" Οι ήττες μας δεν αποδεικνύουν
Τίποτα παραπάνω από το ότι
319205339 712219783586309 2265634222543469205 n  Είμαστε λίγοι αυτοί που παλεύουν ενάντια στο Κακό
Και από τους θεατές περιμένουμε
Τουλάχιστον να ντρέπονται"
                                               Μπρεχτ
X.Kostoulas

X.Kostoulas

 "Το έθνος πρέπει να θεωρεί εθνικόν ό,τι είναι αληθές", Διονύσιος Σολωμός

 

Σε δύο μήνες, η Ελλάδα των μνημονίων και της πανδημίας «καλείται» να γιορτάσει τα 200 χρόνια από την έναρξη του απελευθερωτικού της αγώνα ενάντια στον οθωμανικό ζυγό, που είχε ως τελικό αποτέλεσμα την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, θέλοντας να επενδύσει πολιτικά στην επέτειο αυτή, αποφάσισε γιορτές και  παράτες και διόρισε κιόλας μια επιτροπής που θα τις διοργανώσει. Είναι σίγουρο πως αν δεν υπήρχε η πανδημία, θα είχαμε ήδη παρακολουθήσει ρωμαϊκές φιέστες απείρου κάλλους και αισθητικής

Για ποιο ’21 μιλάμε όμως; Όπως έγραψε ο ιστορικός Δημήτρης Φωτιάδης : “ Δύο ήταν τα Εικοσιένα : Το ένα του λαού και των πιο προοδευτικών ανθρώπων εκείνου του καιρού, το άλλο των κοτζαμπάσηδων και των πολιτικάντηδων. Του πρώτου οι ρίζες αντλούνε τους χυμούς τους από τα ¨Δίκαια του ανθρώπου” του Ρήγα Βελεστινλή, πάνω στ' άλλο πέφτει βαρύς ο ίσκιος της “Πατρικής Διδασκαλίας” του Μακαριωτάτου Πατριάρχη της Αγίας Πόλης Ιερουσαλήμ Κυρ Ανθίμου – ή πιο σωστά του Γρηγορίου ”

Τα συγκρουόμενα συμφέροντα αυτών των δύο ’21 αποτυπώθηκαν ξεκάθαρα στη συνέλευση της Βοστίτσας (σημερινό Αίγιο) που πραγματοποιήθηκε στις 26 Γενάρη 1821, όταν ο Παπαφλέσσας, ως πληρεξούσιος του Αλέξανδρου Υψηλάντη, συνάντησε τους κοτζαμπάσηδες του Μοριά, προκειμένου να τους πείσει να συμμετάσχουν στην Επανάσταση.

Εκεί, ο κοτζάμπασης Σωτήρης Χαραλάμπης, προεστός της επαρχίας Καλαβρύτων, αναρωτήθηκε με εύλογη αγωνία " ... Μα εμείς εδώ, αφού ξεκάνουμε τους Τούρκους, σε ποιον θα παραδοθούμε; Ποιον θα 'χουμε ανώτερο; Ο ραγιάς, αφού πάρει τα όπλα δε θα μας ακούει πια και δε θα μας σέβεται και θα πέσουμε στα χέρια εκείνου, που δεν μπορεί να κρατήσει το πιρούνι να φάει! ”

 

Ο Δημήτρης Φωτιάδης ήταν λογοτέχνης, δημοσιογράφος και ιστορικός. Το έργο του "Η Επανάσταση του 1821" θεωρείται έργο-σταθμός και σημείο αναφοράς για όσους θέλουν να μελετήσουν σε βάθος τις πολύπλευρες πτυχές του αγώνα αυτού.

Ο Δημήτρης Φωτιάδης δεν ήταν μόνο άνθρωπος των γραμμάτων. Γνώρισε από πρώτο χέρι τη φρίκη του πολέμου και γεύτηκε παράλληλα την πίκρα της αχαριστίας της πατρίδας του. Πολέμησε ως εθελοντής στο Μικρασιατικό πόλεμο, ενώ είχε την «τύχη» να ανταμειφθεί από τις μετεμφυλιακές κυβερνήσεις με εξορία στη Μακρόνησο, την Ικαρία και τον Άι-Στράτη.

Οι αριστερές του πεποιθήσεις ήταν αυτές που τον αποστασιοποίησαν από το κυρίαρχο εθνικιστικό, αγιογραφικό αφήγημα της Επανάστασης του ’21 και τον ώθησαν να αναζητήσει την ιστορική αλήθεια, άσχετα από τις δυσάρεστες πτυχές της και τις βαριές σκιές που έριχνε σε πολλά πρόσωπα του Αγώνα.

Δικό του είναι το περίφημο απόσπασμα: “Δύο ήταν τα Εικοσιένα: Το ένα του λαού και των πιο προοδευτικών ανθρώπων εκείνου του καιρού, το άλλο των κοτζαμπάσηδων και των πολιτικάντηδων. Του πρώτου οι ρίζες αντλούνε τους χυμούς τους από τα «Δίκαια του ανθρώπου» του Ρήγα Βελεστινλή, πάνω στ' άλλο πέφτει βαρύς ο ίσκιος της «Πατρικής Διδασκαλίας» του μακαριωτάτου Πατριάρχη της Αγίας Πόλης Ιερουσαλήμ Κυρ Ανθίμου - ή, πιο σωστά, του Γρηγορίου”

Ο λόγος του Δημήτρη Φωτιάδη είναι ταυτόχρονα λαϊκός και λογοτεχνικός. Mε το πλούσιο αφηγηματικό του ύφος κατορθώνει να αναπαραστήσει με γλαφυρό τρόπο την ατμόσφαιρα της εποχής, χωρίς να κουράζει τον αναγνώστη.

