" Οι ήττες μας δεν αποδεικνύουν
Τίποτα παραπάνω από το ότι
319205339 712219783586309 2265634222543469205 n  Είμαστε λίγοι αυτοί που παλεύουν ενάντια στο Κακό
Και από τους θεατές περιμένουμε
Τουλάχιστον να ντρέπονται"
                                               Μπρεχτ
X.Kostoulas

X.Kostoulas

 Στις 29   Απριλίου του 1933 πεθαίνει ο Κωνσταντίνος Καβάφης, σε ηλικία 70 ετών. Ένα από τα πιο γνωστά του ποιήματα, ίσως το πιο γνωστό, είναι η «Ιθάκη». Ένας ύμνος στην αξία του ταξιδιού, ένας ύμνος στο πιο μεγάλο ανθρώπινο ταξίδι, την ίδια τη ζωή. Μία παρότρυνση να ζούμε την κάθε στιγμή, άσχετα με τον προορισμό μας, άσχετα με το στόχο μας. Αλλά και οι στόχοι που βάζουμε, ακόμη και αν τους ξεπεράσουμε, ακόμη κι αν τελικά φτωχούς τους βρούμε, η μεγάλη τους αξία είναι ότι μας χάρισαν το πλούσιο ταξίδι

 

Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη, 
να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος, 
γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις.

Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας, 
τον θυμωμένο Ποσειδώνα μη φοβάσαι, 
τέτοια στο  δρόμο σου ποτέ σου δέν θα βρεις, 
αν μέν᾿ η σκέψις σου υψηλή, αν εκλεκτή
συγκίνησις το πνεύμα και το σώμα σου αγγίζει.

Τους  Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας, 
τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις, 
αν δεν τους κουβανείς μες στην ψυχή σου, 
αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου.

Να εύχεσαι να ῾ναι μακρύς ο δρόμος. 
Πολλά τα καλοκαιρινά πρωϊά να είναι 
που με τι ευχαρίστηση, με τι χαρά 
θα μπαίνεις σε λιμένας πρωτοειδωμένους·

να σταματήσεις σ᾿ εμπορεία Φοινικικά, 
και τες καλές πραγμάτειες ν᾿ αποκτήσεις, 
σεντέφια και κοράλλια, κεχριμπάρια κ᾿ έβενους, 
και ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής, 
όσο μπορείς πιο άφθονα ηδονικά μυρωδικά.

Σε πόλεις Αιγυπτιακές πολλές να πας, 
να μάθεις και να μάθεις απ᾿ τους σπουδασμένους. 
Πάντα στο νου σου νάχης την Ιθάκη. 
Το φθάσιμον εκεί ειν᾿ ο προορισμός σου.

Αλλά μη βιάζης το ταξείδι διόλου. 
Καλλίτερα χρόνια πολλά να διαρκέσει. 
Και γέρος πια ν᾿ αράξης στο νησί, 
πλούσιος με όσα κέρδισες στον δρόμο, 
μη προσδοκώντας πλούτη να σε δώση η Ιθάκη.

Η Ιθάκη σ᾿ έδωσε τ᾿ ωραίο ταξίδι. 
Χωρίς αυτήν δεν θάβγαινες στον δρόμο. 
Άλλα δεν έχει νά σε δώσει πιά.

Κι αν πτωχική την βρης, η Ιθάκη δεν σε γέλασε. 
Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα, 
ήδη θα το κατάλαβες οι Ιθάκες τι σημαίνουν.

 Οι πόνοι της Παναγιάς - Κώστας Βάρναλης (1927)

 

Πού να σε κρύψω, γιόκα μου, να μη σε φτάνουν οι κακοί;
Σε ποιο νησί του Ωκεανού, σε ποια κορφήν ερημική;
Δε θα σε μάθω να μιλάς και τ’ άδικο φωνάξεις
Ξέρω πως θάχεις την καρδιά τόσο καλή, τόσο γλυκή,
που με τα βρόχια της οργής ταχιά θενά σπαράξεις.

