Πριν από 70 ακριβώς χρόνια πραγματοποιήθηκε μια κινηματογραφική απόδραση από τις υψίστης ασφαλείας φυλακές των Βούρλων, όπως ήταν γνωστή η Δικαστική Φυλακή Πειραιώς, στη περιοχή της Δραπετσώνας.
Ήταν ίσως η πρώτη παγκοσμίως ομαδική απόδραση με τη μέθοδο της κατασκευής υπόγειας σήραγγας. Μια απόδραση που θύμιζε την περίφημη απόδραση από το Αλκατράζ που έγινε το 1962 και γυρίστηκε ταινία το 1979. Μόνο που η ελληνική εκδοχή της προηγήθηκε κατά εφτά χρόνια και συμμετείχαν σε αυτήν 27 δραπέτες έναντι μόλις δύο στην περίπτωση του Αλκατράζ
Ένα άλλο στοιχείο που έχει ενδιαφέρον είναι πως ο ένας από τους 27 δραπέτες ήταν ο Ανδρέας Μπαρτζώκας, πατέρας του σημερινού προπονητή της ομάδας μπάσκετ του Ολυμπιακού
Πιο συγκεκριμένα, στις 17 Ιουλίου του 1955, 27 στελέχη του ΚΚΕ δραπέτευσαν έρποντας μέσα σε μία σήραγγα 17 μέτρων που είχε σκαφτεί από τους ίδιους αλλά και από τους συντρόφους τους απέξω δε βάθος 2 μέτρων και η οποία συνέδεε το κελί 13 με τα πλυντήρια του γειτονικού εργοστασίου «ΝΤΕΣΤΡΕ»
Από τους 27 δραπέτες, οι 20 ήταν υπόδικοι για κατασκοπεία, Είχαν συλληφθεί τον Απρίλιο του 1954 και είχαν μεταφερθεί στις φυλακές Βούρλων το φθινόπωρο του ίδιου χρόνου
Όπως ήταν αναμενόμενο, η απόδραση συγκλόνισε την Ελλάδα και γελοιοποίησε το στρατοκρατούμενο κράτος της μετεμφυλιακής Δεξιάς.
Είναι χαρακτηριστικός ο τρόπος με τον οποίο οι εφημερίδες της εποχής αποτυώνουν το γεγονός
Η εφημερίδα «Εμπρός» σημείωνε:
«Μια έντεχνος, μυθιστορηματική, δραματική, περιπετειώδης, καταπληκτική, ομαδική δραπέτευσις εγκαθείρκτων στελεχών του ΚΚΕ έλαβε χώραν εις τον Πειραιά. Δεν είναι η πρώτη. Προηγήθηκαν άλλαι, φυσικά ολιγώτερον μυθιστορηματικαί και με ολιγώτερα πρόσωπα αποδρασάντων (…) Η δραπέτευσις κομμουνιστών από τας φυλακάς δεν έχει τίποτε το εκπληκτικόν. Δεν πρόκειται περί του ληστάρχου Κουμπή ή του Τζατζά. Δι’ αυτούς δεν θα ευρίσκετο ουδείς συνεργός δια να τους βοηθήση να αποδράσουν (…) Εδώ πρόκειται περί Κόμματος ολοκλήρου περί παρανόμου και συνωμοτικής οργανώσεως, περί μηχανισμού κινούμενου συμφώνως προς την τελευταία λέξιν του συνωμοτισμού, διαθέτοντας και πρόσωπα άφθονα και έμπειρα εις τοιαύτα και μέσα οικονομικά και μέσα τεχνικά και ακόμη αφθόνους συνεργασίας εντός και αυτής της κρατικής μηχανής, την οποία όταν θελήση εις έναν τομέα την κάμνει να πάθη εμπλοκήν και να μη δύναται να κινηθή…»
Η εφημερίδα «Ελευθερία» σε πρωτοσέλιδο άρθρο της υπό τον τίτλο «Γελοιοποίησις», έγραφε στις 19 Ιούλη 1955:
«Η απόδρασις εικοσιεπτά (αριθμός 27) κρατουμένων από τας φυλακάς Βούρλων αποτελεί γεγονός καταπληκτικόν τόσον διά τον αριθμόν των διαφυγόντων όσον και διά τας συνθήκας υπό τας οποίας συνετελέσθη. Εις το κέντρον πολυσυχνάστου περιοχής υπό το φως της ημέρας και κατόπιν πολυμήνου προετοιμασίας κατά την οποίαν ηνοίχθη σήραγξ μήκους τριάντα ολόκληρων μέτρων και εχρειάσθη ν’ αποκομισθούν άνω των επτά κάρων χώματος και βράχων μια πολυάριθμος ομάς εγκατέλειψεν ανενόχλητος τας φυλακάς, επιβηβάσθη λεωφορείων και ταξί και ώχετο απιούσα προς μέγιστην γελοιοποίησιν του κράτους».
