" Οι ήττες μας δεν αποδεικνύουν
Τίποτα παραπάνω από το ότι
319205339 712219783586309 2265634222543469205 n  Είμαστε λίγοι αυτοί που παλεύουν ενάντια στο Κακό
Και από τους θεατές περιμένουμε
Τουλάχιστον να ντρέπονται"
                                               Μπρεχτ
X.Kostoulas

X.Kostoulas

Στις 10 Φεβρουαρίου του 1898 γεννιέται στο Άουγκσμπουργκ της Βαυαρίας ένας από τους μεγαλύτερους δραματουργούς, σκηνοθέτες και ποιητές του 20ού αιώνα, ο Μπέρτολτ Μπρεχτ που, μέσα από τα έργα του, ύμνησε την εργατική τάξη και τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα. Ένα από τα έργα του Μπέρτολτ Μπρεχτ είναι οι «Ιστορίες του κ. Κόϋνερ», 87 κείμενα φιλοσοφικού προσανατολισμού. Ένα από αυτά είναι το «Αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι»

«ΑΝ ΟΙ ΚΑΡΧΑΡΙΕΣ ΗΤΑΝ ΑΝΘΡΩΠΟΙ» ρώτησε τον κ. Κ. η μικρή κόρη της σπιτονοικοκυράς του «θα φέρονταν τότε καλύτερα στα μικρά ψάρια;»

 

«Σίγουρα» απάντησε αυτός. «Αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι, θα έφτιαχναν στη θάλασσα για τα μικρά ψάρια τεράστιες κασέλες με διάφορες τροφές μέσα, τόσο φυτά όσο και ζώα. Θα φρόντιζαν να έχουν οι κασέλες πάντα φρέσκο νερό και θα έπαιρναν εν γένει διάφορα υγειονομικά μέτρα. Όταν, παραδείγματος χάριν, ένα ψαράκι τραυμάτιζε το πτερύγιο του, τότε οι καρχαρίες θα του έβαζαν αμέσως έναν επίδεσμο, για να μην τους πεθάνει πριν την ώρα του. Για να μην είναι τα ψαράκια μελαγχολικά, θα διοργανώνονταν πού και πού μεγάλες γιορτές στο νερό· γιατί τα χαρούμενα ψαράκια έχουν καλύτερη γεύση από τα μελαγχολικά.

 

Θα υπήρχαν φυσικά και σχολεία σ’ αυτές τις μεγάλες κασέλες. Στα σχολεία αυτά τα ψαράκια θα μάθαιναν πώς να κολυμπάνε στο στόμα των καρχαριών. Θα χρειάζονταν, παραδείγματος χάριν, τη γεωγραφία, για να μπορούν να βρίσκουν τους μεγάλους καρχαρίες, που θα βρίσκονται κάπου τεμπελιάζοντας.

Το σπουδαιότερο θα ήταν φυσικά η ηθική διαπαιδαγώγηση των μικρών ψαριών. Θα διδάσκονταν ότι το υψηλότερο και ωραιότερο ιδεώδες είναι να θυσιάζεται ένα ψαράκι πρόθυμα και ότι όλα έπρεπε να πιστεύουν στους καρχαρίες, προπαντός όταν τους έλεγαν ότι θα μεριμνούσαν για ένα καλύτερο μέλλον. Θα δίδασκαν στα ψαράκια άτι το μέλλον αυτό τότε μόνο είναι εξασφαλισμένο, όταν μάθαιναν υπακοή. Τα ψαράκια θα έπρεπε να φυλάγονται απ’ όλες τις ταπεινές, υλιστικές, εγωιστικές και μαρξιστικές διαθέσεις και να αναφέρουν αμέσως στους καρχαρίες, όταν κανένα απ’ αυτά έδειχνε τέτοιες διαθέσεις.

Αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι, θα έκαναν φυσικά και πολέμους αναμεταξύ τους, για να κυριέψουν ξένες ψαροκασέλες και ξένα ψαράκια. Τους πολέμους θα έβαζαν να τους κάνουν τα δικά τους ψαράκια. Θα δίδασκαν στα ψαράκια ότι ανάμεσα σ’ αυτά και τα ψαράκια των άλλων καρχαριών υπάρχει τεράστια διαφορά. Τα ψαράκια, θα διακήρυσσαν, είναι, ως γνωστόν, βουβά, αλλά σωπαίνουν σ’ εντελώς διαφορετικές γλώσσες και γι’ αυτό δεν μπορούν να καταλάβουν το ένα το άλλο. Σε κάθε ψαράκι που θα σκότωνε στον πόλεμο μερικά άλλα ψαράκια εχθρικά, που σωπαίνουν σε άλλη γλώσσα, θ’ απένειμαν ένα μικρό παράσημο από θαλασσινά φύκια και τον τίτλο του ήρωα.

Αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι, θα υπήρχε φυσικά σ’ αυτούς και τέχνη. Θα υπήρχαν ωραίοι πίνακες, στους οποίους θα παριστάνονταν τα δόντια των καρχαριών με υπέροχα χρώματα, τα στόματά τους σαν αληθινά πάρκα αναψυχής, όπου θα μπορούσε να κάνει κανείς έναν υπέροχο περίπατο. Τα θέατρα στο βυθό της θάλασσας θα έδειχναν πως ηρωικά ψαράκια κολυμπάνε ενθουσιασμένα στα στόματα των καρχαριών και η μουσική θα ήταν τόσο ωραία, ώστε τα ψαράκια θα ορμούσαν, κάτω από τους ήχους της, με την μπάντα μπροστά, σαν σε όνειρο και με το νανούρισμα των πιο ευχάριστων σκέψεων, στα στόματα των καρχαριών.

Θα υπήρχε βέβαια και μια θρησκεία, αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι. Θα δίδασκε ότι για τα ψαράκια μόνο στην κοιλιά των καρχαριών θ’ άρχιζε η αληθινή ζωή.

Εξάλλου, αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι, τα ψαράκια θα έπαυαν επίσης να είναι ίσα, όπως συμβαίνει τώρα. Μερικά απ’ αυτά θα έπαιρναν αξιώματα και θα τα τοποθετούσαν πάνω από τ’ άλλα. Στα κάπως μεγαλύτερα θα επιτρεπόταν μάλιστα να τρώνε τα μικρότερα. Αυτό δε θα ήταν για τους καρχαρίες παρά ευχάριστο, αφού οι ίδιοι θα είχαν έπειτα να τρώνε, συχνά, μεγαλύτερες μπουκιές. Και τα μεγαλύτερα ψαράκια, που θα είχαν ένα πόστο, θα φρόντιζαν για την τάξη ανάμεσα στα ψαράκια και θα γίνονταν δάσκαλοι, αξιωματικοί, μηχανικοί για την κατασκευή κασελών κτλ.

Με λίγα λόγια, πολιτισμός θα υπήρχε στη θάλασσα, μόνο αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι».

Το φράγμα και το κύμα

Φεβρουαρίου 01, 2020

Με αφορμή το πλωτό φράγμα που παρήγγειλε η κυβέρνηση προσθέτοντας στο ενεργητικό της άλλη μία γελοία και ανόητη ενέργεια, η Μαριάννα Τζιαντζή από την Εφημερίδα των Συντακτών θυμήθηκε το ποίημα του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη «Ο βράχος και το κύμα». Στο συμβολισμό του ποιήματος, ο βράχος είναι ο Τούρκος κατακτητής και κύμα ο υπόδουλος Ελληνισμός. Ας δούμε, όμως, πόσο ταιριάζει η περιγραφή του κύματος με τα ανθρώπινα κύματα που διασχίζουν το Αιγαίο προσπαθώντας να βρουν μια καλύτερη ζωή. Κύματα που δε θα σταματήσουν, παρά μόνο όταν εκλείψουν οι αιτίες που τα δημιούργησαν. Κύματα που δε σταματιούνται από κανένα φράχτη, πόσο μάλλον από αυτό το κωμικό κατασκεύασμα

«Μέριασε, βράχε, να διαβώ!» το κύμα ανδρειωμένο
λέγει στην πέτρα του γιαλού θολό, μελανιασμένο.
«Μέριασε! μες τα στήθη μου, που 'σαν νεκρά και κρύα
μαύρος βοριάς εφώλιασε και μαύρη τρικυμία.
Αφρούς δεν έχω γι' άρματα, κούφια βοή γι' αντάρα,
έχω ποτάμι αίματα, με θέριεψε η κατάρα
του κόσμου, που βαρέθηκε, του κόσμου που 'πε τώρα:
«Βράχε, θα πέσεις, έφτασεν η φοβερή σου η ώρα!»
Όταν ερχόμουνα σιγά, δειλό, παραδαρμένο,
και σο 'γλυφα και σο 'πλενα τα πόδια δουλωμένo,
περήφανα μ' εκοίταζες και φώναζες του κόσμου,
να δει την καταφρόνεση που πάθαινε ο αφρός μου.
Κι αντίς εγώ κρυφά-κρυφά, εκεί που σε φιλούσα,
μέρα και νύχτα σ'έσκαφτα τη σάρκα σου εδαγκούσα
και την πληγή που σ' άνοιγα, το λάκκο που 'θε κάμω,
με φύκη τον επλάκωνα, τον έκρυβα στον άμμο.
Σκύψε να ιδείς τη ρίζα σου στης θάλασσας τα βύθη,
τα θέμελά σου τα 'φαγα, σ' έκαμα κουφολίθι.
Μέριασε, βράχε, να διαβώ! Του δούλου το ποδάρι
θα σε πατήσει στο λαιμό...Εξύπνησα λιοντάρι..