Συ θα ‘χεις μάτια γαλανά, θα ‘χεις κορμάκι τρυφερό,
θα σε φυλάω από ματιά κακή και από κακό καιρό,
από το πρώτο ξάφνιασμα της ξυπνημένης νιότης.
Δεν είσαι συ για μάχητες, δεν είσαι συ για το σταυρό.
Εσύ νοικοκερόπουλο, όχι σκλάβος, όχι σκλάβος ή προδότης

Τη νύχτα θα σηκώνομαι κι αγάλια θα νυχοπατώ,
να σκύβω την ανάσα σου ν’ ακώ, πουλάκι μου ζεστό
να σου ‘τοιμάζω στη φωτιά γάλα και χαμομήλι,
κ’ ύστερα απ’ το παράθυρο με καρδιοχτύπι να κοιτώ
που θα πηγαίνεις στο σκολειό με πλάκα και κοντύλι…

Κι αν κάποτε τα φρένα σου το Δίκιο, φως της αστραπής,
κι η Αλήθεια σου χτυπήσουνε, παιδάκι μου, να μη την πεις.
Θεριά οι ανθρώποι, δεν μπορούν το φως να το σηκώσουν.
Δεν είναι αλήθεια πιο χρυσή σαν την αλήθεια της σιωπής.
Χίλιες φορές να γεννηθείς, τόσες θα σε σταυρώσουν.

 Ώχου, μου μπήγεις στην καρδιά, χίλια μαχαίρια και σπαθιά.
στη γλώσσα μου ξεραίνεται το σάλιο, σαν πικρή αψιθιά!
– Ω! πώς βελάζεις ήσυχα, κοπάδι εσύ βουνίσιο …-
Βοηθάτε, ουράνιες δύναμες, κι ανοίχτε μου την πιο βαθιά
την άβυσσο, μακριά απ’ τους λύκους να κρυφογεννήσω!

Αντισταθείτε

Απριλίου 06, 2019

Η διαθήκη μου, του Μιχάλη Κατσαρού (1950) 

Αντισταθείτε, σ’ αυτόν που χτίζει ένα μικρό σπιτάκι 
και λέει: καλά είμαι εδώ. 
Αντισταθείτε, σ’ αυτόν που γύρισε πάλι στο σπίτι 
και λέει: Δόξα σοι ο Θεός . 

Αντισταθείτε,
στον περσικό τάπητα των πoλυκατοικιών 
στον κοντό άνθρωπο του γραφείου 
στην εταιρεία εισαγωγαί- εξαγωγαί 
στην κρατική εκπαίδευση 
στο φόρο 
σε μένα ακόμα που σας ιστορώ. 

Αντισταθείτε, 
σ’ αυτόν που χαιρετάει απ’ την εξέδρα ώρες
ατέλειωτες τις παρελάσεις 
σ’ αυτή την άγονη κυρία που μοιράζει 
έντυπα αγίων λίβανον και σμύρναν 
σε μένα ακόμα που σας ιστορώ. 

Αντισταθείτε πάλι σ’ όλους αυτούς που λέγονται μεγάλοι 
στον πρόεδρο του Εφετείου αντισταθείτε 
στις μουσικές τα τούμπανα και τις παράτες 
σ’ όλα τ’ ανώτερα συνέδρια που φλυαρούνε 
πίνουν καφέδες σύνεδροι συμβουλατόροι 
σ’ όλους που γράφουν λόγους για την εποχή 
δίπλα στη χειμωνιάτικη θερμάστρα 
στις κολακείες τις ευχές τις τόσες υποκλίσεις 
από γραφιάδες και δειλούς για το σοφό αρχηγό τους. 

 Τότε μπορεί βέβαιοι να περάσουμε προς την 
Ελευθερία.

«Κι αν πράγματι ο κόσμος είχε δίκιο, αν αυτή η μουσική στα καφενεία, αν αυτές οι μαζικές διασκεδάσεις, αν αυτοί οι άνθρωποι που είναι ικανοποιημένοι με τόσα λίγα, έχουν δίκιο, τότε εγώ έχω άδικο, τότε είμαι τρελός, τότε είμαι πράγματι ο λύκος της στέπας, όπως συχνά αποκαλούσα τον εαυτό μου, το ζώο που χάθηκε σ' ένα κι ακατανόητο κόσμο, και δεν μπορεί να βρει μια πατρίδα, αέρα και τροφή».

