Ξαναπιάνοντας τον μίτο της Αριάδνης μετά από δύο εβδομάδες, ακολουθήσαμε το μονοπάτι πίσω από τη Μαραθώνος. Στο τέλος του τα γνωστά πλέον σκαλάκια άνοιγαν πύλη προς το ποτάμι που έχασκε ακριβώς από κάτω τους. Ο κόσμος της συμβολής.
Με τους δύο κλάδους που σμίγουν στο Μεγάλο Ρέ(υ)μα, η θέση θα έμοιαζε ιδανική για σήμανση σταυροδρομίου. Κάτι που απουσιάζει, εφόσον ο μόνος που διασχίζει αυτές τις υγρές λεωφόρους είναι το ίδιο το νερό, κι αυτό γνωρίζει άπταιστα τη διαδρομή.
Εμείς ακολουθήσαμε τον κλάδο της Πετρέζας, στο δρόμο για το δικό μας Φαρ Ουέστ. Αν μέχρι τούτου υπήρχαν δυσκολίες στη διάσχιση, εν τούτοις η Φύση έμοιαζε εν πολλοίς υποταγμένη. Τώρα αφήνει τη φαντασία της ελεύθερη και, μέσα στον χώρο των σκληρότερων παρεμβάσεων, προετοιμάζεται να μας υποδεχτεί μειδιώντας.
Κόκκινες και μπλε λιβελούλες παρουσιάζονται κατά δεκάδες στα πρώτα μέτρα, θυρωροί και τελωνοφύλακες του τμήματος αυτού. Η στάθμη ανεβοκατεβαίνει σε πυκνές γούρνες, διαμορφωμένες από την αυξανόμενη πίεση του νερού λόγω της στένωσης των πρανών. Το έδαφος που πατάμε είναι ασταθές. Πρόκειται για παχύρευστη άργιλο, πάλαι ποτέ βασικό εκμεταλλεύσιμο προϊόν της περιοχής. Η περιπέτεια διαδέχεται την χαλαρή οδοιπορία, απρόσκλητη μα πάντα συναρπαστική.
Στο αριστερό μας χέρι ψηλά πεύκα. Απότομη κοίτη, βραχώδης. Και λίγο πιο πέρα ο παράνομος Σταθμός Οχημάτων του δήμου. Στο δεξί μας χέρι ένα τσιμεντένιο μεγαθήριο με αντηρίδες εισβάλλει στον χώρο του ποταμού πασχίζοντας να περάσει απαρατήρητο. Δεν τα καταφέρνει. Από χαμηλά μοιάζει πιο τερατώδες. Κάποια εγκατάσταση της LAFARGE ή ίσως και του τουβλάδικου που δεν λειτουργεί βέβαια πια.
Αριστερό, δεξί. Κάθε προσδιορισμός ισχύει αντίστροφα στην πραγματικότητα. Εμείς πηγαίνουμε ανάποδα απ’ τη ροή, σαν τους σολωμούς. Ή σαν αυτούς που επιστρέφουν στις ρίζες.
Πλούσια η βλάστηση. Πλατάνια, καλάμια άπειρα. Κι η πανίδα βέβαια. Εδώ και ώρα τσαλαβουτάμε ανάμεσα σε κοπάδια από ενδημικά αττικόψαρα. Ευαίσθητα πλάσματα, πορεύονται μόνο σε καθαρά νερά. Περίεργο γιατί δεν φαίνεται να είναι αυτή η περίπτωση. Μια μεγάλη λίμνη αλλόκοτα αφρισμένη μας φράζει το δρόμο. Απάνω κρέμονται πυκνά κλαδιά. Ολίγον Αμαζόνιος.