 

Ο βράχος εκοιμότουνε. Στην καταχνιά κρυμμένος,
αναίσθητος σου φαίνεται, νεκρός, σαβανωμένος.
Του φώτιζαν το μέτωπο, σχισμένο από ρυτίδες,
του φεγγαριού, που 'ταν χλωμό, μισόσβηστες αχτίδες.
Ολόγυρα του ονείρατα, κατάρες ανεμίζουν
και στον ανεμοστρόβιλο φαντάσματα αρμενίζουν,
καθώς ανεμοδέρνουνε και φτεροθορυβούνε
τη δυσωδία του νεκρού τα όρνια αν μυριστούνε.

Το μούγκρισμα του κύματος, την άσπλαχνη φοβέρα,
χίλιες φορές την άκουσεν ο βράχος στον αθέρα
ν' αντιβοά τρομαχτικά χωρίς καν να ξυπνήσει,
και σήμερα ανατρίχιασε, λες θα λιγοψυχήσει.
«Κύμα, τι θέλεις από με και τι με φοβερίζεις;
Ποιος είσαι συ κι ετόλμησες, αντί να με δροσίζεις,
αντί με το τραγούδι σου τον ύπνο μου να ευφραίνεις,
και με τα κρύα σου νερά τη φτέρνα μου να πλένεις,
εμπρός μου στέκεις φοβερό, μ' αφρούς στεφανωμένο;
Όποιος κι αν είσαι μάθε το, εύκολα δεν πεθαίνω!»

«Βράχε, με λένε Εκδίκηση. Μ' επότισεν ο χρόνος
χολή και καταφρόνεση. Μ' ανάθρεψεν ο πόνος.
Ήμουνα δάκρυ μια φορά και τώρα κοίταξέ με,
έγινα θάλασσα πλατιά, πέσε, προσκύνησέ με.
Εδώ μέσα στα σπλάχνα μου, βλέπεις, δεν έχω φύκη,
σέρνω ένα σύγνεφο ψυχές, ερμιά και καταδίκη,
ξύπνησε τώρα, σε ζητούν του άδη μου τ' αχνάρια...
Μ' έκαμες ξυλοκρέβατο... Με φόρτωσες κουφάρια...
Σε ξένους μ' έριξες γιαλούς... Το ψυχομάχημά μου
το περιγέλασαν πολλοί και τα πατήματά μου
τα φαρμακέψανε κρυφά με την ελεημοσύνη.
Μέριασε βράχε, να διαβώ, επέρασε η γαλήνη,
καταποτήρας είμαι εγώ, ο άσπονδος εχθρός σου,
γίγαντας στέκω εμπρός σου!»

Ο βράχος εβουβάθηκε. Το κύμα στην ορμή του
εκαταπόντησε μεμιάς το κούφιο το κορμί του.
Χάνεται μες την άβυσσο, τρίβεται, σβήεται, λιώνει
σα να 'ταν από χιόνι.
Επάνωθέ του εβόγγιζε για λίγο αγριεμένη
η θάλασσα κι εκλείστηκε. Τώρα δεν απομένει
στον τόπο που 'ταν το στοιχειό, κανείς παρά το κύμα,
που παίζει γαλανόλευκο επάνω από το μνήμα.

Ζητείται ελπίς

Ιανουαρίου 06, 2020

 

Το 2020 είναι έτος Αντώνη Σαμαράκη και Μελίνας Μερκούρη. Ας αφήσουμε για λίγο τη Μελίνα και ας σταθούμε για λίγο στο διήγημα του Αντώνη του Σαμαράκη "Ζητείται ελπίς". Μία απελπισμένη κραυγή αγωνίας που κανείς από τους μεγάλους και τους τρανούς σε αυτή τη Γη δεν άκουσε και δεν πρόκειται ποτέ μα ποτέ να ακούσει.

" Όταν μπήκε στο καφενείο, κείνο το απόγευμα, ήτανε νωρίς ακόμα. Κάθισε σ' ένα τραπέζι, πίσω από το μεγάλο τζάμι που έβλεπε στη λεωφόρο. Παράγγειλε καφέ.

Σε άλλα τραπέζια, παίζανε χαρτιά ή συζητούσανε.

Ήρθε ο καφές. Άναψε τσιγάρο, ήπιε δυο γουλιές, κι άνοιξε την απογευματινή εφημερίδα.

Καινούριες μάχες είχαν αρχίσει στην Ινδοκίνα. «Αι απώλειαι εκατέρωθεν υπήρξαν βαρύταται», έλεγε το τηλεγράφημα.

Ένα ακόμα ιαπωνικό αλιευτικό που γύρισε με ραδιενέργεια.

«Η σκιά του νέου παγκοσμίου πολέμου απλούται εις τον κόσμον μας», ήταν ο τίτλος μιας άλλης είδησης.

Ύστερα διάβασε άλλα πράγματα: το έλλειμμα του προϋπολογισμού, προαγωγές εκπαιδευτικών, μια απαγωγή, ένα βιασμό, τρεις αυτοκτονίες. Oι δυο, για οικονομικούς λόγους. Δυο νέοι, 30 και 32 χρονώ. O πρώτος άνοιξε το γκάζι, ο δεύτερος χτυπήθηκε με πιστόλι.
........