Ο Λύκος της Στέπας εκδόθηκε το 1927 και είναι το μυθιστόρημα που έκανε παγκόσμια γνωστό τον Έρμαν Έσσε. Ήρωας του μυθιστορήματος είναι ο Χάρυ Χάλερ που ζει μόνος του σε ένα νοικιασμένο δωμάτιο. Κατά τη διάρκεια της ζωής του προσπάθησε, κάτω από την πίεση της φυσικής ανάγκης του ανθρώπου για συντροφικότητα, να ζήσει όπως όλοι οι άλλοι άνθρωποι. Δυστυχώς, δεν μπόρεσε να προσαρμοστεί στις απαιτήσεις και αποφάσισε να ζήσει μόνος του, όπως ένας λύκος της στέπας. Νιώθει ξένος σ’ έναν ξένο κόσμο

Ο Χάρυ είναι άνθρωπος του πνεύματος και της υψηλής αισθητικής, αγαπά την κλασσική μουσική, διαβάζει υψηλή λογοτεχνία και φιλοσοφία, όλα αυτά τα προϊόντα του ανθρώπινου πολιτισμού που ανέβασαν τον άνθρωπο πάνω από το επίπεδο ενός ζώου.

Μαζί με αυτά, όμως, η κοινωνικοποίηση του ανθρώπου δημιούργησε και τον αστικό καθωσπρεπισμό, την αστική υποκρισία και τους κοινωνικούς συμβιβασμούς, πράγματα που ο Χάρυ δεν μπορεί να αντέξει

«Ένα πράγμα μίσησα, σιχάθηκα και καταράστηκα με όλο μου το είναι: αυτή την ικανοποίηση, αυτή την υγεία, την άνεση, αυτή την καλλιεργημένη αισιοδοξία του αστού, αυτή την παχιά και ωφέλιμη εκτροφή του μετρίου, του φυσιολογικού και του μέσου όρου …

… Ο αστός είναι έτσι απ' τη φύση του, ένα πλάσμα με αδύναμο ζωτικό ένστικτο, φοβισμένο, που φοβάται ακόμα και στον εαυτό του να παραδοθεί. Βλέπουμε ότι έχει ισχυρές παρορμήσεις, τόσο για να γίνει άγιος όσο και άθλιος, αλλά λόγω κάποιας αδυναμίας ή αδράνειας δεν κατάφερε να πάρει φόρα και να βγει στο ελεύθερο σύμπαν και παρέμεινε δεμένος στην τροχιά του μητρικού πλανήτη της αστικής κοινωνίας

… αυτό που λέμε αστική ζωή, που είναι ένα βασικό χαρακτηριστικό στην ανθρώπινη φύση, δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια προσπάθεια να εξισωθούν και να εξισορροπηθούν οι αναρίθμητες αντιθέσεις της ανθρώπινης συμπεριφοράς.

Αυτό μπορούμε να το καταλάβουμε καλά, αν πάρουμε το παράδειγμα της αντίθεσης ανάμεσα στην άγια και τη βέβηλή μορφή ζωής. Ο άνθρωπος μπορεί να δοθεί εξ ολοκλήρου στην πνευματική σφαίρα, να πλησιάσει τη θεία ζωή και ν’ αφιερωθεί στο ιδεώδες της αγιότητας. Έχει όμως και την ολότελα αντίθετη δυνατότητα, να παραδοθεί στις ορμές του, στην απαίτηση των αισθήσεων, και να σταφεί ολοκληρωτικά στο κυνηγητό της απόλαυσης.

Ο ένας δρόμος οδηγεί στην αγιότητα, στο μάρτυρα του πνεύματος, στην αυτοπροσφορά στο Θεό. Ο άλλος δρόμος οδηγεί στη βέβηλη ζωή, στο μάρτυρα των ορμών, στην αυτοπροσφορά, στην ακολασία.

Ο αστός λοιπόν προσπαθεί να ζήσει στο μέσο αυτών των δύο ακροτήτων. Δεν παραδίνεται ούτε στην κραιπάλη, ούτε στην άσκηση. Δε γίνεται μάρτυρας ούτε επιδοκιμάζει την εξόντωσή του. Αντίθετα, το ιδανικό του αστού δεν είναι προσφορά και θυσία, αλλά διατήρηση του εγώ. Η προσπάθειά του δε στρέφεται ούτε στην αγιότητα ούτε στο αντίθετό της. Το απόλυτο του είναι ανυπόφορο. Θέλει να υπηρετήσει το Θεό, αλλά συνάμα και την κραιπάλη. Αγαπά την αρετή, αλλά θέλει να ζήσει στη γη καλά και άνετα. Με λίγα λόγια, προσπαθεί να ζήσει άνετα ανάμεσα στα άκρα, σε μια μετρημένη και άνετη ζωή, χωρίς δυνατές φουρτούνες και καταιγίδες. Κι όλα αυτά τα πετυχαίνει, αφού θυσιάσει την ένταση της ζωής και των αισθημάτων που παρέχει η ζωή του απόλυτου και των άκρων. Ο αστός δεν εκτιμά τίποτα περισσότερο παρά μόνο το εγώ. Θυσιάζοντας λοιπόν την ένταση πετυχαίνει τη διατήρηση και τη σιγουριά.