Τα μπάζα στην όχθη δημιουργούν μια ωραία σκάλα. Σκαρφαλώνοντας στο Belvedere η εικόνα αλλάζει. Γίνεται πολλαπλότερη. Κάτι ανάμεσα σε χωματερή, δάσος, εργοστάσιο, μνημείο, σταύλος και εστία μόλυνσης. Σίγουρα γοητευτικό. Ο κόσμος της συμβολής. Ποιος ξέρει τι κόσμοι συμβάλλουν, συγκρούονται, γίνονται ομελέτα μπροστά στα μάτια μας, στη νησίδα μεταξύ δύο ποταμών και της Οδού Αρίωνος.
Πάλι μπαίνουμε μέσα στο ρέμα. Κάποιος εργάτης βρίζει πίσω από τα πεύκα. Δεν θα μας προσέξει, προστατευμένοι καθώς είμαστε στη φωλιά της κοίτης. Εδώ κανείς δεν βλέπει το ρέμα, ούτε ότι το συνοδεύει.
Το τοπίο ανοίγει, στο βάθος φαίνεται ήδη η γέφυρα. Ένας κόκκινος λόφος στοιβαγμένο χώμα γκρεμίζεται σιγά σιγά στο νερό.
Δύο καταρράκτες (τεχνητοί έστω) χύνονται αντικριστά. Η γαλότσα που βυθίζεται μέσα στη λάσπη, η στάθμη που κάνει πάλι κόλπα δεν αφήνουν περιθώρια επιλογής. Τέρμα πορείας.
Έξω λοιπόν. Και πίσω απ΄ την Αρίωνος που δε σταματά να κατεβάζει αυτοκίνητα, μια νέα εικόνα. Αμπέλια ως εκεί που φτάνει το μάτι. Θα ήταν γαλήνη, αν ένα προφητικό πτηνό δεν διαλαλούσε τη διάνοιξή της Αττικής Οδού, κεντρικό σταθμό του Προαστιακού και μεγάλο παρκινγκ, όλα σ’ αυτή τη θέση. Τα άλλα πτηνά τ’ αληθινά όμως δεν δίνουν σημασία και αφήνουν το μέλλον στις αναπτυξιακές Κασσάνδρες.
Η υπόλοιπη διαδρομή θα γίνει στην ξηρά. Το ρέμα πάντα δίπλα μας, απροσπέλαστο όμως μέσα στην ιδιαιτερότητά του. Όλος ο κάμπος εδώ είναι ένα απέραντο πλημμυρικό πεδίο, ενίοτε βάλτος τον καιρό των βροχών. Η κοίτη πλατειά και χαμηλή, γεμάτη πυκνές καλαμιές δεν αφήνει χώρο σε δίποδα, έστω και περιπατητές. Κάθε έρευνα βρίσκει συχνά το φυσικό της όριο.
Πίσω οι λόφοι που χωρίζουν τις βόρειες συνοικίες της Λούτσας, Βουνούπολη, Βένια, Αγία Κυριακή από τα Σπάτα. Άχτιστοι περιέργως, δασικοί περιέργως. Εντυπωσιακά ισορροπώντας μεταξύ εύφορων εκτάσεων, του πολύτιμου νερού και της κοντινής θάλασσας, με τρόπο που θα ζήλευε ακόμα κι η καταλληλότερη νεολιθική θέση. Ποιος ξέρει τι θα δείξει η ιστορία. Ή τι έχει ήδη δείξει και δεν το ξέρουμε εμείς. Τ’ αρβανίτικο τους όνομα είναι Γκουρί-Λιάκι. Αν έχει κάποια σημασία.
Πανοραμική λήψη με πρώτο πλάνο τον αμπελώνα, στο βάθος το λοφώδες όριο της Λούτσας και στο ύψος του ορίζοντα η Πετρέζα
Θα τερματίσουμε αυτή τη φορά στο Πλατύ Χωράφι. Η έκταση του μελλοντικού ΚΕΛ (Κέντρου Επεξεργασίας Λυμάτων) ήδη περιφραγμένη. Ουδέν σχόλιο επ’ αυτού και έχουν γνώσιν οι φύλακες.