Ας δούμε πώς περιγράφει στο έργο του «Καραϊσκάκης» τη θλιβερή παιδική ηλικία του ήρωα:

 

 του Μανόλη Πλούσου, ιστορικού

 

Με την ίδρυση του νέου ελληνικού κράτους και αφού κατακάθισε ο κουρνιαχτός από τις μάχες, οι Έλληνες βρέθηκαν μπροστά στην δύσκολη αποστολή να ορίσουν την εθνική τους ταυτότητα. Η ιστορία εξ αρχής αποτέλεσε ένα από τα σημαντικότερα εργαλεία καλλιέργειας της διαφορετικότητας. Η ελληνική κοινωνία στα χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας διατηρούσε πλήθος μυθιστοριών σχετικών με την καταγωγή, τις επιτυχίες και τις αποτυχίες της, αλλά στον κόσμο των εθνών-κρατών του 19ου αιώνα η εμπεριστατωμένη αφήγηση της πορείας ενός έθνους στο χρόνο και στον χώρο ήταν ένδειξη μεγαλείου και πολιτισμού. Στα πλαίσια του ρομαντικού εθνικισμού της εποχής η κρατική ιστοριογραφία στήριξε τις προσπάθειες αυτοπροσδιορισμού των εθνών με τους διανοούμενους να ενδιαφέρονται περισσότερο για τον έπαινο του ένδοξου παρελθόντος, ως σημείου αναφοράς για τους νεώτερους, παρά για την αλήθεια του ιστορικού τους αφηγήματος.

Στην περίπτωση της Ελλάδας σημαντική θέση στην ιστοριογραφία απέκτησε η επανάσταση του 1821. Η αίσια έκβαση του εγχειρήματος παρέσχε στον νεότευκτο κράτος τα πρότυπα και τα είδωλα γύρω από τα οποία θα δομούνταν η νέα ιστορική κατασκευή. Στα κρατικά σχολεία η διδασκαλία της ιστορίας θα μπλεχτεί αξεδιάλυτα με την προγονολατρεία που ενισχυόταν από πλήθος τελετών που σκοπό είχαν να συνδέσουν τους ζωντανούς με τους νεκρούς ένδοξους ήρωες. Σύμφωνα με το ιστορικό αφήγημα των ρομαντικών εθνικιστών, όπως ο Κ. Παπαρρηγόπουλος, ο Σπ. Τρικούπης, ο Π. Καρολίδης, ο Τρ. Ευαγγελίδης και πολλοί άλλοι, η επανάσταση του 1821 ήταν ο ξεσηκωμός ενός ενιαίου έθνους ενάντια στην μακραίωνη καταπίεση των Οθωμανών. Χωρίς να δέχονται την αλήθεια των μύθων περί «κρυφού σχολειού» ή θρησκευτικής καταπίεσης, εντούτοις παρουσιάζουν την οθωμανική κυριαρχία ως σκλαβιά, έστω και μεταφορικά ως περιορισμού των ελευθεριών. Οι κοινωνικές αντιθέσεις στα πλαίσια της επανάστασης πολλές φορές αποσιωπώνται, ενώ αναδεικνύεται έντονα ο ρόλος των ξένων δυνάμεων.

 

15 Ιουλίου του 1974. Η χούντα της Αθήνας οργανώνει πραξικόπημα εναντίον του τότε προέδρου της Κύπρου, αρχιεπίσκοπου Μακαρίου. Έλληνες της ΕΛΔΥΚ και Ελληνοκύπριοι της Εθνικής Φρουράς της Κύπρου επιτίθενται με όπλα στο προεδρικό Μέγαρο της Κύπρου. Λυσσαλέες μάχες διεξάγονται μπροστά από το Μέγαρο, όπου σκοτώνονται δεκάδες άντρες και από τις δύο μεριές. Οι εκτιμήσεις κάνουν λόγο για 90 νεκρούς και 250 τραυματίες, Ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος κατορθώνει να σωθεί και να διαφύγει με στρατιωτικό αεροπλάνο των Βρετανών και μέσω Μάλτας και Λονδίνου, μεταβαίνει στη Νέα Υόρκη, όπου από το βήμα του ΟΗΕ καταγγέλλει το χουντικό πραξικόπημα, κάνοντας λόγο για ελληνική εισβολή στο νησί

 του Νίκου Κάρλου

Ο μπάρμπα Γιάννης ο Κάρλος ήταν ο μόνος από τα αδέρφια του παππού μου που δεν θυμάμαι το πρόσωπο του. Ο λόγος; Απόφευγα να τον κοιτάξω. Λίγο με φόβιζε, λίγο με στεναχωρούσε. Πιο πολύ με άγχωνε που είχαμε το ίδιο ύψος. Ο μπάρμπας και εγώ που ήμουν πέντε έξι χρονών