… ο “άνθρωπος” αυτής της συμβατικής ζωής, όπως και κάθε αστικό ιδεώδες, είναι ένας συμβιβασμός, μια συνετή και πονηρή προσπάθεια, ώστε να αποτινάξει, ώστε να αποτινάξει τόσο την κακή αρχέγονη μητέρα φύση, όσο και το ενοχλητικό αρχέγονο πνεύμα και τις απαιτήσεις του και να ζήσει στη χλιαρή μεσότητα, ανάμεσα και στους δυο. Γι αυτό επιτρέπει κι ανέχεται ο αστός αυτό που ονομάζει “προσωπικότητα”, παραδίνει όμως την πραγματικότητα αυτή συνάμα στο Μολώχ του “κράτους” και παίζει συγχρόνως και με τις δυο πραγματικότητες. Γι αυτό ακριβώς ο αστός αυτόν που καίει σήμερα σαν αιρετικό κι εγκληματία, αύριο τον τιμά και του υψώνει μνημεία»

Ο Χάρυ προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα σε δύο κόσμους:

«Ο Χάρυ βρίσκει μέσα του έναν «άνθρωπο», δηλαδή έναν κόσμο με σκέψεις, αισθήματα, πολιτισμό, με πειθαρχημένη και εξιδανικευμένη φύση, και συνάμα βρίσκει και ένα «λύκο», δηλαδή ένα σκοτεινό κόσμο με ορμές, με αγριότητα, με ωμή και χωρίς εξιδανίκευση φύση»

Έτσι, όμως, δεν είναι στην πραγματικότητα κάθε άνθρωπος ;

« … [Ο άνθρωπος] δεν είναι τίποτα άλλο παρά η στενή και επικίνδυνη γέφυρα ανάμεσα στη φύση και στο πνεύμα. Η πιο βαθιά παρόρμηση τον οδηγεί προς το πνεύμα, προς το Θεό, ενώ η πιο βαθιά λαχτάρα τον πηγαίνει πίσω προς τη φύση, προς τη μητέρα ανάμεσα στις δυο δυνάμεις, αιωρείται γεμάτη άγχος και τρεμάμενη η ζωή του»

… Υπάρχουν αρκετοί άνθρωποι και καλλιτέχνες, που μοιάζουν στο χαρακτήρα με το Χάρυ. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι έχουν δυο ψυχές, δυο ουσίες. Σ ‘αυτούς συνυπάρχουν το θείο και το δαιμονικό στοιχείο, μητρικό και πατρικό αίμα, η ευαισθησία για την ευτυχία και τον πόνο σε μια εχθρική και μπερδεμένη σχέση, όπως ακριβώς συνυπήρχαν ο λύκος και ο άνθρωπος στο Χάρυ.

Ο Χάρυ ξέρει πως πέρα από το μέσο “άνθρωπο” της συμβατικής ζωής υπάρχει και ο αληθινός άνθρωπος, αλλά ο δρόμος προς αυτόν δεν είναι καθόλου εύκολος

« … φτωχέ μου Λύκε της Στέπας, έχεις να βαδίσεις ακόμα το μακρινό δρόμο της ενανθρώπησης, το γεμάτο κόπο και δυσκολίες, θα πολλαπλασιάσεις τη διπλή σου φύση και την περίπλοκη ζωή θα την κάνεις ακόμα πιο περίπλοκη … πρέπει να πάρεις τελικά με πόνο μέσα στη διευρυνόμενη ψυχή σου ολόκληρο τον κόσμο κι ίσως καμιά φορά να φτάσεις στο τέλος και την ησυχία

… δε γυρίζει πίσω κανένας δρόμος, ούτε στο λύκο, ούτε στο παιδί. Η αρχή των πραγμάτων δεν είναι αθωότητα, ούτε απλότητα. Κάθε δημιούργημα και το πιο απλό, είναι ήδη ένοχο, διασπαρμένο και βυθισμένο στο βρόμικο ρεύμα του γίγνεσθαι και ποτέ δεν μπορεί να πάει πίσω. Ο δρόμος προς την αθωότητα, στο αδημιούργητο, στο Θεό, δεν οδηγεί πίσω, αλλά μπροστά, όχι στο λύκο ή το παιδί, αλλά διαρκώς στην ενοχή, ολοένα βαθύτερα στην ενανθρώπηση