Κάτω Πετρέζα λοιπόν, Σκέμφθι και συμβολή. Ίσως είναι δύσκολο οι λέξεις να λειτουργήσουν όπως θέλουμε. Μάλλον ο αναγνώστης δεν θα μπορέσει να αρκεστεί στην ανωτέρω περιγραφή για να νιώσει πόσο μαγικό και θλιβερό και υπέροχο και αισθησιακό και δύσκολο κι εξαίσιο μπορεί να είναι ένα ταξίδι μέσα στο Ρέμα μες στα Μεσόγεια, μέσα στην πόλη και έξω στην άπλα των χωραφιών, μετά από τόσες αλλαγές μα προτού ακόμα μεταβληθεί κάτι καθοριστικά σ’ αυτήν την αιωνιότητα. Τούτο δεν είναι δημοσιογραφία.
Εις το επανιδείν για τη συνέχεια.
Το οδοιπορικό μας
Για να υπάρχει μια καλύτερη εικόνα του τι είδαμε στο τρίτο αυτό οδοιπορικό, παραθέτουμε μια σειρά από φωτογραφίες. Φωτογραφίες που δείχνουν και τα καλά και τα άσχημα. Από τη μία θα βλέπουμε την ομορφιά της φύσης και από την άλλη την ασχήμια της ανθρώπινης αυθαιρεσίας. Θα δούμε ένα ποτάμι που παλεύει να ζήσει κόντρα στην ανθρώπινη αυθαιρεσία αλλά και κόντρα στο μέλλον που του επιφυλλάσσουν τα σχέδια της Περιφέρειας και του Δήμου
Στα προηγούμενα οδοιπορικά είδαμε τα σκουπίδια, τα μπάζα, τις παράνομες υδροληψίες, τις παράνομες αποχετεύσεις, το χωρίς περίσκεψη χτίσιμο σπιτιών πάνω στην όχθη του ρέματος. Σήμερα θα δούμε και κάτι χειρότερο. Πως στην ασχήμια αυτή συμμετέχει και ο Δήμος Ραφήνας - Πικερμίου με τον αυθαίρετο σταθμό οχημάτων του, ο οποίος είναι χτισμένος πάνω ακριβώς από το ρέμα
Δυστυχώς, όμως, είδαμε και πολλή ασχήμια που δεν γίνεται να την κρύψουμε. Τσιμεντένια μπλόκια που αιωρούνται πάνω από το κεφάλι μας, το τεράστιο κουφάρι ενός εγκαταλειμμένου κεραμουργείου, τόνους χωμάτων που στενεύουν την πλημμυρική περιοχή και, σα να μην έφταναν τα παραπάνω, τις αυθαίρετες κατασκευές του Δήμου Ραφήνας - Πικερμίου
Σε κάποιο σημείο της πορείας μας παρατηρήσαμε έντονα σημάδια ανθρώπινης δραστηριότητας. Είδαμε λάστιχα φορτηγών πεσμένα μέσα στο ρέμα, έναν αγωγό αποχέτευσης ακριβώς πάνω από το κεφάλι μας έτοιμο να ξεράσει το βρώμικο φορτίο του, μια σιδερένια σκάλα χωνεμένη στο χώμα έχοντας γίνει ένα με το τοπίο. Ακούσαμε ανθρώπινες ομιλίες και θόρυβο από οχήματα και αποφασίσαμε να ανέβουμε πάνω να δούμε περί τίνος πρόκειται. Και - ω του θαύματος - ανακαλύψαμε πως πρόκειται για το σταθμό οχημάτων του Δήμου Ραφήνας - Πικερμίου. Ένα άθλιο τριτοκοσμικό συνονθύλευμα από παραπήγματα, πεταμένα μηχανήματα και οχήματα, χτισμένο ακριβώς πάνω από το ρέμα, που μολύνει με την παρουσία του το περιβάλλον και την αισθητική