Σκέψεις γυρίζανε στο νου του.

Από τότε που τέλειωσε ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος, η σκιά του τρίτου δεν είχε πάψει να βαραίνει πάνω στον κόσμο μας. Και στο μεταξύ, το αίμα χυνότανε, στην Κορέα χτες, στην Ινδοκίνα σήμερα, αύριο…

Πέρασε το χέρι του στα μαλλιά του. Σκούπισε τον ιδρώτα στο μέτωπό του· είχε ιδρώσει, κι όμως δεν έκανε ζέστη.

O πόλεμος, η βόμβα υδρογόνου, οι αυτοκτονίες για οικονομικούς λόγους, η «Κοσμική Κίνησις»… Το πανόραμα της ζωής!

Δεν είχε αλλάξει διόλου προς το καλύτερο η ζωή μας ύστερ' από τον πόλεμο. Όλα είναι τα ίδια σαν και πριν. Κι όμως είχε ελπίσει κι αυτός, όπως είχαν ελπίσει εκατομμύρια άνθρωποι σ' όλη τη γη, πως ύστερ' από τον πόλεμο, ύστερ' από τόσο αίμα που χύθηκε, κάτι θ' άλλαζε. Πως θα 'ρχόταν η ειρήνη, πως ο εφιάλτης του πολέμου δε θα ίσκιωνε πια τη γη μας, πως δε θα γίνονταν τώρα αυτοκτονίες για οικονομικούς λόγους, πως…

........
Είχε πολεμήσει κι αυτός στον τελευταίο πόλεμο. Και είχε ελπίσει. Μα τώρα ήτανε πια χωρίς ελπίδα. Ναι, δε φοβότανε να το ομολογήσει στον εαυτό του πως ήτανε χωρίς ελπίδα.

Μια σειρά από διαψεύσεις ελπίδων ήταν η ζωή του. Είχε ελπίσει τότε… Είχε ελπίσει ύστερα…"

 

Σήμερα η καρδιά του κόσμου χτυπάει δυνατά στο Ιράν.Η άναντρη και αψυχολόγητη δολοφονία του Ιρανού στρατιωτικού φέρνει την κατάσταση και πάλι στα άκρα. Ενόψει των Αμερικανικών Εκλογών το Τέρας θα πρέπει να προκαλέσει πολλές αιματοχυσίες στον πλανήτη Γη για να χορτάσει το φιλοθεάμον κοινό των Η.Π.Α και να ψηφίσει τον "πεφωτισμένο Ηγέτη του Χάους". Ο Αντώνης  Σαμαράκης θα μπορούσε να έγραφε σήμερα:

 

"Ο Πρωθυπουργός της μικρής μας χώρας βρίσκεται στην ζεστή Φλώριδα για να παρευρεθεί στην τελετή του εορτασμού των υδάτων.

Οι Αμερικάνοι που θεωρούν τους εαυτούς τους Χριστιανούς σκότωσαν με τον πιο άναντρο τρόπο έναν Ιρανό στρατιωτικό.

Στη Φλώριδα θα γιορταστεί με χριστιανικό τρόπο η τελετή αγιασμού των υδάτων.

Την ίδια ώρα στο Ιράν η οργή έχει ξεχειλίσει..."

 

Και ξαναγυρίζοντας στο διήγημα του Αντώνη Σαμαράκη:

 

"....Ξανάριξε μια ματιά στην εφημερίδα: η Ινδοκίνα, η «Κοσμική Κίνησις», το ρεσιτάλ πιάνου, οι δυο αυτοκτονίες για οικονομικούς λογους, οι «Μικρές Αγγελίες»…

ΖΗΤΕΙΤΑΙ γραφομηχανή…

ΖΗΤΕΙΤΑΙ ραδιογραμμόφωνον…

ΖΗΤΕΙΤΑΙ τζιπ εν καλή καταστάσει…

ΖΗΤΕΙΤΑΙ τάπης γνήσιος περσικός…

Έβγαλε την ατζέντα του, έκοψε ένα φύλλο κι έγραψε με το μολύβι του:

ΖΗΤΕΙΤΑΙ ελπίς"

 

Είμαστε όλοι Ιρανοί
Είμαστε όλοι Έλληνες
Είμαστε όλοι Σύριοι
Είμαστε όλοι Γάλλοι
Είμαστε όλοι Κούρδοι
Είμαστε όλοι Άνθρωποι;

Σεις, που γεννάτε σε κρεβάτια πεντακάθαρα
και «ευλογημένος» λέτε της κοιλιάς σας ο καρπός,
μη ρίχτε στους αδύναμους τ’ ανάθεμα.
Βαρύ ήτανε το κρίμα της, μα ο πόνος της πικρός.
Γι’ αυτό, παρακαλώ, μη δείξτε καταφρόνια, γιατί το κάθε πλάσμα

χρειάζεται όλων μας τη συμπόνια.