Τότε που, πιασμένοι χέρι χέρι με τη γιαγιά, κάναμε τα μαγικά ταξίδια στην Κολοκυνθού και στο Περιστέρι, τότε που γνώριζα θείους, θείες και ξαδέρφια, όλους Καρλαίους, κάποτε φτάναμε και στην Καλλιθέα. Στον μπάρμπα Γιάννη και την θεια Φεβρωνία. Εκείνη από την Πόλη. Ορφανή, έφτασε στην Ελλάδα μαζί με τους πολλούς μετά την καταστροφή. Εκείνος μισός. Χωρίς πόδια. Ένα κορμί καρφωμένο σε μια τάβλα με ρουλεμάν. Να κινείται γύρω γύρω σπρώχνοντας με τα χέρια. Ανάπηρος πολέμου. Κρυοπαγήματα.
Τον θυμήθηκα σήμερα όπως χάζευα στο διαδίκτυο. Σαν σήμερα το 1919 ο ελληνικός στρατός αποβιβάστηκε στην Κριμαία. Στην Κριμαία είχε αφήσει ο μπάρμπα Γιάννης τα πόδια του. Είχε πάει να πολεμήσει τους Μπολσεβίκους!
Όχι από ιδεολογία. Αλλά επειδή οι νικητές του πρώτου Μεγάλου πολέμου, με μπροστάρηδες τους Γάλλους, αποφάσισαν να στηρίξουν τον Ντένικιν και την αντεπανάσταση, μιας και οι Κόκκινοι δεν αναγνώριζαν τα δάνεια της Δύσης στην Τσαρική Ρωσία. Έτσι, λοιπόν, η Ελλάδα "των πέντε θαλασσών και των δύο ηπείρων" βρέθηκε στην Ουκρανία. Με όλα όσα την χαρακτηρίζουν : ενθουσιώδης υπερβολικά, ανοργάνωτη υπερβολικά, αστόχαστη υπερβολικά. Πολέμησε ηρωϊκώς υπερβολικά και ηττήθηκε σιωπηρώς υπερβολικά. Και ξεκίνησε, ενθουσιώδης υπερβολικά για τη Μικρά Ασία, όπου αποδείχθηκε ότι το δις εξαμαρτείν έχει βαρύ κόστος.
Δεν μπαίνω σε αναλύσεις και λεπτομέρειες. Είναι τόσα πολλά που μπορεί και πρέπει να συζητήσουμε.  Εγώ, σήμερα, θα προσπαθήσω πάλι να θυμηθώ το πρόσωπο του μπάρμπα Γιάννη...

 Σήμερα - 20 Ιουλίου 2020 – συμπληρώνονται 46 χρόνια από την τουρκική εισβολή στην Κύπρο – τον Αττίλα όπως ονομάστηκε. Από τότε οι Τούρκοι κατέχουν το 40% του εδάφους της Κύπρου στη βόρεια πλευρά του νησιού και εκατοντάδες χιλιάδες Ελληνοκύπριοι είναι πρόσφυγες στο νότιο μέρος, μακριά από τον τόπο στον οποίο γεννήθηκαν αυτοί ή οι πατεράδες τους.

Μια τραγική κατάληξη που μπορούσε να προβλεφθεί από όσους διέθεταν τη στοιχειώδη λογική και η οποία πιθανό να είχε συμβεί ήδη από το 1964 αν δεν επενέβαιναν οι ΗΠΑ, αλλά όχι από αυτούς που – χρησιμοποιώντας μάλιστα τον τίτλο του πατριώτη – έκαναν ό,τι μπορούσαν προκειμένου να επισπεύσουν την επέμβαση των Τούρκων την ίδια στιγμή μάλιστα που άφηναν ανυπεράσπιστο το νησί της Κύπρου αποσύροντας την Ελληνική Μεραρχία που είχε σταλεί το 1965 από τον Γεώργιο Παπανδρέου και προσπαθώντας παράλληλα να δολοφονήσουν το νόμιμο πρόεδρο της Κύπρου αρχιεπίσκοπο Μακάριο.

Είναι τραγικό το γεγονός ότι ενώ οι Τούρκοι κατέστρωναν τα σχέδια για την εισβολή που θα πραγματοποιούσαν σε λίγες ημέρες, οι χουντικοί και οι Κύπριοι σύμμαχοί τους είχαν τυφλωθεί και δεν τους ενδιέφερε τίποτε άλλο από το να βρουν τον Μακάριο και να τον σκοτώσουν

Στην καλύτερη περίπτωση ανίκανοι, αλλά το πιο πιθανό είναι ότι επρόκειτο απλώς για τομάρια που με το μανδύα του υπερπατριώτη πάλευαν μόνο για το πολιτικό τους συμφέρον, αδιαφορώντας για τις ζωές των εκατοντάδων χιλιάδων Ελληνοκυπρίων που έθεταν σε κίνδυνο.

palioixartes02

Χάρτης του 1910   "Ελληνικοί χάρτες των αρχών του 20ου αιώνα", έκδοση λιθογραφείου Κοντογόνη

Αναδημοσίευση από mavrioxia.blogspot.com

«Μα είναι ανεκτόν, δια το όνομα του Θεού και των Θεών, ο Σωκράτης και ο Αριστείδης να είναι από το Μπραχάμι, ο Θεμιστοκλής από το Λιόπεσι και ο Θηραμένης και ο Θρασύβουλος από το Κοκοτσίνι;» αναρωτιόταν  ο ιστοριοδίφης, λογοτέχνης, ακαδημαικός, δικηγόρος και ποιητής Δημήτριος Καμπούρογλου στο βιβλίο του «Τα τοπωνυμικά παράδοξα» το 1920 ειρωνευόμενος την καθεστωτική πολιτική μετονομασίας των «αλλόφωνων και κακόφωνων» τοπωνυμίων, μια πολιτική που ξεκίνησε ευθύς αμέσως μετά τη δημιουργία του σύγχρονου νεοελληνικού κράτους