Η «Ακρόπολις» της ίδιας ημέρας έγραφε στην πρώτη σελίδα:
«Η καταπληκτική ομαδική απόδρασις των κομμουνιστικών στελεχών – Μέχρις ώρας ουδείς συνελήφθη από τους 27 κομμουνιστάς τους δραπετεύσαντας από τας φυλακάς Βούρλων το απόγευμα της Κυριακής υπό μυθιστορηματικάς συνθήκας
[…] Ο υπουργός Δικαιοσύνης αποκαλύπτει ότι προ μηνός σκοποί Χωροφυλακής ειδοποίησαν ότι ηκούοντα υποχθόνιοι κρότοι, ενηργήθη αμέσως αυτοψία υπό των αρμοδίων αρχών αλλ’ ουδέν απολύτως ανεκαλύφθη»

Αλλά και η εφημερίδα «Εθνικός Κήρυξ» της ελληνικής διασποράς στις ΗΠΑ έγραφε :
«Η θρασυτάτη δραπέτευσις των 27 κομμουνιστών προκαλεί γενικήν κινητοποίηση. Εικοσιτρείς χιλάδες αστυνομικοί αναζητούν τους ερυθρούς δραπέτας».
Τι ήταν τα Βούρλα
Η Δικαστική Φυλακή Πειραιώς, πιο γνωστή ως «Φυλακές των Βούρλων», ήταν φυλακή υψίστης ασφαλείας και πολύ καλά φρουρούμενη, βρισκόταν στη Δραπετσώνα, μερικές εκατοντάδες μέτρα μακριά από το λιμάνι του Πειραιά. Εκεί, ανάμεσα στα έλη που φύτρωναν βούρλα (από όπου πήρε και το όνομά της) χτίστηκαν, στα τέλη του 19ου αιώνα, 72 ισόγεια δωμάτια για να στεγάσουν οίκους ανοχής.
Κατά την περίοδο της Κατοχής, οι Ιταλοί και οι Γερμανοί άδειασαν το συγκρότημα από τις ιερόδουλες και το μετέτρεψαν σε φυλακές, σηκώνοντας ψηλούς μαντρότοιχους και στήνοντας εσωτερικές και εξωτερικές σκοπιές.
Μετά την απελευθέρωση, το συγκρότημα εξακολούθησε να παίζει το ρόλο των φυλακών. Στις δυο πρώτες πτέρυγες (Α΄ και Β΄) βρίσκονταν οι ποινικοί κρατούμενοι , ενώ στην τρίτη πτέρυγα οι πολιτικοί κρατούμενοι.
Στα τέλη του 1954, η πολυαναμενόμενη «γενική αμνηστία» που περίμεναν οι πολιτικοί κρατούμενοι άρχισε να απομακρύνεται, καθώς νέες συλλήψεις συνέβαιναν ενώ οι εκτελέσεις δεν σταματούσαν. Η πιο πρόσφατη εκτέλεση ήταν του 26χρονου Χρήστου Καρανταή την Πρωτομαγιά του 1955 στο Ηράκλειο της Κρήτης.
Η επιχείρηση απόδρασης
Κάτω από αυτές τις συνθήκες, το Κομμουνιστικό Κόμμα αποφασίζει να επιδιωχθεί η απόδραση μιας σειράς πολιτικών κρατουμένων στις Φυλακές των Βούρλων.. Τρεις μήνες κράτησε η προετοιμασία και άλλους τέσσερις μήνες πήρε το σκάψιμο της υπόγειας σήραγγας
Το σχέδιο ήταν τέλεια μελετημένο και εκτελέστηκε με υποδειγματικό τρόπο, παρά τις εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες
Το «έργο» ξεκίνησε από το γωνιακό κελί 13 της δυτικής πτέρυγας, που βρισκόταν κοντύτερα από κάθε άλλο στον εξωτερικό τοίχο των φυλακών και απέναντι από το εργοστάσιο «Ντεστρέ». Στο τσιμεντένιο δάπεδο του κελιού ανοίχτηκε μια τρύπα σχηματίζοντας ένα «πηγάδι» βάθους 3 μέτρων, απ’ όπου ξεκίνησε η κατασκευή της σήραγγας διαμέτρου 80 εκατοστών και μήκους 17-18 μέτρων. Η υπόγεια σήραγγα θα περνούσε κάτω από τα θεμέλια του τοίχου της φυλακής και του εξωτερικού μαντρότοιχου, θα διέσχιζε την οδό Δογάνη, θα περνούσε τον τοίχο του εργοστασίου «Ντεστρέ» και θα κατέληγε στα λουτρά του εργοστασίου.