Μπέρτολτ Μπρεχτ «Για την παιδοκτόνο Μαρία Φαρράρ»

 

Μια μάνα έριξε το παιδί της από τον 5ο όροφο και αμέσως μετά πήδηξε και ή ίδια για να το ακολουθήσει στο θάνατο. Μια είδηση που ασφαλώς σόκαρε όσους την άκουσαν. Μια είδηση που έδωσε ακόμη μια φορά στους «δημοσιογράφους» της τηλεόρασης την ευκαιρία για τυμβωρυχία . Μια είδηση που έδωσε την ευκαιρία στους δικαστές του πεζοδρομίου και του διαδικτύου να δικάσουν εξ αποστάσεως και να καταδικάσουν με αβάσταχτη ελαφρότητα. Μια είδηση που μας οδήγησε στο παρακάτω ποίημα του Μπέρτολτ Μπρεχτ

Μαρία Φαρράρ, γεννηθείσα τον Απρίλιον,
ανήλικη, ορφανή, ραχιτική, όψεως κοινής,
λευκού έως τώρα ποινικού μητρώου,
εσκότωσε το παιδί της ως εξής:
Σ’ ένα κατώι -λέει- σαν ήταν δυο μηνών,
να το ξεφορτωθεί προσπάθησε όπως – όπως,
με δυο ενέσεις που της έκανε μια γριά.
Πόνεσε, λέει, πολύ – όμως χαμένος κόπος.
Αλλά εσείς, παρακαλώ, μη δείξετε καταφρόνια, γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνια.

  Ομόνοια και 3ης Σεπτεμβρίου ... 17 Νοέμβρη 1973 

 

Κόντρα στους Αδώνιδες που δεν είδαν κανέναν νεκρό στην εξέγερση του Πολυτεχνείου, κόντρα στους Μπογδάνους που δολοφονούν τον κοινό νου και προκαλούν το κοινό αίσθημα λέγοντας πως η εξέγερση των φοιτητών έφερε τον Αττίλα στην Κύπρο και όχι το προδοτικό πραξικόπημα των ομοϊδεατών του κατά του Μακαρίου, κόντρα στη Σώτη Τριανταφύλλου που θα ήθελε να καταργηθεί η επέτειος μνήμης της εξέγερσης της 17ης Νοέμβρη, εμείς επιλέγουμε να θυμόμαστε και να τιμούμε. Κάθε άνθρωπος κρίνεται και από τους αγώνες που επιλέγει να τιμά

Ο Δημήτρης Ραβάνης-Ρεντής ήταν παρών στην εξέγερση του Πολυτεχνείου το Νοέμβρη του 1973. Tα ποιήματα της ποιητικής συλλογής "Ρεπορτάζ από ένα ζεστό Νοέβρη" τα έγραψε εκείνες τις μέρες, εν θερμώ. Η συλλογή κυκλοφόρησε σε καμιά δεκαριά χειρόγραφα αντίτυπα χέρι με χέρι, παράνομα, αμέσως μετά την καταστολή της εξέγερσης. Μετά τη μεταπολίτευση εκδόθηκε σε κανονικό βιβλίο από τον Κέδρο και σε δεύτερη έκδοση το 1983 από τη Σύγχρονη Εποχή. 

Ναι, έρχομαι από ΕΚΕΙ.

Τι μέρα είναι σήμερα;

Απ’ την Τετάρτη μπήκα μέσα.

Τι να σας πω;

Κόσμος πολύς στα κάγκελα, στο δρόμο, στην αυλή,

στα κάγκελα δεμένα χέρια,

χέρια, πλακάτ, κεφάλια, όπλα,

τι να σας πω;

Το ΟΧΙ του λαού

Οκτωβρίου 28, 2019

Στην ιστοσελίδα  atexnos.gr  διαβάσαμε ένα κείμενο του Ηρακλή Κακαβάνη για ένα άγνωστο ποίημα του Κώστα Βάρναλη και το αναδημοσιεύουμε.

Το ποίημα «Το ΟΧΙ του λαού» είναι ένα από τα άγνωστα ποιήματα του Κώστα Βάρναλη που βρήκα στο αρχείο του ποιητή και δημοσίευσα στο βιβλίο μου «Ο άγνωστος Βάρναλης και 19 αδημοσίευτα ποιήματα». Το ποίημα στο αρχείο είναι άτιτλο, εμπνευσμένο από το ΟΧΙ και τους αγώνες του λαού. Τον τίτλο τον έδωσε η επιμελήτρια του αρχείου Θεανώ Μιχαηλίδου. Όπως φαίνεται στη φωτογραφία που συνοδεύει την ανάρτηση στο κάτω μέρος του χειρογράφου υπάρχει η λέξη ΟΧΙ. Το πιθανότερο ότι είναι η ετυμηγορία του ποιητή για μη δημοσίευση του ποιήματος.