Αλλά και ο Α. Μηλιαράκης ένας σημαντικός γεωγράφος και ιστορικός του 19ου αιώνα,  στο βιβλίο του «Γεωγραφία Πολιτική, νέα και αρχαία, του νομού Αργολίδος και Κορινθίας» του 1886, παίρνει θέση στο ερώτημα αυτό : «Αν το ονόματα ταύτα είνε ίχνη της διαβάσεως ξένων φυλών από του ελληνικού εδάφους, τις έχει το δικαίωμα να διαγράφει τα ίχνη της ιστορίας;  Αν θεωρή τα ίχνη ταύτα βάρβαρα, ας υψώση αυτός παρ’αυτά τα ένδοξα μνημεία  του νεωτέρου πολιτισμού του»

Το 1896 ο Σπυρίδων Λάμπρος, πολιτικός, ιστορικός και ιδρυτής του Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός»,  δημοσίευσε στην Επετηρίδα του Συλλόγου  ένα πολυσέλιδο άρθρο με τίτλο «Η ονοματολογία της Αττικής και εις την χώραν εποίκησις των Αλβανών». Στο άρθρο του αυτό υποστήριζε ότι «τα τοπικά ονόματα αποκαλύπτουσι πολλάκις λανθάνουσαν ιστορίαν. Είναι οιονεί τα περισωζόμενα τόξα κατεστραμμένης γεφύρας, ήτις μετάγει από του παρόντος εις το παρελθόν. Εν τοις τοπικοίς ονόμασι κατελείφθησαν τα ίχνη εκλιπουσών λατρειών της αρχαιότητος, μνημείων, ων μόνη η παράδοσις διεσώθη, οίκων άλλοτε ισχυρών, αλλά μέχρι και αυτού του τελευταίου αυτών απογόνου αφανισθέντων, λαών διαβάντων διά τινος χώρας ή μακρόν εν αυτή ενδιατριψάντων, δεσποσάντων ή ηττηθέντων. Δεν υπάρχει ασφαλεστέρα ιστορική πηγή των τοπικών ονομάτων, ορθώς ερμηνευομένων».

Το 1955, μία τέτοια μετονομασία, και συγκεκριμένα η μετονομασία της κωμόπολης Γιδάς στην Ημαθία σε Αλεξάνδρεια προκάλεσε συζητήσεις που ώθησαν τον Κ. Θ. Δημαρά, έναν σημαντικό φιλόλογο, κριτικό και ιστορικό της νεοελληνικής λογοτεχνίας, να δώσει τη δική του απάντηση στο ερώτημα εκφράζοντας μέσα από το «Βήμα» τις ενστάσεις του για τις αλλαγές των τοπωνυμίων, θεωρώντας πως κατ΄αυτό τον τρόπο μεταβάλλεται η ιστορία ενός τόπου, καθώς σβήνεται το παρελθόν του. Γράφει ο Δημαράς: « … είναι δύσκολο να λογαριάσει κανείς το πόσο έχασαν σε ανθρώπινο δυναμισμό όλοι αυτοί οι τόποι που έχασαν το όνομά τους, το δεμένο με τις παραδόσεις, με την άμεση ακόμη μνήμη των κατορθωμάτων των πατέρων μας: Δραγαμέστο, Βραχώρι, Σάλωνα, Ζητούνι. Ότι λέμε πως σεβόμαστε, η εμορφιά του θανάτου και της ζωής, είταν μέσα σε αυτά τα ονόματα και εχάθηκε μαζί τους».

Πέντε χιλιάδες είναι περίπου οι οικισμοί σε ολόκληρη την Ελλάδα των οποίων τα ονόματα άλλαξαν  - και μερικά από αυτά περισσότερες από μία φορές. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε το Γκίμποβο ή Γκίμνοβο, έναν οικισμό βόρεια της Νάουσας, που μετονομάστηκε διαδοχικά σε Λευκόγεια το 1929, σε Νέα Στράντζα το 1940 και τελικά σε Ροδακινιά το 1954. Αντίστοιχα, και το Γκρόπινο στο νομό Πέλλης,  μετονομάστηκε το 1928 σε Τρόπινο, το 1940 σε Βαλτολείβαδο και το 1961 σε Δάφνη.

Όλες αυτές οι μετονομασίες ήταν το αποτέλεσμα μιας κρατικής επιλογής  να μεταλλαχθούν τα «αλλόφυλα και κακόφωνα τοπωνύμια» της Ελλάδας επί το ελληνικώτερον έτσι ώστε «επί της Ελληνικής γης δεν πρέπει να μείνη τίποτε μη Ελληνικόν» θεωρώντας πως με τον τρόπο αυτό, σβήνοντας δηλαδή την ιστορία, θα αναδεικνυόταν η πολυπόθητη «ενότητα του ελληνισμού στο χώρο και το χρόνο».  Σύμφωνα με την εισηγητική έκθεση του υπουργού Εσωτερικών Ν.Δ.Λεβίδη με την οποία επιχειρηματολογούσε το 1909  για την αναγκαιότητα «συστάσεως Επιτροπείας προς μελέτην των τοπωνυμίων της Ελλάδος και εξακρίβωσιν του ιστορικού λόγου αυτών», «τα βάρβαρα τοπωνύμια είχαν επιβλαβή μορφωτικήν επήρειαν στους κατοίκους, συστέλλοντα και ταπεινούντα το φρόνημα αυτών αλλά κυρίως παρείχαν ψευδή υπόνοιαν της εθνικής συστάσεως του πληθυσμού των χωρίων εκείνων, ων τα ξενικά ονόματα ηδύναντο να εκληφθώσιν ως μαρτυρούντα και ξενικήν καταγωγήν». 