… αντί να στενέψεις τον κόσμο σου, να απλοποιήσεις την ψυχή σου, θα είσαι συνέχεια ο ίδιος κόσμος. Πρέπει να πάρεις τελικά με πόνο μέσα στη διευρυνόμενη ψυχή σου ολόκληρο τον κόσμο κι ίσως καμιά φορά να φτάσεις στο τέλος και στην ησυχία»

Όλα αυτά, όμως, έχουν ένα τίμημα και αυτό δεν είναι άλλο από την καταδίκη του Χάρυ σε απέραντη μοναξιά. Στην αρχή, αυτή η μοναξιά του φάνηκε ως θείο δώρο

«Η μοναξιά είναι ανεξαρτησία. Την είχα επιθυμήσει και την είχα αποκτήσει εδώ και πολλά χρόνια. Ήταν παγερή, ω ναι, ήταν επίσης γαλήνια, συγκλονιστικά γαλήνια και απέραντη, όπως ο ήσυχος και παγερός χώρος, όπου κινούνται τα αστέρια»

Με το πέρασμα του χρόνου όμως, κατάλαβε πως η μοναξιά δεν ήταν επιλογή

«… η μοναξιά και η ανεξαρτησία δεν ήταν επιθυμία και σκοπός του, αλλά μοίρα του και καταδίκη του»

 ποίημα της Ε.Βακαλό -1978

Θα σας πω πώς έγινε
Έτσι είναι η σειρά
Ένας μικρός καλός άνθρωπος αντάμωσε στο δρόμο του έναν χτυπημένο
Τόσο δα μακριά από κείνον ήτανε πεσμένος και λυπήθηκε
Τόσο πολύ λυπήθηκε που ύστερα φοβήθηκε
Πριν κοντά του να πλησιάσει για να σκύψει να τον πιάσει, σκέφτηκε καλύτερα
Τι τα θες τι τα γυρεύεις
Κάποιος άλλος θα βρεθεί από τόσους εδώ γύρω, να ψυχοπονέσει τον καημένο
Και καλύτερα να πούμε
Ούτε πως τον έχω δει
Και επειδή φοβήθηκε
Έτσι συλλογίστηκε
Τάχα δεν θα είναι φταίχτης, ποιον χτυπούν χωρίς να φταίξει;
Και καλά του κάνουνε αφού ήθελε να παίξει με τους άρχοντες
Άρχισε λοιπόν και κείνος
Από πάνω να χτυπά

Αρχή του παραμυθιού καλημέρα σας

To Μίσος

Ιανουαρίου 22, 2019

ποίημα της Πολωνής ποιήτριας Βισουάβα Σιμπόρσκα

Δείτε πόσο αποδοτικό είναι ακόμα,
πόσο διατηρείται σε φόρμα
το μίσος στον αιώνα μας.
Πόσο εύκολα υπερπηδά και τα πιο ψηλά εμπόδια.
Με τι ταχύτητα εφορμά, πόσο γρήγορα μας εντοπίζει.

Δεν είναι σαν τα άλλα αισθήματα.
Ταυτόχρονα μαζί το πιο γηραλέο
και το πιο νεαρό.
Από μόνο του γεννοβολάει αιτίες
που το ζωογονούν.
Όταν κοιμάται δεν πρόκειται ποτέ για 
αιώνια ανάπαυση.
Κι η αϋπνία δεν εξαντλεί τη ρώμη του, τη θρέφει.

Κάποια θρησκεία ή μια άλλη
όποια και να ‘ναι το βρίσκει έτοιμο,
στην αφετηρία.
Μια γενέθλια πατρίδα ή μια άλλη
όποια και να ‘ναι το βοηθάει να βρει ένα σημείο εκκίνησης.

Για κινητοποίηση αρκεί ακόμα κι η δικαιοσύνη,
μέχρι ν΄ αποκτήσει τη δική του ορμή.
Μίσος. Μίσος.
Με το πρόσωπό του στρεβλωμένο σε μια γκριμάτσα
ερωτικής έκστασης.