Για το σχεδιασμό του έργου, τις απαραίτητες μετρήσεις και πληροφορίες για το εξωτερικό της φυλακής τις έδωσαν οι αρραβωνιαστικιές δύο κρατουμένων συντρόφων.
Η τρύπα άνοιξε κάτω από ένα κρεβάτι που βρισκόταν δεξιά, δίπλα στην είσοδο του κελιού 13. Τα εργαλεία της δουλειάς, ήταν ένα κοπίδι και ένα τσαγκαράδικο σφυρί, από εκείνα που έπαιρναν από το εργαστήριο της φυλακής για διάφορα μαστορέματα. Αργότερα, όταν προχώρησαν στο σκάψιμο, απόκτησαν κι ένα σκεπάρνι που το έβαλε κρυφά μέσα στις φυλακές ο αδερφός ενός από τους κρατούμενους.
Ο μικρότερος αδελφός του Σταύρου Σιδέρη, ο Γιάννης Σιδέρης, 16χρονος τότε, θυμάται:
«Στα επισκεπτήρια που πηγαίναμε, κουβαλούσαμε και βαλίτσες με ρούχα, φαγητά και διάφορα άλλα μικροαντικείμενα για τους δικούς μας. Καθόμασταν απέναντι ο ένας στον άλλο σε μεγάλα τραπέζια. Τις βαλίτσες τις έπαιρναν οι φύλακες, τις άνοιγαν και τις έψαχναν. Αυτό είχε γίνει πια μια συνήθεια. Άνοιγαν τις βαλίτσες ρίχναν μια γρήγορη ματιά, περισσότερο μας κοίταζαν στα μάτια για να διαπιστώσουν κάτι το ύποπτο κι αυτό ήταν όλο. Άλλωστε μας ήξεραν πια, μας είχαν γνωρίσει. Μήνες αυτή η ιστορία…
Στο επισκεπτήριο πήγαινα πολύ σπάνια γιατί ήμουν μικρός, ήμουν 16 χρονών, αλλά ήμουν γεροδεμένος. Μια από κείνες τις μέρες που πήγα εγώ με τη βαλίτσα, που είχε διπλό πάτο, κουβαλούσα και διάφορα εφόδια που είχαν ζητηθεί. Ήξερα τι κουβαλούσα αλλά κοίταζα τον φύλακα με ψυχραιμία και εκείνος εφησυχασμένος άφησε την βαλίτσα να περάσει.
Κάτω στον διπλό πάτο υπήρχαν καμιά 40 λαμπάκια και ένα σκαλιστήρι, ένα σκεπάρνι χωρίς το ξύλινο στυλιάρι του. Έτσι απέκτησαν το σκεπάρνι και προχώρησαν στο σκάψιμο. Τα λαμπιόνια και τις μπαταρίες άλλα τα φέρναμε νόμιμα, τάχα για να φτιάξουν καραβάκια και διακοσμητικά φωτιστικά, αλλά επειδή χρειάζονταν πολλά τα περνάγαμε και με παράνομο τρόπο.
Μας είχαν ζητήσει διάφορα υλικά, αλλά φυσικά δεν ξέραμε τι επιχειρούσαν να κάνουν…»
Το σκάψιμο άρχισε στις 17 Μαρτίου του 1955 και γινόταν ένα μέτρο κάτω από την επιφάνεια του εδάφους, προσέχοντας να μην ξεφύγουν προς τα πάνω, οπότε θα υπήρχε ο κίνδυνος (κυρίως όταν έφτασαν στην οδό Δογάνης) να υποχωρήσει το έδαφος από το βάρος των αυτοκινήτων που περνούσαν.

Το χώμα που συσσώρευαν το έριχναν μέσα σε πάνινες σακούλες που είχαν φτιάξει οι ίδιοι, τις πέρναγαν στη μέση τους και τις άδειαζαν στα αποχωρητήρια, απ’ όπου έπεφταν στους υπονόμους με τη βοήθεια μπόλικου νερού.