Το ΟΧΙ του λαού

Ποιος είναι κείνος ο λαός, που λέει στους ξένους «όχι»
και που κρατάει κατάκορφα της λεφτεριάς τη λόχη
κι όντας οι λίγοι αφέντες του, που τον διαφεντεύγουν
τον παρατάν μεσοστρατίς και ασκώνονται και φεύγουν;

Ποιος είναι κείνος ο λαός, που στάθηκε λιοντάρι,
όντας του πέσανε μαζί δυο κολοσσοί κουρσάροι
κι από τα ξένα οι αφέντες του, αντί να τον βοηθήσουν,
τα φκιάνανε με τον Οχτρό για να ξαναγυρίσουν.

Ποιος είναι κείνος ο λαός, που πάντα προδομένος
πολέμαγεν αβόηθητος, ξυπόλυτος, δεμένος
και θάμπωνε τον ουρανό, τη γη και τα πελάη
κι ο πιο μεγάλος φάνταζε μικρός σ’ αφτόνε πλάι;

Ποιος είναι κείνος ο λαός, που με καρδιά τσελίκι
πολέμαγε για λεφτεριά και πέθαινε για νίκη
μα τούχωναν μπαμπέσικα, τη μαχαιριά στην πλάτη
του ξένου η αρπάχτρα κάκητα, του ντόπιου η δόλια απάτη;


Όλ’ οι λαοί κι όλοι μικροί μεγάλοι κάθε τόπου
που αγωνιστήκανε να σώσουν την τιμή τ’ ανθρώπου
μα πιότερο ο ελληνικός, ο πρώτος μες τους πρώτους
πρώτος μέσα στους νικητές και μες τους αλυτρώτους

varnalis.oxi

(Το εικαστικό με τίτλο «Το στιλέτο» είναι του Τάσσου και δημοσιεύτηκε το Νοέμβριο του 1940 στο περιοδικό «Νεοελληνικά Γράμματα»).

Το φετινό βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας απονεμήθηκε στον Αυστριακό συγγραφέα Πέτερ Χάντκε. Προσπερνάμε το θεσμό των βραβείων Νόμπελ που μας έδωσαν απλά την αφορμή και στεκόμαστε στο ποίημα. Στο πιο διάσημο ποίημα του Χάντκε, το «Τραγούδι της παιδικής ηλικίας» (Lied Vom Kindsein). Ένα ποίημα που έγραψε ο Χάντκε για την ταινία του Wim Wenders, "Τα φτερά του έρωτα" (Der Himmel über Berlin), της οποίας το σενάριο συνυπογράφει μαζί με τον Βέντερς

Όταν το παιδί ήταν παιδί
περπατούσε κουνώντας τα χέρια του,
ήθελε το ρυάκι να είναι ποτάμι,
το ποτάμι να είναι χείμαρρος,
και αυτή η λακκούβα με νερό να είναι η θάλασσα. 


Όταν το παιδί ήταν παιδί,
δεν ήξερε ότι ήταν παιδί,
όλα ήταν ένα μέρος της ψυχής,
και όλες οι ψυχές ήταν μία.


Όταν το παιδί ήταν παιδί,
δεν είχε άποψη για τίποτα,
δεν είχε συνήθειες,
καθόταν συχνά σταυροπόδι,
το έσκαγε τρέχοντας,
είχε ''κορυφή'' στα μαλλιά,
και δεν έκανε καμμία γκριμάτσα όταν φωτογραφιζόταν

Όταν το παιδί ήταν παιδί,
Ήταν η ώρα για αυτά τα ερωτήματα:
Γιατί είμαι εγώ, και γιατί δεν είμαι εσύ;

Γιατί είμαι εδώ, και όχι εκεί;
Πότε ξεκίνησε ο χρόνος και πού τελειώνει το διάστημα;
Δεν είναι η ζωή κάτω από τον ήλιο απλώς ένα όνειρο;
Είναι μήπως αυτό που βλέπω και ακούω και μυρίζω
μόνο μια παραίσθηση ενός κόσμου πριν τον κόσμο;

Έχοντας υπόψη "τo κακό" και τους ανθρώπους
υπάρχει αυτό που λεμε "κακό " πραγματικά;
Πώς γίνεται να είμαι εγώ, έτσι όπως είμαι,
και να μην υπήρχα πριν γίνω αυτό που είμαι
και ότι κάποια μέρα, εγώ, όπως είμαι,
δεν θα είμαι πλέον αυτός που είμαι;

Όταν το παιδί ήταν παιδί,
δεν του άρεσε το σπανάκι, τα μπιζέλια, το ρυζόγαλο,
ούτε το κουνουπίδι στον ατμό,
αλλά τα τρώει όλα αυτά τώρα, και δεν είναι μόνο επειδή "πρέπει"

Όταν το παιδί ήταν παιδί,
ξύπνησε μια φορά σε ένα ξένο κρεβάτι,
και τώρα κάνει το ίδιο ξανά και ξανά.
Πολλοί άνθρωποι, τότε, φαινόντουσαν όμορφοι,
τώρα όμως πολύ λίγοι, από καθαρή τύχη.