Με άλλα λόγια, ο υπουργός Εσωτερικών και συνολικότερα η ελληνική κυβέρνηση θεωρούσαν επιτακτική ανάγκη την αλλαγή των τοπωνυμίων γιατί τα «ξενικά τοπωνύμια» που είχαν εκτοπίσει τα «παλαιότερα ελληνικά ονόματα», συσχετίζονταν με «εθνικές συμφορές και ταπεινώσεις» και μπορούσαν να δημιουργήσουν «ψευδείς υπόνοιες» περί ξενικής καταγωγής των πληθυσμών των περιοχών αυτών.

Οι πρώτες μετονομασίες εντοπίζονται στο Βασιλικό Διάταγμα «περί της διαιρέσεως του Βασιλείου και της Διοικήσεώς του», που δημοσιεύτηκε στις 3/15 Απριλίου 1833. Με αφορμή τις πρώτες μετονομασίες του νεοσύστατου Βασιλείου η εφημερίδα «Σωτήρ» του Ναυπλίου, τον Ιούνιο του 1834, δημοσιεύει επιστολή ενός ανώνυμου αναγνώστη της. Ο συντάκτης της επιστολής, αφού συγχαίρει το «άξιο έργο της Αντιβασιλείας» τονίζει τη δυσκολία του εγχειρήματος και εφιστά την προσοχή δίνοντας παραδείγματα λαθών που είχαν γίνει. Έγραφε, για παράδειγμα, πως η Επαρχία Ολυμπίας, όπως είχε ονομαστεί μια περιοχή του νομού Μεσσηνίας, δεν ταυτιζόταν γεωγραφικά με την αρχαία Ολυμπία, επιπλέον δε, η πρωτεύουσα της Επαρχίας μετονομάστηκε από Φανάρι σε Παρρασία, από την πόλη που ίσως υπήρξε στα ομηρικά χρόνια, η οποία όμως βρισκόταν περίπου πέντε ώρες μακριά από την σημερινή της τοποθεσία, πιθανότατα δηλαδή σε άλλη Επαρχία.

Πολύ πιο επικριτικός ο  Αντ. Μηλιαράκης,  σε άρθρο του στην εφημερίδα «Το Άστυ» το 1892, τάσσεται κατά της διαδικασίας των μετονομασιών. Υποστηρίζει πως  η ονοματοθεσία των Δήμων πραγματοποιήθηκε χωρίς σύστημα, για αυτό και επικράτησε σύγχυση, αμάθεια και έλλειψη πρακτικού πνεύματος που ήρθαν ως αποτέλεσμα  « της πεφυσιωμένης τάσεως προς το αρχαΐζειν άνευ λόγου, ή μόνον προς επίδειξιν γνώσεων». Επιπλέον, πίστευε ότι κανείς δεν είχε το δικαίωμα να αντικαθιστά τα γεωγραφικά ονόματα που είχαν διατηρηθεί για αιώνες και τα οποία συνδέονταν με την μεσαιωνική και την νεότερη ιστορία της χώρας, διαταράσσοντας με τον τρόπο αυτό τη σχέση των ανθρώπων με το χώρο, μόνο και μόνο επειδή οι κυβερνώντες τα θεωρούσαν βάρβαρα, σλαβικά, ενετικά ή τουρκικά.

Καταλήγοντας, έγραφε πως «η σημερινή ονοματολογία των Δήμων της Ελλάδος εξεταζομένη φιλολογικώς κατά τε την αρχαίαν γεωγραφίαν και ιστορίαν είνε εν τοις πλείστοις σόλοικος, κακόζηλος ουδέν σύστημα επεκράτησε κατ’ αυτήν, αρχαία και νέα ονόματα ελήφθησαν αναμίξ, αληθής τραγέλαφος. Ελήφθησαν ονόματα αρχαίων πόλεων, περί ων ουδέν έτερον γνωρίζομεν πλην του ονόματος, ελήφθησαν ονόματα ορέων, ποταμών πολλά κοινά μεταβλήθησαν εις αρχαία, ελήφθησαν και φραγκικά έτι, και φραγκοελληνικά, και αλβανικά».

Παρά τις αντιδράσεις πολλών ιστορικών, φιλολόγων και γεωγράφων, οι μετονομασίες δε σταμάτησαν ποτέ έχοντας μετατραπεί σε μια μόνιμη ενασχόληση του ελληνικού κράτους. Η δε σύσταση των αρμόδιων επιτροπών που θα αναλάμβαναν το έργο αυτό, περιελάμβανε πολλά αξιόλογα ονόματα. Ειδικά η επιτροπή του 1909 τελούσε υπό  την προεδρία του καθηγητή Λαογραφίας Ν.Γ.Πολίτη και συμμετείχαν σε αυτήν επιφανείς καθηγητές πανεπιστημίου, όπως ο Σπ. Λάμπρος (ιστορικός), ο Γ. Χατζηδάκις (γλωσσολόγος), ο Γρ. Βερναρδάκης (φιλόλογος), ο Χρ. Τσούντας (αρχαιολόγος), ο Π. Καββαδίας (αρχαιολόγος), ο Κ. Ν. Ράδος (καθηγητής Ναυτικής Ιστορίας), ο έφορος αρχαιοτήτων Γ. Σωτηριάδης, ο Κλ. Στέφανος, διευθυντής του Ανθρωπολογικού Μουσείου, και οι λόγιοι, Δ. Γρ. Καμπούρογλου και Κ. Παπαμιχαλόπουλος. 