Οι πέτρες και τα χαλίκια ρίχνονταν ως μπάζα σε ένα μεγάλο πεζούλι που έφτιαξαν στο χώρο του μπάνιου και μερικά τσιμεντένια πλυσταριά, με την άδεια της διεύθυνσης.
Όσο προχωρούσε το έργο, χρειάστηκε να φτιάξουν αυτοσχέδιο ανεμιστήρα για εξαερισμό της σήραγγας. Για να μην υποχωρήσουν τα χώματα, χρειάστηκε επίσης να υποστυλώσουν τη σήραγγα με ξυλεία που κατάφεραν να εξασφαλίσουν από παλιά κουφώματα
Το μεσημέρι της Κυριακής 17 Ιούλη 1955, ήταν όλοι έτοιμοι. Φόρεσαν πιτζάμες πάνω από τα καλά τους ρούχα, για να μην τα λερώσουν, κάλτσες πάνω από τα παπούτσια τους, μαντήλια στα κεφάλια τους και κατά ομάδες ξεκίνησαν να διασχίζουν τη σήραγγα και να περνούν μέσα στο εργοστάσιο «Ντεστρέ»
Εκεί συνάντησαν το φύλακα του εργοστασίου, τον οποίο κλείδωσαν σε ένα αποχωρητήριο.
Στην έξοδο του εργοστασίου όμως, οι δραπέτες έπεσαν πάνω στην κόρη του φύλακα, η οποία υποψιασμένη άρχισε να φωνάζει και έτρεξε να βρει τον πατέρα της, τον οποίο και απελευθέρωσε. Αμέσως ειδοποιήθηκαν οι φρουροί των φυλακών και σήμανε συναγερμός
Στις τρεις το μεσημέρι της Κυριακής, όταν μπήκαν στην Γ΄ Πτέρυγα ο υπαρχιφύλακας με τρεις φύλακες για την καταμέτρηση των κρατουμένων, στα τελευταία κελιά της πτέρυγας – στα κελιά 13,14 και 15 – δεν υπήρχε κανένας. Η μεγαλειώδης απόδραση των Βούρλων είχε ολοκληρωθεί.
Η κινητοποίηση των αρχών ήταν αστραπιαία. Έκλεισαν αμέσως οι δρόμοι με μπλόκα και έλεγχο των περαστικών. Σε λίγη ώρα τις φυλακές των Βούρλων επισκέφτηκαν ο υπουργός Δημόσιας Τάξης, ο αρχηγός της Χωροφυλακής, ο διοικητής της Γενικής Ασφάλειας, ο εισαγγελέας και ο διοικητής του Τμήματος Μεταγωγών Πειραιά.. Ο εξευτελισμός ήταν μεγάλος.
Το ίδιο βράδυ της απόδρασης, από την «Ελεύθερη Ελλάδα», τον παράνομο ραδιοφωνικό σταθμό του ΚΚΕ ακούστηκε η έκκληση: «Καλούμε το λαό και όλους τους πατριώτες να προστατεύσουν τους αγωνιστές που κατόρθωσαν να δραπετεύσουν από τις φυλακές της αμερικανοκρατίας. Ελευθερία και γενική αμνηστία στους αγωνιστές».
Στις 21 Ιουλίου του 1955, στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως δημοσιεύεται απόφαση με την οποία οι δραπέτες επικηρύσσονται με τον νόμο «περί ληστοκρατείας» με χρηματικές αμοιβές έως 30.000 δραχμές για τον φόνο ή τη σύλληψή τους και έως 15.000 δραχμές για την αποτελεσματική κατάδοσή τους «εις τας αρμόδιας Αρχάς». Αυστηρές ποινές προβλέφθηκαν και για όσους τους έκρυβαν.

