως σκιτσογράφος με συνεργασίες σε περιοδικά, εφημεριδες και άλλα έντυπα. Η επίδοσή του όμως στον κινηματογράφο υπήρξε πολυ επιτυχής και τον συνοδευε για το υπολοιπο της ζωης του.

Πέθανε στην Αθήνα σε ηλικία 74 ετών και κηδεύθηκε στο κοιμητήριο της Αναστάσεως του Πειραιά.

 

"Τα πάντα είναι για μένα ερέθισμα. Δεν υπάρχει τίποτα που να μην μ’ ενδιαφέρει. Μισώ τις πυξίδες για τον εκνευριστικό προσανατολισμό τους. Ωστόσο παραδέχομαι  το μόνιμο στοιχείο των αρχών της τεχνικής στη ζωγραφική. Πιστεύω πως η τέχνη δεν είναι μια πεπαλαιωμένη αφαίρεση, χωρίς να συμφωνώ με του πληθωρικούς είτε τους ψυχοπαθείς"

 – Μιχάλης Νικολινάκος

 

Την Τρίτη 23 Οκτωβρίου 2018 θα κλείσουν ενενήντα τρία χρόνια από τότε που γεννήθηκε γεννήθηκε  ο Μάνος Χατζιδάκις στην Ξάνθη.

Στις 23 Οκτωβρίου 1925 γεννιόταν στην πόλη της Θράκης ένας μεγάλος μουσικός και στιχουργός.
Αλλά πάνω από όλα, ένας μεγάλος άνθρωπος που δεν φοβόταν ποτέ να πει τη γνώμη του.

Έφυγε από τη ζωή τον Ιούνιο του 1994.
Έφυγε τόσο νωρίς που δεν πρόλαβε να φέρει σε πέρας όλα όσα είχε στο μυαλό του να κάνει.

Εδώ τον βλέπουμε σε ένα καρέ της ταινίας "Η Αγνή του Λιμανιού", η οποία γυρίστηκε το 1952 σε σκηνοθεσία του Γιώργου Τζαβέλα.
Η ταινία ήταν της Finos Film. 

Στην ταινία ο Μάνος Χατζιδάκις παίζει πιάνο σε ένα καμπαρέ του λιμανιού, όπου δουλεύει η Αγνή.
Ο μουσικός ντύνει διακριτικά τα πλάνα της ταινίας.
Στο βάθος ακούγεται η μουσική του τραγουδιού "Χάρτινο το φεγγαράκι", την οποία είχε γράψει τέσσερα χρόνια πριν για την παράσταση "Λεωφορείον ο Πόθος" του Τένεσσι Ουΐλλιαμς στο Θέατρο Τέχνης.

Στην ταινία του Γιώργου Τζαβέλα πρωταγωνιστούν ο Γιώργος Γλυνός, η Ελένη Χατζηαργύρη, ο Αλέκος Αλεξανδράκης, η Νίτσα Ζαφειρίου, ο Νίκος Ρίζος.
Από την οθόνη παρελαύνει το λιμάνι του Πειραιά εκείνης της εποχής.
Το "Γλάρος", το "Ηλιούπολις", το "Αγγγέλικα", το "Τέτη", το "Δέσποινα", τα παλιά φορτηγά περνούν από μπροστά μας σαν σε νοσταλγικό όνειρο.

Ο Μάνος στο πιάνο ....
"Χάρτινο το φεγγαράκι,
ψεύτικη ακρογιαλιά...."

Το έργο του παραμένει ακόμα και σήμερα σε μεγάλο βαθμό άγνωστο στο ευρύ κοινό.
Εκτός από τα τραγούδια που έγραψε για τον κινηματογράφο και δέκα ακόμα εξαιρετικά δημοφιλείς δίσκους ("Μεγάλος Ερωτικός","Reflections", "Το Χαμόγελο της Τζοκόντα","Οδός Ονείρων", "Οι Μπαλάντες της Οδού Αθηνάς",κ.ά.) το υπόλοιπο έργο του δεν είναι ιδιαίτερα γνωστό.