Ακόμη όμως και μέλη της επιτροπής διαμαρτυρήθηκαν και πολλές φορές διαχώρισαν τη θέση τους από την φαιδρότητα και την επιπολαιότητα με την οποία γίνονταν οι μετονομασίες. Ειδικά μετά το 1912, το ζήτημα των μετονομασιών μεταβιβάστηκε αρχικά  στα κατά τόπους Κοινοτικά και Δημοτικά Συμβούλια, τα οποία υποδέχθηκαν τη νέα τους αρμοδιότητα με εντυπωσιακό ενθουσιασμό και βάλθηκαν να αντικαταστήσουν τα «βάρβαρα ή άσημα» ονόματα των χωριών τους με  γνωστότερα ή «τουλάχιστον αρχαία». Ο Νόμος παρείχε στα Συμβούλια τη δυνατότητα να αποφασίσουν για το νέο όνομα του Δήμου ή της Κοινότητας και, εφόσον τα 2/3 των μελών του συμφωνούσαν ως προς αυτό, η απόφαση θεωρούνταν οριστική. Μπορούσε να τροποποιηθεί μόνο εάν γινόταν προσφυγή στον Νομάρχη. Αυτή η εξέλιξη προκάλεσε την αντίδραση του προέδρου της Επιτροπής, ο οποίος με το κείμενό του «Τοπωνυμικά», στο περιοδικό "Λαογραφία", τόνιζε  την ανεπάρκεια των τοπικών αρχών ως προς τα επιστημονικά τους εφόδια, αλλά και τις αναπόφευκτες τοπικιστικές διαφωνίες που γεννιόντουσαν σχετικά με τα αρχαιοπρεπή ονόματα που επιλέγονταν. Υπό την πίεση της Επιτροπείας, το Υπουργείο των Εσωτερικών τροποποίησε τον Νόμο με αποτέλεσμα η απόφαση του Κοινοτικού Συμβουλίου για την ονομασία της Κοινότητας, ανεξάρτητα από το εάν ήταν ομόφωνη ή όχι, έπρεπε να υποβάλλεται στο Υπουργείο και να κοινοποιείται στην Επιτροπή. Μόνο εάν η Επιτροπή γνωμοδοτούσε θετικά το όνομα θα άλλαζε.

Όπως και να έχει, οι μετονομασίες συνεχίστηκαν. Επί διακόσια χρόνια σχεδόν, τα παλιά τοπωνύμια – που θύμιζαν ξενική προέλευση και τα οποία ήταν και τα περισσότερα – αλλάζουν όνομα σβήνοντας την ιστορία των αιώνων που κρύβουν πίσω τους. Τη θέση τους παίρνουν ονόματα άχρωμα, άγευστα και άοσμα όπως Άνοιξη, Δροσιά, Ανθούσα, Πεύκη, Δάφνη, Ροδόπολις που δεν έχουν  απολύτως κανένα ιστορικό βάρος. Αλλά και αυτά που πήραν το όνομά τους από την αρχαία ελληνική ιστορία, επιλέχθηκαν με τόσο ερασιτεχνικό και αυθαίρετο τρόπο, που όχι μόνο δεν δίνουν πληροφορίες για την ιστορία των τόπων, αλλά αντιθέτως αποπροσανατολίζουν και είναι βέβαιο πως θα προκαλούν σύγχυση σε έναν ιστορικό του μέλλοντος. Τρανταχτό παράδειγμα αποτελεί η περίπτωση του Χολαργού. Όπως δείχνουν τα αρχαιολογικά ευρήματα, ο αρχαίος Χολαργός βρισκόταν κοντά στο Ίλιον  ή στο Καματερό, πολύ μακριά δηλαδή από το σημερινό Χολαργό. Ας μη μιλήσουμε, δε , και για τις φαινομενικά γραφικές ονομασίες  όπως Ελληνικό, Ελληνοχώρι και άλλες παρεμφερείς που τελικά – σαν από εκδίκηση και ειρωνεία της ιστορίας – ίσως  κρύβουν από πίσω τους ενοχλητικές για τους εμπνευστές τους πληροφορίες.  

Στον παρακάτω πίνακα, μαζέψαμε τις πιο σημαντικές μετονομασίες των οικισμών του νομού Αττικής, οι περισσότεροι των οποίων είχαν ονόματα αρβανίτικης προέλευσης. Σε μια άλλη ανάρτηση, θα προσπαθήσουμε να μαζέψουμε και τις πιο χαρακτηριστικές μετονομασίες οικισμών στις υπόλοιπες περιοχές της Ελλάδας όπου εκεί, εκτός από αρβανίτικα τοπωνύμια, έχουμε επιπλέον τοπωνύμια τουρκικής και σλάβικης (ίσως τα περισσότερα) προέλευσης.  