Είχε πλάσει στο μυαλό του μια σαφή εικόνα του παραδείσου,
ενώ τώρα το πολύ μπορεί να μαντέψει,
δεν μπορούσε τότε ούτε να διανοηθεί τη "μηδαμινότητα"
ανατριχιάζει, όμως, σήμερα στη σκέψη αυτή.

Όταν το παιδί ήταν παιδί,
έπαιζε με ενθουσιασμό,
και, τώρα, έχει τον ίδιο ενθουσιασμό όπως και τότε,
μόνο όταν πρόκειται για τη δουλειά του

Όταν το παιδί ήταν παιδί,
Ήταν αρκετό να φάει ένα μήλο, ... ψωμί,
Και έτσι είναι ακόμα και τώρα.

Όταν το παιδί ήταν παιδί,
τα χέρια του ήταν γεμάτα μούρα,

όπως μόνο τα μούρα τα γέμιζαν
και ακόμη και τώρα έτσι κάνουν
φρέσκα καρύδια του ''έγδερναν'' τη γλώσσα
και ακόμη έτσι είναι,
για κάθε βουνοκορφή,
είχε λαχτάρα για ένα ακόμη ψηλότερο βουνό,
και για κάθε πόλη,
είχε λαχτάρα για μια ακόμα μεγαλύτερη πόλη,
και εξακολουθεί να είναι έτσι,

Έφθανε για τα κεράσια στα ψηλότερα κλαδιά των δέντρων
με ένα ενθουσιασμό που έχει ακόμη και σήμερα,
νοιώθει συνεσταλμένος σε αγνώστους,
και το νοιώθει ακόμη και τώρα.

Περίμενε το πρώτο χιόνι,
και το περιμένει έτσι ακόμη και τώρα.

Όταν το παιδί ήταν παιδί,
έριξε ένα ραβδί σαν βέλος πάνω σ ένα δέντρο,
και πάλλεται εκεί ακόμη μέχρι σήμερα.

Ο λαός των Μουνούχων

Σεπτεμβρίου 13, 2019

«Αφού η γη συγκεντρώθηκε με τον καιρό σε λιγοστούς, είτε με την βία είτε με την πονηριά, περνώντας από τα χέρια των πατεράδων στα χέρια των παιδιών, απόχτησε σε μια-δυο γενιές νομιμότητα και κάποια ιερότητα. Ήταν η ιδιοκτησία. Κανένας δε θυμόταν, πως ήταν κλεμμένη. Έτσι οι πιο δυνατοί κι οι πιο κατεργαρέοι γενήκανε οι αφεντάδες της γης κι οι αφεντάδες του λαού.  Μα ποιος ήταν ο λαός;  Όσοι, είτε από αδυναμία, είτε από κουταμάρα, δεν προλάβανε ν' αρπάξουν τίποτα ή ό,τι αρπάξανε, τους το πήραν έπειτα οι δυνατοί...»

Ο Βάρναλης έγραψε για να υπερασπιστεί τα δίκια του λαού. Ένα λαό, όμως, που ούτε τον χάιδεψε, ούτε τον θεώρησε άμοιρο των ευθυνών του για την κατάστασή στην οποία βρισκόταν. Αντιθέτως, τον κατηγόρησε για τη μοιρολατρία και την παθητικότητά του. Στο «Λαό των Μουνούχων», των ευνουχισμένων δηλαδή, που κυκλοφόρησε το 1923 στην Αλεξάνδρεια, ο Βάρναλης μιλάει με αλληγορία για τη γέννηση του αστικού κράτους και την πάλη των τάξεων

«...Την άλλη μέρα οι Μουνούχοι ξύπνησαν αργά. Από μοχθηροί κι άπραγοι, που ήταν, ξύπνησαν κλέφτες και πατριώτες. 

H ιδέα πως μπορούσε να πεθάνουν ξαφνικά, σε ώρα απροσδιόριστη από πρωτύτερα, τους έκανε να προσκολληθούν με λύσσα στα υλικά αγαθά και να ζητάνε να τα χαρούν όσο το δυνατό περισσότερο. Από στιγμή σε στιγμή ο θάνατος μπορούσε να κρούσει τη θύρα τους. Πώς ν' αφήσουν αυτά τ' άπειρα δώρα, τ' αξετίμητα δώρα της ζωής, πρώτου προφτάσουν να τα περάσουν όλα, ή τουλάχιστο τα περισσότερα, από μέσα τους; 

Ρίχτηκαν λοιπόν αμέσως στ' άρπαγμα της Γης. Τη μαντρώνανε γρήγορα-γρήγορα με πέτρες, με πλιθιές, με παλιούρια και δήλωνε καθένας, πως αυτό το μέρος είναι «δικό του». Στην αρχή, έλεγες, θα σκοτωθούν. Τόσο πολλή ήτανε η βιασύνη, που βουτούσαν τα λιβάδια και τους δεντρότοπους. Αρματωμένοι καθότανε απάνω και ξαγρυπνούσαν μερόνυχτα για τη φύλαξη τους. Μια και σε λίγες μέρες μοιράστηκαν όλη τη γη, έλεγες, πως τώρα θα ησυχάσουν και θα ευτυχήσουν. 