Η μουσική που έγραψε για την ταινία Ζυλ Ντασέν "Ποτέ την Κυριακή" κέρδισε Όσκαρ Μουσικής.
Παρόλα αυτά ο ίδιος απαρνήθηκε τούτη τη μεγάλη διάκριση.
Και το βραβείο Οσκαρ κάπου απωλέσθηκε στην πορεία της ζωής του.

Οι δίσκοι  "Η Εποχή της Μελλισάνθης", "Ο Οδοιπόρος. το μεθυσμένο κορίτσι, ο Αλκιβιάδης", "Η Πορνογραφία" δεν γίνονται πάντα εύκολα αποδεκτά από το κοινό.

Manos 30

  Εδώ ο Μάνος Χατζιδάκις στο αφιέρωμα που του έκανε η Γαλλική τηλεόραση το 1962.
Πηγή της φωτογραφίας: "ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ ΔΕΚΑ ΕΡΓΑ 1962-1975" ΕΜΙ GREECE

Άγιοι στα όπλα

Δεκεμβρίου 03, 2020

Επανερχόμαστε σήμερα στο θέμα της προβολής του περίφημου πλέον βίντεο των ενόπλων δυνάμεων πάνω στην πρόσοψη της Βουλής. Σε αυτό το άρθρο, όμως, δε θα ασχοληθούμε ούτε με την χουντικής περιόδου αισθητική του βίντεο, ούτε με το πολεμοχαρές μήνυμα που εκπέμπει, ούτε καν με την επιλογή της στιγμής, μιας στιγμής που η κοινωνία μας βρίσκεται παραλυμένη σε έναν άλλο πόλεμο και παραδομένη στα χέρια μιας ανίκανης κυβέρνησης

 

Ο Μητροπολίτης Καλαβρύτων Αμβρόσιος χτύπησε για μια ακόμη φορά. Ούτε λίγο ούτε πολύ, είπε πως οι πυρκαγιές που έκαψαν άνδρες, γυναίκες και μικρά παιδιά είναι έργα του Θεού του, ενός Θεού που εκδικείται τον άθεο πρωθυπουργό της Ελλάδας καίγοντας αθώους ανθρώπους.

Σε αναμονή της απόφασης του δικαστηρίου για τη δίκη της Χρυσής Αυγής, αναδημοσιεύουμε το τρίτο μέρος της εργασίας της mavrioxia.blogspot.com πάνω στους λόγους που επέτρεψαν τη διείσδυση της Χρυσής Αυγής σε ευρεία τμήματα της ελληνικής κοινωνίας.

 

Σε αναμονή της απόφασης για τη δίκη της Χρυσής Αυγής, συνεχίζουμε το «αφιέρωμα» που έκανε η Μαύρη Οχιά εκείνες τις μέρες που ακολούθησαν τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα, τότε που όλοι έκαναν τους έκπληκτους και έπεφταν από τα σύννεφα της βολικής τους "άγνοιας"

Στο πλαίσιο των αφιερωμάτων στην οργάνωση της Χρυσής Αυγής και την εγκληματική της δράση, επιστρέφουμε στο 2012, για να θυμηθούμε το πόσο "αθώα" ήταν αυτή η συμμορία. Θυμάστε βεβαία. Μιλάμε για  εκείνους τους μαυροφορεμένους  που "περνούσαν γριούλες στο απέναντι πεζοδρόμιο" ή εκείνοι οι "νεαροί" που -όπως αποδείχθηκε με πάταγο- σκηνοθετούσαν  κινδύνους για αδύναμους ηλικιωμένους, μπροστά στα μηχανήματα αυτόματης αναλήψεως των τραπεζών" και άλλα εξευτελιστικά για το ανθρώπινο είδος.

Youtube Playlists

youtube logo new

youtube logo new

© 2022 Atticavoice All Rights Reserved.