Παλιά ονομασία

Νέα ονομασία

Σπέτσες

Τιπάρηνος (1833)

Μενίδι

Αχαρναί (1835)

Κάλαμος

Περαία (1835)

Χαρβάτι

Παλλήνη (1905)

Μούλκι

Αιάντειον (1915)

Χασιά

Φυλή (1915)

Λιόπεσι

Παιανία (1915)

Μάζι

Οινόη (1919)

Κιούρκα

Αφίδναι (1919)

Κριεκούκι

Ερυθραί (1927)

Σάλεσι (Κακοσάλεσι)

Αυλών (1927)

Μπραχάμι

Άγιος Δημήτριος (1928)

Κοπανάς

Μεταμόρφωση Βύρωνα (1933)

Νέα Σφαγεία

Ταύρος (1933)

Νέα Αλεξάνδρεια

Φιλοθέη (1936)

Βουρλοπόταμος

Αμφιθέα (1940)

Ευρυάλη

Γλυφάδα (1945)

Ρωσσοχώριον

Δροσιά (1947)

Κατσιπόδι

Δάφνη (1951)

Πόρτο Ράφτη

Λιμήν Μεσογαίας (1953)

Κάντζα

Λεοντάριον (1954)

Μπάφιον

Κρονέριον(1954)

Καμάριζα

Άγιος Κωνσταντίνος (1954)

Παλαιόν Μπογιάτιον

Άνοιξις (1954)

Ραμπετόσα

Ανατολή (1955)

Κουκουβάουνες

Μεταμόρφωση (1957)

Μαγκουφάνα

Πεύκη (1960)

Δάριζα

Σαρωνίς (1961)

Αυλών

Ανθούσα (1963)

Ζοφριά

Βασ. Φρειδερίκη (1963)/Ζεφύρι(1967)

Βάρκιζα

Αλίανθος (1968)

Μπάλα

Ροδόπολις (1981)

Νέα Λιόσια

Ίλιον (1994)

Λούτσα

Άρτεμις

Γκουέρνικα

Απριλίου 27, 2020

26 Απριλίου 1937. Γερμανικά και Ιταλικά πολεμικά αεροπλάνα που πολεμούν στο πλευρό του φασίστα Φράνκο στο πλαίσιο του Ισπανικού Εμφυλίου, βομβαρδίζουν την κωμόπολη της Γκουέρνικα ή Γκερνίκα, στη χώρα των Βάσκων. Ο βομβαρδισμός κρατάει ώρες. Η Γκουέρνικα, μια πόλη 5.000 κατοίκων, ισοπεδώνεται κυριολεκτικά. Πάνω από 1.500 άνθρωποι χάνουν τη ζωή τους και εκατοντάδες είναι οι τραυματίες.

Αυτό το έγκλημα πολέμου ήταν που ενέπνευσε τον Πάμπλο Πικάσο και ζωγράφισε τον περίφημο πίνακά του, ίσως το πιο διάσημο από τα έργα του, το οποίο παρουσίασε σε διεθνή έκθεση ζωγραφικής στο Παρίσι τον Ιούλιο του 1937, όπως του είχε ζητήσει η ισπανική Δημοκρατική κυβέρνηση. Παρόλο που αρχικά οι αντιδράσεις για το έργο ήταν μάλλον αρνητικές, η "Γκουέρνικα" σιγά-σιγά καθιερώθηκε ως μια από τις μεγαλύτερες αντιπολεμικές κραυγές

Η «Γκουέρνικα» έμεινε στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης για πολλά χρόνια καθώς ο Πικάσο είχε δηλώσει πως δε θα επέστρεφε στην Ισπανία προτού αποκατασταθεί η δημοκρατία στη χώρα. Το 1981 η «Γκουέρνικα» επιστράφηκε στην Ισπανία

Ένας από αυτούς τους μύθους που ξέρουμε πως μπορεί να μην είναι αλήθεια αλλά πολύ θα θέλαμε να είναι, λέει πως όταν οι Γερμανοί κατέλαβαν το Παρίσι, ένας Γερμανός αξιωματικός έδειξε σε φωτογραφία τον πίνακα της «Γκουέρνικα» στον ίδιο τον Πικάσο που ζούσε εκεί και τον ρώτησε: «Αυτόν τον πίνακα εσείς τον κάνατε;». «Όχι, εσείς!», απάντησε αυτός

guernica

prosfyges

Πηγή του άρθρου : Εφημερίδα των Συντακτών ( ο πίνακας αναπαριστά Ψαριανούς πρόσφυγες που θαλασσοπνίγονται στο Αιγαίο εν έτει 1824 ).

Τα λόγια είναι πάντα ίδια για τον ξένο που απειλεί τις συνήθειες και τη βολή μας. Και πολλές φορές αυτός ο ξένος ήταν Έλληνας.