Γύριζε

Ιανουαρίου 13, 2019

ποίημα του Κωστή Παλαμά (1908)

Γύριζε, μη σταθείς ποτέ, ρίξε μας πέτρα μαύρη
ο ψεύτης είδωλο είν΄ εδώ, το προσκυνά η πλεμπάγια
η Αλήθεια τόπο να σταθή για μια στιγμή δε θάβρη.
Αλάργα. Νέκρα της ψυχής της χώρας τα μουράγια.

Η Πολιτεία λωλάθηκε, κι απόπαιδα τα κάνει
το Νου, το Λόγο, την Καρδιά, τον Ψάλτη, τον Προφήτη
κάθε σπαθί κάθε φτερό, κάθε χλωρό στεφάνι
στη λάσπη. Σταύλος ο ναός, μπουντρούμι και το σπίτι.

Από θαμπούς δερβίσηδες και στέρφους μανταρίνους,
κι από τους χαλκοπράσινους η Πολιτεία πατιέται.
Χαρά στους χασομέρηδες! Χαρά στους Αρλεκίνους!
Σκλάβος ξανάσκυψε ο ρωμιός και δασκαλοκρατιέται.

Δεν έχεις, Όλυμπε, θεούς, μηδέ λεβέντες η Όσσα
ραγιάδες έχεις, μάνα γη, σκυφτούς για το χαράτσι
κούφιοι και οκνοί καταφρονούν τη θεία τραχιά σου γλώσσα
των Ευρωπαίων περίγελα και των αρχαίων παλιάτσοι.

Και δημοκόποι Κλέωνες και λογοκόποι Ζωίλοι
και Μαμμωνάδες βάρβαροι και χαύνοι λεβαντίνοι
λύκοι, κοπάδια, οι πιστικοί και ψωριασμένοι οι σκύλοι
κι οι χαροκόποι αδιάντροποι, και πόρνη η Ρωμιοσύνη

Ο Καιόμενος

Δεκεμβρίου 25, 2018

Ο καιόμενος, ποίημα του Τάκη Σινόπουλου

Κοιτάχτε μπήκε στη φωτιά! είπε ένας από το πλήθος.

Γυρίσαμε τα μάτια γρήγορα.
Ήταν στ’ αλήθεια αυτός που απόστρεψε το πρόσωπο, όταν του μιλήσαμε.

Και τώρα καίγεται.
Μα δε φωνάζει βοήθεια.


Διστάζω. Λέω να πάω εκεί. Να τον αγγίξω με το χέρι μου.
Είμαι από τη φύση μου φτιαγμένος να παραξενεύομαι.


Ποιος είναι τούτος που αναλίσκεται περήφανος;
Το σώμα του το ανθρώπινο δεν τον πονά;


Η χώρα εδώ είναι σκοτεινή. Και δύσκολη. Φοβάμαι.
Ξένη φωτιά μην την ανακατεύεις, μου είπαν.


Όμως εκείνος καίγονταν μονάχος. Καταμόναχος.
Κι όσο αφανίζονταν τόσο άστραφτε το πρόσωπο.
Γινόταν ήλιος.


Στην εποχή μας όπως και σε περασμένες εποχές
άλλοι είναι μέσα στη φωτιά κι άλλοι χειροκροτούνε.


Ο ποιητής μοιράζεται στα δυο.

 Ο Μάνος Ελευθερίου ήταν ένας δύσκολος ποιητής. Ίσως ήταν και ένας δύσκολος άνθρωπος. Το σίγουρο πάντως είναι ότι από κει που βρίσκεται πλέον, θα γελά σαρκαστικά για όσους σήμερα γράφουν την αγιογραφία του, ενώ ποτέ τους δεν τον κατάλαβαν κι ενώ ο ίδιος δεν τους έδωσε ποτέ δείγματα ότι τους εκτιμούσε. Αντί αφιερώματος, παραθέτουμε ένα εξόχως σαρκαστικό ποίημα του Κώστα Ουράνη 

Συνοικία, το Όνειρο

Φεβρουαρίου 28, 2021

Αχ ψεύτη κι άδικε ντουνιά, π’ άναψες τον καημό μου
είσαι μικρός και δε χωράς, τον αναστεναγμό μου"

 

Η «Συνοικία, το όνειρο» είναι ίσως η πιο κοντινή στο νεορεαλισμό, ταινία του ελληνικού κινηματογράφου.


Warning: count(): Parameter must be an array or an object that implements Countable in /srv/disk3/2763186/www/atticavoice.gr/templates/ts_news247/html/com_k2/templates/default/user.php on line 269

Youtube Playlists

youtube logo new

youtube logo new

© 2022 Atticavoice All Rights Reserved.