Οι 27 δραπέτες ήταν οι Βαρδής Βαρδινογιάννης, φοιτητής Νομικής 33 ετών, Ανδρέας Βελλής, φοιτητής Πολυτεχνείου, 26 ετών, Γκαστόν Βερναρδής, τελειόφοιτος Ιατρικής, 31 ετών, Γιώργος Γεωργίου, εργάτης, 55 ετών, Αριστοτέλης Γεωργούλιας, έμπορος, τελειόφοιτος Νομικής, 38 ετών, Βασίλης Δουκάκης, μεταφραστής, 30 ετών, Χαράλαμπος Καλατζής, έμπορος, 28 ετών, Σταύρος Καρράς, σπουδαστής Πολυτεχνείου, 30 ετών, Βασίλης Κάτρης, εργάτης, 30 ετών, Παντελής Κιουρτζής, έμπορος, 42 ετών, Ζήσιμος Κόκλας, δημόσιος υπάλληλος, 40 ετών, Μιχάλης Κολοκοτρώνης, αρτεργάτης, 30 ετών, Κώστας Λιναρδάτος, δημοσιογράφος, τελειόφοιτος Νομικής, 33 ετών, Αλέκος Λογαράς, γεωπόνος, 29 ετών, Ανδρέας Μπαρτζώκας, λογιστής, 28 ετών, Δημήτρης Μυριανθόπουλος, εργάτης, 42 ετών, Δημήτριος Πανουσόπουλος, ιδιωτικός υπάλληλος, ετών 26, Αλέκος Παπαλεξίου, φοιτητής Ιατρικής, 36 ετών, Αλέξης Παπούλιας, δικηγόρος, 41 ετών, Στέλιος Πάσιος, σιδηροδρομικός, 31 ετών, Περικλής Ροδάκης, μεταφραστής, 30 ετών, Σταύρος Σιδέρης, πτηνοτρόφος, 30 ετών, Σωτήρης Σωτηρόπουλος, κτηματίας, 35 ετών, Λεωνίδας Τζεφρώνης, τελειόφοιτος Πολυτεχνείου, 35 ετών, Κυριάκος Τσακίρης, φοιτητής Νομικής, 39 ετών, Κώστας Φίλης, καθηγητής Φιλολογίας, 28 ετών και Γεώργιος Χατζηπέτρου, υδραυλικός, 33 ετών.
Ο πρώτος από τους δραπέτες που πιάστηκε, δυο μόλις ημέρες μετά την απόδραση στο σπίτι του ανθρώπου που τον έκρυβε, ήταν ο Σταύρος Σιδέρης.

Ο ίδιος ο Σταύρος Σιδέρης αφηγείται:
«Μ’ έπιασαν στις 6 η ώρα το πρωί ενώ ξυριζόμουν, στο λουτρό του σπιτιού που κρυβόμουν. Ο άνθρωπος που μ’ έκρυβε έλειπε και είναι βέβαιο, ότι αυτός τους έστειλε. Μου ήταν άγνωστος. Του είχαν πει, ότι θα φυλάξει έναν φοιτητή για ένα μήνα. Μόλις όμως δημοσιεύθηκε η είδηση για την απόδραση φαίνεται πως άρχισε να υποψιάζεται. Είχα αποφασίσει να φύγω από εκείνο το σπίτι, είχα κάνει και τις συνεννοήσεις μου και κείνο το πρωί περίμενα τον σύνδεσμο να με παραλάβει. Αρνήθηκα στους αστυνομικούς πως ήμουν αυτός που ζητούσαν. Είχα πλαστή ταυτότητα. Με πήγαν στο Α΄ Παράρτημα Ασφαλείας Πειραιώς και μ’ έφεραν σ’ αντιπαράσταση με τον άνθρωπο που με φιλοξενούσε. Έφαγα ένα κάρο ξύλο. Από τη στιγμή που βεβαιώθηκαν ποιος είμαι, ήθελαν να τα μάθουν όλα και κυρίως: Που πήγαν οι άλλοι. Ποιοι μας βοήθησαν απ’ έξω. Από που άνοιξε η σήραγγα. Για το τελευταίο αυτό ήρθε και μια ομάδα μηχανικών που διαφωνούσαν για το αν άνοιξε η σήραγγα από μέσα προς τα έξω ή το αντίθετο. Και ήθελαν να τους το πω εγώ. Ήρθε και ο Καλαντζής. Δεν έβγαλαν τίποτα».
Άλλοι δεκατέσσερις από τους δραπέτες συνελήφθησαν αρκετό καιρό αργότερα, από αυτούς οι 13 μετά από κατάδοση, και οι άλλοι δύο τυχαία. Εννέα κατάφεραν να διαφύγουν στο εξωτερικό: Οι Βελής, Βερναρδής, Καρράς, Κιουρτσής, Λιναρδάτος, Πανουσόπουλος, Πάσιος, Τζεφρώνης και Φίλης. Τέλος, ένας, ο Γιώργος Γεωργίου, σκοτώθηκε από σφαίρα αστυνομικού αποσπάσματος «επιχειρώντας να εξέλθη παρανόμως των ελληνικών συνόρων», σύμφωνα με σχετικό αστυνομικό δελτίο.
Πηγές
https://www.imerodromos.gr/17-ioulh-1955-h-megalh-apodrash-apo-ta-vourla/
http://mavrioxia.blogspot.com/2016/01/7.html