Ας ακούσουμε αυτά που λέει η Γυναίκα της Ζάκυθος στις Μεσολογγίτισσες γυναίκες που βρέθηκαν στη Ζάκυνθο ως πρόσφυγες και κυνηγημένες από τους Τούρκους : «Και ετότες η γυναίκα της Ζάκυθος την αντίσκοψε και αποκρίθηκε: “Κυρά δασκάλα, όλα τα χάσετε, αλλά από εκείνο που ακούω η γλώσσα σας έμεινε. Είμαι στην πατρίδα μου και στο σπίτι μου; Και η αφεντιά σου δεν ήσουνα στην πατρίδα σου και στο σπίτι σου; [...] Σας είπα εγώ ίσως να χτυπήσετε τον Τούρκο, που ερχόστενε τώρα σε με να μου γυρέψετε και να με βρίσετε; […] Εσείς δεν έχετε άλλη δουλειά παρά να ψωμοζητάτε. Και, να πούμε την αλήθεια, στοχάζουμαι πως θε νάναι μια θαράπαψη για όποιον δεν ντρέπεται. Αλλά εγώ έχω δουλειά. Ακούστε; έχω δουλειά» ... Απόσπασμα από τη «Γυναίκα της Ζάκυθος» του Διονύσιου Σολωμού, έργο ημιτελές που γράφτηκε μεταξύ 1826 και 1833

Ας διαβάσουμε όμως και το πώς έβλεπε ένας Αθηναίος νοικοκύρης τους Μικρασιάτες πρόσφυγες του ’22 : «Ας φαντασθούν ακόμα, όσοι θέλουν να συλλάβουν μια έννοια εκείνου του ανιστόρητου κατακλυσμού, ας φαντασθούν σκυλιά, πλήθος σκυλιά ριγμένα σ’ ένα ξεροπήγαδο. Με λύσσα, με ουρλιάσματα, με δόντια και με νύχια, το καθένα αγωνίζεται για να σπαράξη το άλλο, για να ζήση αυτό, να παρατείνη λίγες ώρες την άθλια ζωή του, με τις σάρκες του συντρόφου του, του αδερφού του»

Τέτοια απάνω κάτω στυγερή εικόνα παρουσιάζονταν στον ταξιδιώτη από το λιμάνι ώς την Ομόνοια, και σ’ όλες τις πλατείες, τα πεζοδρόμια, τους δρόμους, τα στενά, και πέρα, έξω από την πολιτεία, από τα πόδια του Υμηττού έως τα πόδια του Αιγάλεω» … απόσπασμα από τη «Λεηλασία μιας ζωής» του Μεσολογγίτη εκπαιδευτικού Αντώνη Τραυλαντώνη, δημοσιευμένο το 1936

Φαντάζομαι πως κάτι θα σας θυμίζουν τα παραπάνω λόγια είτε της Ζακυνθινής κυράς είτε του Αθηναίου νοικοκύρη.

 "Στις τρεις και μισή μια φωνή μέσα από το τηλέφωνο με ξύπνησε: «Έχουμε πόλεμο». Τίποτε άλλο, ο κόσμος είχε αλλάξει. Η αυγή, που λίγο αργότερα είδα να χαράζει πίσω από τον Υμηττό, ήταν άλλη αυγή: άγνωστη" - Γιώργος Σεφέρης, Μέρες Γ'

Δύσκολη η ανάγνωση της ιστορίας και πολλές φορές πολλαπλές οι αναγνώσεις της. Μερικές φορές είναι προτιμότερο να αναφέρουμε μόνο τα γεγονότα και να αφήνουμε τον αναγνώστη να βγάλει μόνος του τα συμπεράσματά του. Αυτό θα κάνουμε σήμερα. Προσπαθώντας να φωτίσουμε τα γεγονότα που συνέβησαν τη νύχτα της 27ης προς 28η Οκτωβρίου του 1940, θα αφήσουμε να μιλήσουν οι πρωταγωνιστές εκείνης της ημέρας. Θα διαβάσουμε αποσπάσματα από το ημερολόγιο του Ιταλού πρέσβη Gracci. Θα διαβάσουμε τις «Μέρες Γ’» του Γιώργου Σεφέρη, που υπηρετούσε εκείνη την εποχή ως προϊστάμενος της Διεύθυνσης Εξωτερικού Τύπου του Υφυπουργείου Τύπου και Τουρισμού. Θα διαβάσουμε αποσπάσματα από τη συζήτηση μεταξύ του Ιωάννη Μεταξά και των διευθυντών και αρχισυντακτών του αθηναϊκού τύπου στις 30/10/1940, μια συζήτηση που έγινε σε απόρρητο χαρακτήρα στο Γενικό Στρατηγείο. Θα διαβάσουμε, τέλος, την ανοικτή επιστολή του Γενικού Γραμματέα του ΚΚΕ, Νίκου Ζαχαριάδη, προς τον ελληνικό λαό τρεις ημέρες μετά την εισβολή των Ιταλών, στις 31 Οκτωβρίου 1940. Ο Ζαχαριάδης, κρατούμενος ήδη από το Σεπτέμβριο του 1936 από το δικτατορικό καθεστώς του Μεταξά, καλούσε με την επιστολή αυτή τον ελληνικό λαό να αντισταθεί στην ιταλική εισβολή με κάθε τρόπο. Ας σημειώσουμε εδώ πως ο Ζαχαριάδης, όπως και εκατοντάδες άλλοι Έλληνες πολιτικοί κρατούμενοι που κρατούνταν σε φυλακές ή ήταν εξόριστοι, με την εισβολή των Γερμανικών στρατευμάτων στην Ελλάδα, παραδόθηκαν από τους Έλληνες δεσμώτες τους στους Γερμανούς κατακτητές.

Ας αρχίσουμε όμως την ανάγνωση της ιστορίας. Από το ημερολόγιο του Gracci διαβάζουμε:


Warning: count(): Parameter must be an array or an object that implements Countable in /srv/disk3/2763186/www/atticavoice.gr/templates/ts_news247/html/com_k2/templates/default/user.php on line 269

Youtube Playlists

youtube logo new

youtube logo new

© 2022 Atticavoice All Rights Reserved.