 

Μα τώρα άρχισε καθένας να ματιάζει το χτήμα του γείτονα του. Τί του χρειάζεται κείνου τόσο μεγάλο; Γιατί καθενός, αν και του 'φτανε το δικό του, όμως του φαινότανε λίγο. Κι' αν δεν του φαινότανε λίγο, όμως μια και κινδύνευε να του το πάρει ο άλλος, καλύτερα να 'παιρνε αυτός τ’αλλουνού. Κ' επειδή καθένας απομονώθηκε μες τη δική του μάντρα και ζούσε μονάχα με τον εαυτό του και σκεφτόταν μονάχα τον εαυτό του, έβρισκε φυσικά, πως ο εαυτός του ήταν το κέντρο κι ο σκοπός της δημιουργίας, άρα πως άξιζε περισσότερο από τους άλλους, κι είχε περισσότερα δικαιώματα να ζήσει και να ευτυχήσει. Έτσι δίκιο ήτανε να πάρει και το χτήμα των αλλωνών... 

Αφού η γη συγκεντρώθηκε με τον καιρό σε λιγοστούς, είτε με την βία είτε με την πονηριά, περνώντας από τα χέρια των πατεράδων στα χέρια των παιδιών, απόχτησε σε μια-δυο γενιές νομιμότητα και κάποια ιερότητα. Ήταν η ιδιοκτησία. Κανένας δε θυμόταν, πως ήταν κλεμμένη. Έτσι οι πιο δυνατοί κι οι πιο κατεργαρέοι γενήκανε οι αφεντάδες της γης κι οι αφεντάδες του λαού. 

Μα ποιος ήταν ο λαός;  Όσοι, είτε από αδυναμία, είτε από κουταμάρα, δεν προλάβανε ν' αρπάξουν τίποτα ή ό,τι αρπάξανε, τους το πήραν έπειτα οι δυνατοί...»

 Σαν σήμερα, στις 18 Ιουνίουτου 2010, φεύγει από τη ζωή, σε ηλικία 88 ετών, ο Πορτογάλος συγγραφέας, ποιητής, σεναριογράφος και δημοσιογράφος Ζοσέ Σαραμάγκου, που τιμήθηκε το 1998 με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Αφιερώνουμε το παρακάτω ποίημά του στους οπαδούς του νεοφιλελευθερισμού και, ειδικότερα, στο μέλλοντα πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη, ο οποίος βέβαια, αν δεν υπήρχε ο κρατισμός, η οικογενειοκρατία και το ρουσφετολογικό κράτος που καμώνεται πως καταγγέλλει, δεν ξέρουμε πού θα βρισκόταν σήμερα. Αν θα είχε δουλειά και αν θα πληρωνόταν με μισθό μεγαλύτερο του βασικού

Aς ιδιωτικοποιηθούν τα πάντα,
ας ιδιωτικοποιηθεί η θάλασσα και ο ουρανός,
ας ιδιωτικοποιηθεί το νερό και ο αέρας,
ας ιδιωτικοποιηθεί η Δικαιοσύνη και ο Νόμος,
ας ιδιωτικοποιηθεί και το περαστικό σύννεφο,
ας ιδιωτικοποιηθεί το όνειρο,
ειδικά στην περίπτωση που γίνεται την ημέρα και με τα μάτια ανοιχτά.

Και σαν κορωνίδα όλων των ιδιωτικοποιήσεων,
ιδιωτικοποιήστε τα Κράτη,
παραδώστε επιτέλους την εκμετάλλευση υμών των ιδίων
σε εταιρίες του ιδιωτικού τομέα με διεθνή διαγωνισμό.
Διότι εκεί ακριβώς βρίσκεται η σωτηρία του κόσμου…

Και μια και μπήκατε στον κόπο, ιδιωτικοποιήστε στο φινάλε και την πουτάνα την μάνα που σας γέννησε.

 

Αργύρης Χιόνης (1943 - 2001)

Θα ’ρθει μια μέρα που τα δέντρα θα μισήσουν την αχαριστία των ανθρώπων και θα σταματήσουν να παράγουν ίσκιο, θροΐσματα κι οξυγόνο. Θα πάρουνε τις ρίζες τους και θα φύγουν. Μεγάλες τρύπες θα μείνουνε στη γη εκεί που ήταν πριν τα δέντρα. Όταν οι άνθρωποι καταλάβουνε τι έχασαν, θα πάνε και θα κλάψουνε πικρά πάνω απ’ αυτές τις τρύπες. Πολλοί θα πέσουν μέσα. Τα χώματα θα τους σκεπάσουν. Κανείς δεν θα φυτρώσει.


Warning: count(): Parameter must be an array or an object that implements Countable in /srv/disk3/2763186/www/atticavoice.gr/templates/ts_news247/html/com_k2/templates/default/user.php on line 269

Youtube Playlists

youtube logo new

youtube logo new

© 2022 Atticavoice All Rights Reserved.